Στο κοινόβιο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, πριν από 30 χρόνια ζούσε ένα πολύ απλό κι αγαθό Γεροντάκι, γνωστός με το όνομα Γερο - Θωμάς, πάντα πρόθυμος και ακάματος εργάτης της υπακοής.
Σαν υπηρεσία του (διακόνημα) είχε να είναι βοηθός στον ζυμωτή και φούρναρη του Μοναστηριού.
Μια μέρα έτυχε ανάγκη να απουσιάσει για δυο ημέρες ο ζυμωτής και
φούρναρης της Μονής Γερο - Γρηγόρης, ο οποίος από χρόνια είχε την
υπηρεσία αυτή και γνώριζε πολύ καλά και εξυπηρετούσε τα διακονήματα
αυτά, με πολύ προσήλωση και ευλάβεια.
Σαν αντικαταστάτη του στις υπηρεσίες αυτές, άφησε τον Γερο
-Θωμά, ο οποίος επειδή δεν είχε ποτέ του ζυμώσει ξαφνιάστηκε και βρέθηκε
σε μεγάλη απορία, διότι έπρεπε να ζυμώσει και να φουρνίσει τότε και να
δώσει ψωμί για δυο ημέρες στους πατέρες του Κοινοβίου που τότε είχε
περισσότερους από εξήντα Μοναχούς και σε δέκα ως είκοσι διερχόμενους
κάθε ημέρα προσκυνητές.
Στη μεγάλη αυτή ανάγκη και απορία που βρέθηκε ο Γερο - Θωμάς, άρχισε να
κάνει θερμή προσευχή και με δάκρυ να παρακαλεί την Παναγία Μητέρα του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Κυρία Θεοτόκο και τον άγιο Παύλο, να τον
φωτίσουν τι να κάνει; στην προκειμένη περίπτωση, γιατί τα είχε
κυριολεκτικά χαμένα και δεν ήξερε πούθε να αρχίσει.
Ξαφνικά παίρνει την μαγιά του προζυμιού και εκεί που πήγε να
βάλει νερό κι αλεύρι βλέπει δίπλα του μια μεγαλόπρεπη μαυροφορούσα
γυναίκα, η οποία πήρε το προζύμι το ανακάτεψε, έβαλε το αλεύρι στην
σκάφη και σε δυο ώρες έγινε το ζυμάρι, έπλασε τα ψωμιά τα φούρνισε και
μέσα στις δυο αυτές ώρες ξεφούρνισε και έδωσε ο Γερο - Θωμάς ψωμί στους
Μοναχούς, οι οποίοι ακόμη μέχρι σήμερα δεν μπορούν να ξεχάσουν την
γλυκύτητα και νοστιμιά του ψωμιού αυτού.
Ο δε Γερο - Θωμάς σαν υπνωτισμένος δεν κατάλαβε τίποτε, πώς και με ποιό
τρόπο γίνανε όλα αυτά! Το μόνο που κατάλαβε ήταν η μαυροφορεμένη εκείνη
γυναίκα, που δεν ήταν άλλη παρά η Κυρία Θεοτόκος.