ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτή, συνέχεια τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς
ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴν ἑβδομάδα τῆς Διακαινησίμου. Εἶνε ἡ ἑορτὴ
τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἑορτάζουν χωριὰ καὶ πόλεις, ὅπου ἡ εὐσέβεια τῶν
κατοίκων ἔχει κτίσει ναοὺς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἑορτάζουν ἀκόμα καὶ
μοναστήρια, μοναστήρια τοῦ ἁγίου Ὄρους, ὅπως κ᾽ ἕνα μοναστήρι στὸ
Αἰγαῖο πέλαγος, ἡ περίφημος μονὴ Λογγοβάρδας στὴν ἰδιαιτέρα μου
πατρίδα Πάρο.
Ἑορτάζουν σήμερα πολλοί. Ἀλλ᾽ ὅσοι ἔχουμε αἴσθημα πατρίδος καὶ
χριστιανοσύνης ἂς κλάψουμε. Διότι σήμερα ἑορτάζει καὶ στὴν
Κωνσταντινούπολι ὁ ναὸς ἢ μᾶλλον τὸ μοναστήρι καὶ συγκρότημα
φιλανθρωπικῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων, τὸ περίφημο Μπαλουκλῆ.
Χιλιάδες Ἑλλήνων ἀπ᾽ ὅλα τὰ μέρη, ἀλλὰ καὶ Τοῦρκοι ἀκόμα, συνέρρεαν στὸ
προσκύνημα αὐτό. Ἦρθε ὅμως ἡ συμφορὰ τοῦ 1955· ὀρδὲς βαρβάρων τότε
κατέστρεψαν τὰ πάντα καὶ ἔκλεψαν τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα.
Θέλω νὰ μιλήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια, ὥστε ὅλοι νὰ μὲ καταλάβετε.
Θέλω νὰ μιλήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια, ὥστε ὅλοι νὰ μὲ καταλάβετε.
* * *
Ζωοδόχος Πηγή· τί θὰ πῇ στὰ νέα ἑλληνικά; Νερὸ ποὺ τρέχει, νερὸ ποὺ
δίνει ζωὴ – ζωογονεῖ, νερὸ ἀθάνατο – ποὺ χαρίζει τὴν ἀθανασία. Ἀφοῦ
λοιπὸν ἡ ἑορτὴ ἔχει σχέσι μὲ τὸ νερό, γιὰ νερὸ θὰ μιλήσουμε κ᾽ ἐμεῖς.
Ὑπάρχουν τρία εἴδη νεροῦ, τὸ ἕνα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Α΄. ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΝΕΡΟ. Τὸ πρῶτο εἶδος εἶνε τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους μας, τὸ
νερὸ τῶν πηγῶν, τῶν πηγαδιῶν, τῶν χειμάρρων, τῶν ποταμῶν, τῶν λιμνῶν καὶ
τῶν ὠκεανῶν. Δὲν συναντᾶται σὲ ἄλλους πλανῆτες. Στὴ σελήνη
σταλαγματιά νερὸ δὲν ὑπάρχει. Ἐδῶ στὴ γῆ τὰ νερὰ καλύπτουν τὰ τρία
τέταρτα (3/4) τοῦ πλανήτου.
Πῶς σχηματίζονται οἱ δεξαμενὲς τοῦ νεροῦ στὴν ξηρά; «Ὅλα ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν» ὁ Κύριος (Ψαλμ. 103,24). Τὸ νερὸ μαζεύεται ἐκεῖ μὲ τὴν ἐξάτμισι τῶν θαλασσῶν, λιμνῶν καὶ ποταμῶν. Καὶ ἡ ἐξάτμισι αὐτὴ εἶνε τόσο κανονική, ποὺ κι ὁ μεγαλύτερος μαθηματικὸς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ὑπολογίσῃ. Γίνεται δηλαδὴ τόση ἐξάτμισι ὅση χρειάζεται ν᾽ ἀναπληρωθοῦν τὰ νερὰ τῆς ξηρᾶς. Ἐὰν ἡ ἐξάτμισι ἦταν μεγαλύτερη, θὰ εἴχαμε πολλὲς βροχές, τὰ ποτάμια θὰ φούσκωναν, οἱ πηγὲς θὰ γέμιζαν, ἡ στάθμη τῶν ὑδάτων μέσα στὴ γῆ θὰ ἔφτανε πολὺ ψηλά. Ἂν πάλι ἡ ἐξάτμισι ἦταν μικρότερη, δὲν θὰ ὑπῆρχαν σύννεφα καὶ βροχές, ἡ γῆ θὰ ἐξηραίνετο, ἐνῷ ἡ θάλασσα θὰ ὑψωνόταν καὶ ὅλος ὁ πλανήτης θὰ ἐκαλύπτετο ἀπὸ νερά. Παγκόσμιος πλημμύρα· δὲν θὰ ἔμενε ψυχὴ ζῶσα. Ἡ σοφία Θεοῦ τὰ ῥύθμισε ὅλα μὲ μέτρο. Γι᾽ αὐτὸ οἱ πρόγονοί μας ―ποὺ πίστευαν στὸ Θεό― εἶπαν· «Ὁ θεὸς ἀεὶ γεωμετρεῖ». Ἔτσι σχηματίζονται καὶ τὰ σύννεφα καὶ πέφτει ἡ βροχή.
Ἡ βροχὴ δίνει ζωή. Ζωογονεῖ τὰ σπέρματα, κάνει ν᾽ ἀνθίζουν καὶ νὰ πρασινίζουν οἱ κάμποι, νὰ γεμίζῃ ἡ γῆ ἀπὸ καρπούς. Εὐλογημένη ἡ βροχή. Ἂν δὲ βρέξῃ ὁ Θεός, παρ᾽ ὅλη τὴν ἐπιστήμη (τοὺς γεωπόνους, τὴν τεχνολογία, τὰ γεωργικὰ μηχανήματα), βλάστησι δὲν ὑπάρχει. Δὲ βλέπετε τί γίνεται σὲ χῶρες ποὺ μαστίζονται ἀπὸ ἀνομβρία; Ἂν φιλοσοφήσουμε, κάθε σταγόνα βροχῆς εἶνε λίρα καὶ πάνω ἀπὸ λίρα.
Μιὰ προφητεία λέει, ὅτι θὰ ᾽ρθῇ μέρα ποὺ τὰ νερὰ θὰ μολυνθοῦν καὶ δὲ θὰ τολμᾷ κανεὶς νὰ πιῇ γιατὶ θὰ φαρμακώνεται (βλ. Ἀπ. 8,10-11). Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε στὶς μέρες μας (ὅπως εἴδαμε στὸ ἀτύχημα τοῦ Τσερνόμπιλ). Τώρα, γιὰ νὰ βρῇς νερὸ καθαρό, πληρώνεις! Αὐτὰ εἶνε τ᾽ ἀποτελέσματα τῆς ἄνευ Θεοῦ τεχνολογίας. Βγάλαμε δυστυχῶς τὸ Θεὸ ἀπ᾽ τὴ ζωή μας.
Ὑπῆρχε παλαιότερα μία ὡραία συνήθεια· οἱ ἄνθρωποι, προτοῦ νὰ πιοῦν ἕνα ποτήρι νερό, ἔκαναν τὸ σταυρό τους καὶ ἔλεγαν «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Εἴδατε τώρα κανένα νὰ τὸ κάνῃ; Τὰ θεωροῦμε ὅλα φυσικά. Πίνουμε τὸ δροσερὸ νερό, τρῶμε ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ ὄχι «Δόξα τῷ Θεῷ» δὲ λέμε, ἀλλὰ τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Θεὸ βλαστημᾶμε! Τὰ πουλάκια πίνουν νερὸ καὶ ὑψώνουν τὸ κεφάλι σὰ νὰ λένε, Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε. Ὁ ἀστροναύτης ποὺ πάτησε πρῶτος στὴ σελήνη εἶπε διψασμένος· Πότε νὰ κατεβῶ στὴ γῆ, ν᾽ ἀνοίξω τὴν κάνουλα τοῦ σπιτιοῦ μου νὰ πιῶ νερό!… Θὰ μᾶς στερήσῃ τ᾽ ἀγαθά του ὁ Θεός, γιατὶ εἴμαστε ἀχάριστοι, χειρότεροι κι ἀπ᾽ τὸ σκύλο, ποὺ τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ σ᾽ εὐχαριστήσῃ κουνάει τὴν οὐρά του σὰν νὰ σοῦ λέῃ· Σ᾽ εὐχαριστῶ, ἀφεντικό.
Πῶς σχηματίζονται οἱ δεξαμενὲς τοῦ νεροῦ στὴν ξηρά; «Ὅλα ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν» ὁ Κύριος (Ψαλμ. 103,24). Τὸ νερὸ μαζεύεται ἐκεῖ μὲ τὴν ἐξάτμισι τῶν θαλασσῶν, λιμνῶν καὶ ποταμῶν. Καὶ ἡ ἐξάτμισι αὐτὴ εἶνε τόσο κανονική, ποὺ κι ὁ μεγαλύτερος μαθηματικὸς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ὑπολογίσῃ. Γίνεται δηλαδὴ τόση ἐξάτμισι ὅση χρειάζεται ν᾽ ἀναπληρωθοῦν τὰ νερὰ τῆς ξηρᾶς. Ἐὰν ἡ ἐξάτμισι ἦταν μεγαλύτερη, θὰ εἴχαμε πολλὲς βροχές, τὰ ποτάμια θὰ φούσκωναν, οἱ πηγὲς θὰ γέμιζαν, ἡ στάθμη τῶν ὑδάτων μέσα στὴ γῆ θὰ ἔφτανε πολὺ ψηλά. Ἂν πάλι ἡ ἐξάτμισι ἦταν μικρότερη, δὲν θὰ ὑπῆρχαν σύννεφα καὶ βροχές, ἡ γῆ θὰ ἐξηραίνετο, ἐνῷ ἡ θάλασσα θὰ ὑψωνόταν καὶ ὅλος ὁ πλανήτης θὰ ἐκαλύπτετο ἀπὸ νερά. Παγκόσμιος πλημμύρα· δὲν θὰ ἔμενε ψυχὴ ζῶσα. Ἡ σοφία Θεοῦ τὰ ῥύθμισε ὅλα μὲ μέτρο. Γι᾽ αὐτὸ οἱ πρόγονοί μας ―ποὺ πίστευαν στὸ Θεό― εἶπαν· «Ὁ θεὸς ἀεὶ γεωμετρεῖ». Ἔτσι σχηματίζονται καὶ τὰ σύννεφα καὶ πέφτει ἡ βροχή.
Ἡ βροχὴ δίνει ζωή. Ζωογονεῖ τὰ σπέρματα, κάνει ν᾽ ἀνθίζουν καὶ νὰ πρασινίζουν οἱ κάμποι, νὰ γεμίζῃ ἡ γῆ ἀπὸ καρπούς. Εὐλογημένη ἡ βροχή. Ἂν δὲ βρέξῃ ὁ Θεός, παρ᾽ ὅλη τὴν ἐπιστήμη (τοὺς γεωπόνους, τὴν τεχνολογία, τὰ γεωργικὰ μηχανήματα), βλάστησι δὲν ὑπάρχει. Δὲ βλέπετε τί γίνεται σὲ χῶρες ποὺ μαστίζονται ἀπὸ ἀνομβρία; Ἂν φιλοσοφήσουμε, κάθε σταγόνα βροχῆς εἶνε λίρα καὶ πάνω ἀπὸ λίρα.
Μιὰ προφητεία λέει, ὅτι θὰ ᾽ρθῇ μέρα ποὺ τὰ νερὰ θὰ μολυνθοῦν καὶ δὲ θὰ τολμᾷ κανεὶς νὰ πιῇ γιατὶ θὰ φαρμακώνεται (βλ. Ἀπ. 8,10-11). Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε στὶς μέρες μας (ὅπως εἴδαμε στὸ ἀτύχημα τοῦ Τσερνόμπιλ). Τώρα, γιὰ νὰ βρῇς νερὸ καθαρό, πληρώνεις! Αὐτὰ εἶνε τ᾽ ἀποτελέσματα τῆς ἄνευ Θεοῦ τεχνολογίας. Βγάλαμε δυστυχῶς τὸ Θεὸ ἀπ᾽ τὴ ζωή μας.
Ὑπῆρχε παλαιότερα μία ὡραία συνήθεια· οἱ ἄνθρωποι, προτοῦ νὰ πιοῦν ἕνα ποτήρι νερό, ἔκαναν τὸ σταυρό τους καὶ ἔλεγαν «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Εἴδατε τώρα κανένα νὰ τὸ κάνῃ; Τὰ θεωροῦμε ὅλα φυσικά. Πίνουμε τὸ δροσερὸ νερό, τρῶμε ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ ὄχι «Δόξα τῷ Θεῷ» δὲ λέμε, ἀλλὰ τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Θεὸ βλαστημᾶμε! Τὰ πουλάκια πίνουν νερὸ καὶ ὑψώνουν τὸ κεφάλι σὰ νὰ λένε, Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε. Ὁ ἀστροναύτης ποὺ πάτησε πρῶτος στὴ σελήνη εἶπε διψασμένος· Πότε νὰ κατεβῶ στὴ γῆ, ν᾽ ἀνοίξω τὴν κάνουλα τοῦ σπιτιοῦ μου νὰ πιῶ νερό!… Θὰ μᾶς στερήσῃ τ᾽ ἀγαθά του ὁ Θεός, γιατὶ εἴμαστε ἀχάριστοι, χειρότεροι κι ἀπ᾽ τὸ σκύλο, ποὺ τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ σ᾽ εὐχαριστήσῃ κουνάει τὴν οὐρά του σὰν νὰ σοῦ λέῃ· Σ᾽ εὐχαριστῶ, ἀφεντικό.
Β΄. ΤΟ ΑΓΙΑΣΜΕΝΟ ΝΕΡΟ. Τὸ ἕνα νερὸ λοιπὸν εἶνε τὸ φυσικό, ἡ δωρεὰ
τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἄλλο ποιό εἶνε; Εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ τὸ φυσικό. Εἶνε τὸ
ἁγιασμένο νερό, ὁ ἁγιασμὸς τῶν Θεοφανείων. Δὲν εἶνε μῦθος, εἶνε
ἀλήθεια· τὸ νερὸ ἐκεῖνο, ποὺ ἁγιάζει ὁ ἱερεὺς τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων, οἱ
πιστοὶ Χριστιανοὶ τὸ κρατοῦσαν ἐπὶ δεκαετίες, καὶ δὲ σάπιζε – δὲ
χαλοῦσε.
Ἀλλ᾽ ὑπάρχει κ᾽ ἕνα ἄλλο ἁγιασμένο νερό. Εἶνε τὸ νερὸ τῆς ἱερᾶς κολυμβήθρας, ὅπου βαπτισθήκαμε ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (βάπτ.). Τὸ βάπτισμα ὅμως προϋποθέτει πίστι. Τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος δὲν εἶνε κοινὸ νερό. Εἶνε ἀνώτερο ἀπ᾽ τὸν Ἰορδάνη. Μέσα στὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται. Γι᾽ αὐτὸ εἶπα ὅτι χρειάζεται συνειδητὴ πίστι. Καὶ παρ᾽ ὅλο ὅτι ὁ νηπιοβαπτισμὸς εἶνε σήμερα ἀναμφιβόλως ἔγκυρος θεσμὸς τῆς ἐκκλησίας, ἀπὸ πλευρᾶς συνειδητῆς συμμετοχῆς θὰ συνέφερε νὰ μὴ βαπτίζωνται τὰ παιδιὰ μικρά, ἀλλὰ νὰ μεγαλώνουν, νὰ γίνωνται λ.χ. 18 χρονῶν, καὶ τότε νὰ ἀποδέχωνται τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ βαπτίζωνται· διαφορετικά, ἂς διαλέγουν ὅποια θρησκεία θέλουν. Ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα, μέσα στοὺς ἑκατό, νὰ ξέρω ὅτι πιστεύει ἕνας, ἀλλ᾽ ὁ ἕνας αὐτὸς νὰ πιστεύῃ πραγματικά. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ πλήθη.
Ἡ σημερινὴ κατάστασι στοὺς ναοὺς εἶνε ἀπαράδεκτη. Νονός, μάνα, πατέρας ἀσεβοῦν· γίναμε θεομπαῖχτες. Τὸ βάπτισμα εἶνε μέγα μυστήριο· ὁ ἄνθρωπος μπαίνει στὸ νερὸ μαῦρος σὰν τὸν κόρακα, καὶ βγαίνει λευκὸς σὰν τὸ περιστέρι. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας. «Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Σύμβ. πίστ. 10). Καὶ γι᾽ αὐτό, ὅταν ἕνα βρέφος κινδυνεύῃ νὰ πεθάνῃ ἀβάπτιστο, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιτρέπει τὸ ἀεροβάπτισμα, νὰ ὑψώσῃ δηλαδὴ κάποιος τὸ παιδὶ τρεῖς φορὲς στὸν ἀέρα καὶ νὰ πῇ «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (τάδε) εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», καὶ τὸ παιδὶ εἶνε βαπτισμένο.
Γ΄. ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ. Σᾶς ἔδειξα τὸ φυσικὸ νερό, καὶ τὸ ἁγιασμένο νερὸ τῶν Θεοφανείων καὶ τοῦ βαπτίσματος. Καὶ τώρα τὸ τρίτο νερό. Ἀλλὰ ἐδῶ δυσκολεύομαι. Μὲ τί γλῶσσα, μὲ τί παραδείγματα, μὲ τί εἰκόνες νὰ μιλήσω;
Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος μᾶς λέει, Στὸ Βόρειο Πόλο ἢ στὸ Νότιο ἢ στὸν Ἰσημερινὸ ἢ σὲ κάποια νῆσο τῶν Ἀντιλλῶν βρέθηκε μιὰ πηγὴ – βρύση θαυματουργὸς καὶ ὅποιος πιῆ ἀπὸ αὐτὴν βλέπει θαύματα (ὁ τυφλὸς βρίσκει τὸ φῶς του, ὁ κουτσὸς περπατᾷ κ.τ.λ.), τότε πλήθη θὰ ἔτρεχαν ἐκεῖ νὰ πιοῦν. Καταλαβαίνετε ποιό νερὸ εἶνε τὸ ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα; Εἶνε τὸ ἀθάνατο νερό, αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα.
Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε μιὰ γυναίκα ἁμαρτωλή, ἕνα κουρέλι τοῦ δρόμου, μία πόρνη, τὴ Σαμαρείτιδα, ποὺ συνάντησε ὁ Χριστὸς στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Στὸν ὑπέροχο διάλογο μαζί της ὁ Κύριος τῆς μίλησε γιὰ ἕνα νερό, ποὺ ὅποιος πίνει ἀπ᾽ αὐτὸ δὲν διψᾷ πλέον. Δός μου, Κύριε, τὸ νερὸ αὐτό, λέει ἡ γυναίκα. Καὶ ἐν συνεχείᾳ, ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι περιμένουν τὸ Μεσσία ποὺ θ᾽ ἀπαντήσῃ σὲ κάθε ἀνάγκη μας, ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας, ἐγὼ ἔχω τὸ νερὸ ποὺ ξεδιψᾷ τὶς ψυχές. Ἔτσι πίστεψε ἐκείνη, ἔγινε ἀπόστολος, ὠνομάστηκε Φωτεινὴ καὶ μαρτύρησε γιὰ τὸ Χριστό.
Ἀλλ᾽ ὑπάρχει κ᾽ ἕνα ἄλλο ἁγιασμένο νερό. Εἶνε τὸ νερὸ τῆς ἱερᾶς κολυμβήθρας, ὅπου βαπτισθήκαμε ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (βάπτ.). Τὸ βάπτισμα ὅμως προϋποθέτει πίστι. Τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος δὲν εἶνε κοινὸ νερό. Εἶνε ἀνώτερο ἀπ᾽ τὸν Ἰορδάνη. Μέσα στὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται. Γι᾽ αὐτὸ εἶπα ὅτι χρειάζεται συνειδητὴ πίστι. Καὶ παρ᾽ ὅλο ὅτι ὁ νηπιοβαπτισμὸς εἶνε σήμερα ἀναμφιβόλως ἔγκυρος θεσμὸς τῆς ἐκκλησίας, ἀπὸ πλευρᾶς συνειδητῆς συμμετοχῆς θὰ συνέφερε νὰ μὴ βαπτίζωνται τὰ παιδιὰ μικρά, ἀλλὰ νὰ μεγαλώνουν, νὰ γίνωνται λ.χ. 18 χρονῶν, καὶ τότε νὰ ἀποδέχωνται τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ βαπτίζωνται· διαφορετικά, ἂς διαλέγουν ὅποια θρησκεία θέλουν. Ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα, μέσα στοὺς ἑκατό, νὰ ξέρω ὅτι πιστεύει ἕνας, ἀλλ᾽ ὁ ἕνας αὐτὸς νὰ πιστεύῃ πραγματικά. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ πλήθη.
Ἡ σημερινὴ κατάστασι στοὺς ναοὺς εἶνε ἀπαράδεκτη. Νονός, μάνα, πατέρας ἀσεβοῦν· γίναμε θεομπαῖχτες. Τὸ βάπτισμα εἶνε μέγα μυστήριο· ὁ ἄνθρωπος μπαίνει στὸ νερὸ μαῦρος σὰν τὸν κόρακα, καὶ βγαίνει λευκὸς σὰν τὸ περιστέρι. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας. «Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Σύμβ. πίστ. 10). Καὶ γι᾽ αὐτό, ὅταν ἕνα βρέφος κινδυνεύῃ νὰ πεθάνῃ ἀβάπτιστο, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιτρέπει τὸ ἀεροβάπτισμα, νὰ ὑψώσῃ δηλαδὴ κάποιος τὸ παιδὶ τρεῖς φορὲς στὸν ἀέρα καὶ νὰ πῇ «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (τάδε) εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», καὶ τὸ παιδὶ εἶνε βαπτισμένο.
Γ΄. ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ. Σᾶς ἔδειξα τὸ φυσικὸ νερό, καὶ τὸ ἁγιασμένο νερὸ τῶν Θεοφανείων καὶ τοῦ βαπτίσματος. Καὶ τώρα τὸ τρίτο νερό. Ἀλλὰ ἐδῶ δυσκολεύομαι. Μὲ τί γλῶσσα, μὲ τί παραδείγματα, μὲ τί εἰκόνες νὰ μιλήσω;
Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος μᾶς λέει, Στὸ Βόρειο Πόλο ἢ στὸ Νότιο ἢ στὸν Ἰσημερινὸ ἢ σὲ κάποια νῆσο τῶν Ἀντιλλῶν βρέθηκε μιὰ πηγὴ – βρύση θαυματουργὸς καὶ ὅποιος πιῆ ἀπὸ αὐτὴν βλέπει θαύματα (ὁ τυφλὸς βρίσκει τὸ φῶς του, ὁ κουτσὸς περπατᾷ κ.τ.λ.), τότε πλήθη θὰ ἔτρεχαν ἐκεῖ νὰ πιοῦν. Καταλαβαίνετε ποιό νερὸ εἶνε τὸ ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα; Εἶνε τὸ ἀθάνατο νερό, αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα.
Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε μιὰ γυναίκα ἁμαρτωλή, ἕνα κουρέλι τοῦ δρόμου, μία πόρνη, τὴ Σαμαρείτιδα, ποὺ συνάντησε ὁ Χριστὸς στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Στὸν ὑπέροχο διάλογο μαζί της ὁ Κύριος τῆς μίλησε γιὰ ἕνα νερό, ποὺ ὅποιος πίνει ἀπ᾽ αὐτὸ δὲν διψᾷ πλέον. Δός μου, Κύριε, τὸ νερὸ αὐτό, λέει ἡ γυναίκα. Καὶ ἐν συνεχείᾳ, ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι περιμένουν τὸ Μεσσία ποὺ θ᾽ ἀπαντήσῃ σὲ κάθε ἀνάγκη μας, ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας, ἐγὼ ἔχω τὸ νερὸ ποὺ ξεδιψᾷ τὶς ψυχές. Ἔτσι πίστεψε ἐκείνη, ἔγινε ἀπόστολος, ὠνομάστηκε Φωτεινὴ καὶ μαρτύρησε γιὰ τὸ Χριστό.
* * *
Τὸ συμπέρασμα, ἀγαπητοί μου. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ἀθάνατο νερό, ὁ
Χριστὸς εἶνε ἡ Ζωοδόχος Πηγή. Δικά του εἶνε οἱ πηγές, τὰ ποτάμια, οἱ
θάλασσες, οἱ ὠκεανοί· δική του ἡ ἱερὰ κολυμβήθρα καὶ τὰ ἁγιασμένα νερά. Ὁ
Χριστὸς εἶνε ὁ ἴδιος ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Βρύση τὰ ἀθάνατα λόγια του καὶ τὸ
μυστήριο τῆς θείας κοινωνίας. Ἕνας δικός μας ποιητής, ὁ Ἀχιλλεὺς
Παράσχος, ἔγραψε·
«Χριστέ, σὲ τοῦτα τ᾽ ἄπιστα καταραμένα χρόνια,
ποὺ δὲν πιστεύουν τίποτα οὔτε ἀγαποῦν κανένα,
ἐγὼ πιστεύω κι ἀγαπῶ ὁλόψυχα ἐσένα.
Πιστεύω σὰν τὴ μάνα μου, πιστεύω σὰν παιδάκι.
Πίνω τὸ ἀθάνατο νερὸ κι ἀφήνω τὸ φαρμάκι».
Ἀδελφοί μου, δοκιμάστε. Σᾶς μιλῶ μὲ πίστι, ποὺ ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια μου γίνεται ἀκράδαντη. Δὲν ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα ἄλλη ἀλήθεια μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτή. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ Ζωοδόχος Πηγή. Κι ὅπως δὲν περνάει μέρα ποὺ νὰ μὴν πιῆτε ἕνα ποτήρι νερό, ἔτσι ―σᾶς βάζω κανόνα― νὰ μὴν περνάῃ μέρα χωρὶς ν᾽ ἀνοίξετε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἔχει τὸ ἀθάνατο νερό. Καὶ πίνετε, πίνετε, πίνετε! Ἐκεῖ θὰ βρῆτε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος«Χριστέ, σὲ τοῦτα τ᾽ ἄπιστα καταραμένα χρόνια,
ποὺ δὲν πιστεύουν τίποτα οὔτε ἀγαποῦν κανένα,
ἐγὼ πιστεύω κι ἀγαπῶ ὁλόψυχα ἐσένα.
Πιστεύω σὰν τὴ μάνα μου, πιστεύω σὰν παιδάκι.
Πίνω τὸ ἀθάνατο νερὸ κι ἀφήνω τὸ φαρμάκι».
Ἀδελφοί μου, δοκιμάστε. Σᾶς μιλῶ μὲ πίστι, ποὺ ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια μου γίνεται ἀκράδαντη. Δὲν ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα ἄλλη ἀλήθεια μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτή. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ Ζωοδόχος Πηγή. Κι ὅπως δὲν περνάει μέρα ποὺ νὰ μὴν πιῆτε ἕνα ποτήρι νερό, ἔτσι ―σᾶς βάζω κανόνα― νὰ μὴν περνάῃ μέρα χωρὶς ν᾽ ἀνοίξετε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἔχει τὸ ἀθάνατο νερό. Καὶ πίνετε, πίνετε, πίνετε! Ἐκεῖ θὰ βρῆτε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.