Ἅγίου Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης
Προσπάθησε νά εὐαρεστεῖς στόν Θεό σέ ὅλα καί πάντοτε καί νά σκέπτεσαι τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό διάβολο καί τήν υἱοθεσία της ἀπό τόν Θεό.
Ὅταν σηκώνεσαι ἀπό τό κρεβάτι: κάνε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί λέγε: “Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Ἐπίσης: “Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς· καί, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου”.
Ὅταν πλένεσαι, εἴτε στό σπίτι σου εἴτε στά λουτρά, λέγε: “Ραντιεῖς μέ ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι”
Ὅταν ντύνεσαι, σκέψου τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό καθαρή καρδιά: “Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός”. καί : “Πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου”…
Ὅταν βγάζεις τά παλιά ροῦχα καί τά παρατᾶς μέ περιφρόνηση, θυμήσου μέ μεγαλύτερη περιφρόνηση τήν παραίτηση τοῦ παλαιοῦ, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἐμπαθοῦς, τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου.
Ὅταν γεύεσαι τή γλυκύτητα τοῦ ψωμιοῦ, θυμήσου τόν ἀληθινό Ἄρτο, ὁ ὁποῖος δίνει στήν ψυχή τήν αἰώνια ζωή, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί νά αἰσθάνεσαι πεῖνα γι᾽ αὐτόν τόν Ἄρτο —δηλαδή, νά ἐπιθυμεῖς νά κοινωνεῖς ἀπ᾽ Αὐτόν συχνότερα.
Πίνοντας νερό, τσάϊ, γλυκό κρασί ἤ ἄλλο ποτό, θυμήσου τό ἀληθινό ποτό, τό ὁποῖο σβήνει τή δίψα τῆς ψυχῆς πού φλέγεται ἀπό τά πάθη— τό πανάχραντο καί ζωοποιό Αἷμα τοῦ Σωτῆρος.
Ὅταν ἀναπαύεσαι τήν ἡμέρα, θυμήσου τήν αἰώνια ἀνάπαυση, τήν ἑτοιμασμένη γιά ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται καί παλεύουν κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τῶν ἀερίων πνευμάτων τοῦ κακοῦ, κατά τῆς ἀνθρωπίνης ἀδικίας ἤ τραχύτητας καί ἀμάθειας. και Ὅταν ξαπλώνεις γιά νά κοιμηθεῖς τή νύχτα, σκέψου τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἀργά ἤ γρήγορα ὁπωσδήποτε θά ἔρθει σέ ὅλους μας, καί τή σκοτεινή ἐκείνη, αἰώνια, φοβερή νύκτα, στήν ὁποία θά ριχθοῦν ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί.
Ὅταν ἀντικρύζεις τό φῶς τῆς ἡμέρας, σκέψου τήν ἀνέσπερη μέρα, τήν αἰώνια, τή λαμπρότατη —τή λαμπρότερη κι ἀπό τήν πιό λαμπρή γήινη μέρα— τήν ἡμέρα τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, κατά τήν ὁποία θά χαροῦν ὅλοι ὅσοι προσπάθησαν νά εὐαρεστήσουν στόν Θεό ἤ μετανόησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά ὅλα ὅσα ἔκαναν κατά τή διάρκεια τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς.
Ὅταν πηγαίνεις κάπου, θυμήσου τή δίκαιη πνευματική πορεία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί λέγε: “Τά διαβήματά μου κατεύθυνον κατά τό λόγιόν Σου καί μή κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία”.
Ὅταν κάνεις κάτι, προσπάθησε νά τό κάνεις μέ τή σκέψη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκανε τά πάντα μέ τήν ἄπειρη σοφία, χάρη καί παντοδυναμία Του καί σέ δημιούργησε κατ᾽ εἰκόνα καί ὁμοίωσή Του.
Ὅταν παίρνεις ἤ ἔχεις χρήματα ἤ θησαυρό, θυμήσου ὅτι ὁ ἀκένωτος θησαυρός μας, ἀπό τόν ὁποῖο ἀντλοῦμε ὅλους τούς θησαυρούς τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας, ἡ ἀνεξάντλητη πηγή κάθε εὐλογίας, εἶναι ὁ Θεός.
Εὐχαρίστησέ Τον μέ ὅλη τήν καρδιά σου, καί μήν κλείνεις τούς θησαυρούς σου μέσα σου, μήπως ἔτσι κλείσεις τήν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς σου στόν ἀνεκτίμητο καί ζωντανό θησαυρό, τόν Θεό·
ἀλλά μοίρασε μέρος τῆς περιουσίας σου σ᾽ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, στούς ἄπορους, στούς φτωχούς ἀδελφούς σου, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μείνει σ᾽ αὐτήν τή ζωή γιά νά φανερώσεις σ᾽ αὐτούς τήν ἀγάπη καί τήν εὐγνωμοσύνη σου στόν Θεό, καί νά ἀμειφθεῖς γι᾽ αὐτό στήν αἰωνιότητα ἀπό τόν Θεό.
Ὅταν βλέπεις τή λευκή λάμψη τοῦ ἀργύρου, μή δελεασθεῖς ἀπό αὐτήν ἀλλά σκέψου ὅτι ἡ ψυχή σου ὀφείλει νά εἶναι λευκή καί νά λάμπει μέ τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν βλέπεις τή λάμψη τοῦ χρυσοῦ, μή σαγηνεύεσαι ἀπό αὐτήν ἀλλά θυμήσου ὅτι ἡ ψυχή σου πρέπει νά καθαρίζεται μέ τή φωτιά ὅπως ὁ χρυσός, καί ὅτι ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ νά σέ κάνει νά λάμπεις κι ἐσύ ὅπως ὁ ἥλιος, στήν αἰώνια, λαμπρή βασιλεία τοῦ Πατέρα Του.
Θυμήσου ὅτι θά δεῖς τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Θεό, τήν Ἁγία Τριάδα, τήν Ὑπεραγία Παρθένο καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ὅλες τίς ἐπουράνιες δυνάμεις καί τούς ἁγίους νά λάμπουν πλημμυρισμένοι ἀπό τό ἀνέκφραστο φῶς τό ὁποῖο ξεχύθηκε ἐπάνω τους».