Τά πάθη κινοῦνται μέσα μας, γιατί εἶναι φωλιασμένα ἐντός μας, τά ᾽χουμε καλωσορίσει ἀπό καιρό, τά συζητοῦμε, τά περιποιούμαστε, τ’ ἀγαποῦμε μᾶλλον, τά δικαιολογοῦμε, τά θεωροῦμε μικρότερα τῶν γύρω συνανθρώπων μας, κι ἔτσι καθυστεροῦμε συστηματικά τήν ἀποβολή τους.
Πρέπει νά εἴμεθα τίμιοι καί εἰλικρινεῖς. Δέν εἶναι ἔτσι; Τά πάθη εἶναι ὁπωσδήποτε σημαντικές, ἐσωτερικές κινητήριες δυνάμεις.
Θά πρέπει ἀπό τήν ἀρχή ἀνεπιφύλακτα νά ποῦμε πώς ἡ καλλιέργεια τῶν παθῶν στήν ψυχή μας σημαίνει μιά μορφή ἄρνησης τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ἀφοῦ τά πάθη, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἀντίθετα καί δαιμονοκίνητα.
Ἡ παθοκαλλιέργεια ἐπίσης σημαίνει ἐπικίνδυνη αὐταρέσκεια, ἐνοχλητικό ναρκισσισμό, αὐτοθέωση καί αὐτοθεοποίηση, πού ἀπονευρώνουν τίς ψυχικές δυνάμεις, πού δέν ζωοποιοῦν, ἀλλά φθείρουν καί νεκρώνουν.
Στήν κατάσταση αὐτή, ὁ ἄνθρωπος αὐτοκαθρεφτίζεται, αὐτοθαυμάζεται, αὐτοκολακεύεται καί τελικά αὐταπᾶται.
Δικαιολογεῖ καί φθάνει νά ὑποστηρίζει τήν ἁμαρτία του. Ἀπομονώνεται ἔτσι καί βιώνει μιά μεγάλη μοναξιά καί ἡ ζωή του καταντᾶ ἀνέραστη καί ἀνυπόφορη.
Καταλήγει νά προσκυνᾶ τό αὐτοείδωλό του, νά εὐχαριστεῖται στήν ὀσμή τῆς ἁμαρτίας του καί ἡ κατάσταση αὐτή τῆς ἀμετανοησίας του νά τοῦ εἶναι ἀκόμη, κατά βάθος, καί εὐχάριστη.
Ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ νά τοῦ εἶναι μᾶλλον συμφέρουσα.
Νομίζει ὅτι κινεῖται ἐλεύθερα καί ἀνεξέλεγκτα, δίχως νά τόν παρατηρεῖ κανείς.
Εἶναι πρώτιστη ἀνάγκη νά γεννηθεῖ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου οὐσιαστική ἐπιθυμία ἀπορρίψεως τοῦ πάθους.
Ν’ ἀγωνισθεῖ, κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ὑπομονετικά, ἐπίμονα, ἐπισταμένα, ἐπιμελημένα, εἰλικρινά καί ταπεινά γιά τήν παθοκτονία.
Νά ἡσυχάσει ὁ ἄνθρωπος, νά συμμαζέψει τό νοῦ του, νά συνάξει τίς δυνάμεις του, νά γνωρίσει τίς δυνατότητές του, νά μελετήσει, νά προσευχηθεῖ, νά κλάψει, νά ταπεινωθεῖ, νά ᾽χει μυστηριακή ζωή.
Στόν ὡραῖο καί ἱερό αὐτό ἀγώνα του γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἀγωνοθέτης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τόν ὁποῖο καλούμεθα ν’ ἀκολουθήσουμε πιστά, ἀγαπητικά, ἐλεύθερα, πρόσχαρα, φιλότιμα καί θυσιαστικά.
Τά φῶτα νά στραφοῦν μέσα μας. Νά δοῦμε κατάματα τόν ἑαυτό μας ὅλοι, δίχως περιστροφές καί μακρούς προλόγους.
Τά μέσα ἐνημερώσεως στρέφουν συνεχῶς δυνατά φῶτα πρός τούς ἄλλους. Ἀγαποῦν τήν εὔκολη κριτική καί ὄχι τήν αὐστηρή αὐτοκριτική.
Συγκρινόμαστε συνήθως μέ τούς χειρότερους. Οἱ ἀνήθικοι μιλοῦν περί ἠθικῆς, οἱ ἀλιβάνιστοι γιά τήν κάθαρση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἠθικιστές ρήτορες φωνασκοῦν ἐνοχλητικά ἀπό τά καθημερινά τηλεοπτικά παράθυρα περί διαφθορᾶς γιά νά ἐκτονωθοῦν καί νά δεχθοῦν συγχαρητήρια, γιά τό πόσο ὡραῖα τά εἶπαν.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἐχθρούς. Τήν Ἐκκλησία ὅμως πολλοί τήν ἐχθρεύονται.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός δίδαξε τήν ἀνεκτικότητα. Θά πρέπει νά ξαναδιαβαστεῖ καλά τό εὐαγγέλιο.
Πλανᾶται ὅμως ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὅταν νομίζει ὅτι ἀλλάζοντας κατοικία, ὄχημα, ἐργασία, σύζυγο καί πόλη, θά ἀλλάξει οὐσιαστικά καί ἡ ζωή του. Κοροϊδεύει ἡ διαφήμιση τόν καταναλωτή, ὅταν τοῦ ὑπόσχεται μιά καλύτερη ζωή μέ μιά ἀκριβότερη μηχανή.
Οἱ πειρασμοί μᾶς προσγειώνουν, μᾶς ταπεινώνουν καί μᾶς θερμαίνουν τήν προσευχή. Τούς παραχωρεῖ καί τούς ἐπιτρέπει παιδαγωγικά ὁ οὐράνιος πατέρας μας πρός τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἄς τό ἀφήσουμε νά μᾶς καθοδηγεῖ, φωτίζει, ἐμπνέει, ἐνισχύει καί παραμυθεῖ. Μήν τό παρεμποδίζουμε. Μήν τό λησμονοῦμε. Μήν τό λυποῦμε.
Ἔχουμε μεγάλη τήν ἀνάγκη τῆς ἀποκτήσεώς Του, τῆς παρουσίας Του, τῆς παρακλήσεώς Του, στούς τόσο ἀπαράκλητους καιρούς μας.