Σε κάποια πόλη της Πελοποννήσου, συναντήθηκα κάποτε με έναν χριστιανό, περίπου 32 ετών, που μοσχομύριζε κάτι σαν δενδρολίβανο.
Και η έκπληξη μου μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, όταν άρχισε να μου μιλάει για την Ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», διαπιστώνοντας ότι από το στόμα του εξήρχετο η άρρητος ευωδία του Παναγίου Πνεύματος.
Για το κομποσχοίνι και την Ευχή είχε μάθει πριν από χρόνια στο Άγιον Όρος και από τότε την έλεγε ασταμάτητα, μέρα-νύχτα, και πολλές φορές χωρίς διακοπή ακόμα και τις νύχτες. Η Ευχή αναπλήρωνε και τις φυσικές ανάγκες του ύπνου του.
Έτσι, σιγά-σιγά η προσευχή του Ιησού έγινε πνευματική και νοερά μέσα στην καρδιά του και απολάμβανε το μεγαλείο της, χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει το πως λέγεται μέσα του η Ευχή και μάλιστα από το μέρος της καρδιάς του, με πολλή γλυκύτητα και χωρίς αυτός να την λέγει συνειδητά, είτε προφορικά είτε με τον ενδιάθετο λόγο. (Αυτό είναι το μεγαλείο της πνευματικής προσευχής και ειδικότερα της Νοεράς λεγόμενης προσευχής).
Κάποτε, σε μια τέτοια κατάσταση, αλλοιώθηκε τόσο πολύ από την Χάρη του Θεού, ώστε… (όπως χαρακτηριστικά μου είπε):
«Ξέχασα τον εαυτό μου, ήτο σαν να χάθηκα και απροσδόκητα αισθάνθηκα πως η ψύχη μου ήτο μέσα στα ανοιχτά χέρια του Πνευματικού μου, του πατρός Γ.Κ., ο οποίος προσευχόταν μπροστά σ’ έναν ουράνιο ολόλαμπρο θρόνο, που είχε πολύ Φως και Δόξα Θεού. Σε λίγο -δεν ξέρω πότε- αυτό το ουράνιο Φως έλουσε και τον Πνευματικό μου και τον λάμπρυνε τόσο πολύ, που είχα την αίσθηση ότι έκλεισα τα μάτια της ψυχής μου. Πως έβλεπα και πως τα έκλεισα δεν ξέρω.
Σφιχταγκαλιασμένη καθώς ήτο η ψυχή μου με τον Πνευματικό μου, τον άκουσα να προσεύχεται στον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν για μένα. Δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια της ψυχής μου, εν τούτοις, ένοιωθα αυτήν την υπέρλαμπρη φωτοχυσία να με πλημμυρίζει, να με λούζει κυριολεκτικά, να με γεμίζει από χαρά, ευτυχία, ειρήνη, θαυμασμό, αγαλλίαση…
Κάποτε
συνήλθα. Ένοιωθα να μην πατώ στη γη και η προσευχή του Ονόματος του
Ιησού Χριστού να λέγεται από μέσα μου άπειρες φορές: «Ιησού μου… Ιησού
μου… Ιησού μου… Ιησού μου…».
Τρεις-τέσσερις μέρες ούτε έφαγα ούτε ήπια σταγόνα νερό ούτε κοιμήθηκα, μόνο απελάμβανα αδιάλειπτα μια ουράνια ευτυχία, που δεν περιγράφεται. Τα δε δάκρυα μου έτρεχαν σαν ποτάμι συνεχώς και ήταν γλυκύτατα».
Εδώ τελείωσε η θεωρία αυτού του χριστιανού, που ζει ανάμεσά μας και αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτήν την τρελή εποχή που ζούμε!
του Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου