Του Αρχιμανδρίτου Εφραίμ Παναούση
Η εργασία, έλεγε ο γέρο-Ησαίας, είναι για το μοναχό θεραπεία ψυχής. Κι ο γέρο-Κλήμης συμπλήρωνε: «Όταν δεν έχει ο άνθρωπος δουλειά,του βρίσκει ο διάβολος».
Οι νέοι μοναχοί δεν έχαναν ευκαιρία κι έψαχναν που θα βρουν τα άγια γερόντια να τα ρωτήσουν για των παλιών τα παλαίσματα και τους άθλους.
Όταν η συζήτηση κρατούσε ώρα και πήγαινε σε αργολογία ο γέρο-Κάλλιστος έβαζε τέλος μ’ ένα λόγο του Οσίου Εφραίμ. «Ο καλός λόγος είναι ασήμι, μα η σιωπή χρυσάφι». κι κουβέντα τελείωνε. Οι πατέρες βάζανε μετάνοια και τραβούσανε για τα κελιά τους.
– Γέροντα, ρώτησε τον Ηγούμενο ο νεώτερος δόκιμος του Κοινοβίου, κάτι ήθελε.
– Να ‘ναι ευλογημένο, είπε εκείνος και τον τράβηξε παράμερα, κάθισε ο Γέροντας στην πεζούλα κι ο Παναγής δίπλα.
Πόσα δεν είχε ακούσει τούτη η γωνιά που αγκάλιαζε με σέβας ένα κτιτορικό κυπαρίσσι. Πόσους λογισμούς, πόσες θάλασσες ψυχής ειρήνεψε ο Θεός.
– Λοιπόν;
– Δεν μπορώ Γέροντα. Δεν έχω πίστη. Όχι σαν εκείνη που μνημονεύει η Γραφή που κινάει βουνά. Ούτε λίγη δεν έχω.
Και χωρίς πίστη, είπε σήμερα στην τράπεζα η αγιοσύνη σου, στράφι πάνε οι κόποι μας. Είναι ώρες που μια θάλασσα με πνίγει και βλέπω σα θεριό τον πειρασμό να θέλει να με φάει.
– Κάτι έχεις και το έχασες και τώρα πρέπει να το βρεις, έκανε ο Γέροντας.
Σάμπως να μην κατάλαβε ο Παναγής και πήγε να ρωτήσει δειλά. Μα ο Γέροντας του έκοψε τον λόγο.
– Άμα ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή, δώρο έχει απ’ το Θεό, την καθαρή καρδιά και την πίστη, άμα μεγαλώσει πρέπει να δουλέψει για να τα’ αποκτήσει.
Όπως τα μικρά παιδιά που ο πατέρας τους τα τρέφει και τα ντύνει, μα όταν μεγαλώσουν πρέπει μονάχα τους να δουλέψουν. Τώρα το λοιπόν πρέπει να κοπιάσεις για να γίνεις παιδί.
– Και μπορεί κάποιος να μετράει τόσα χρόνια και να ‘ναι στην καρδιά παιδί;
– Σου μίλησα ποτέ για τον γέρο-Δαμασκηνό; είπε ο Γέροντας.
– Θαρρώ πως όχι.
– Άκου, λοιπόν. Σ’ ένα κελί του όρους κλεισμένο απ’ τα βράχια ζούσανε κάποτε πατέρες με πίστη κι αγάπη στο Θεό. Κάθε φορά που ‘ρχόταν η μέρα της εορτής του Αγίου, τυπικό το είχαν οι πατέρες να κάνουνε κατά τα έθιμα του Όρους και των Πατέρων, πανηγύρι.
Φώναζαν λοιπόν από τη μεγάλη Σκήτη το γέρο-Δαμασκηνό, μοναχό κατά πως λέγαν οι Πατέρες καλόν και ενάρετον, να μαγειρέψει για την τράπεζα της πανηγύρεως. Κι εκείνος με αγάπη ήρθε στο κάλεσμα. Πήρανε και μερικές οκάδες ψάρι και είπανε στο γέρο-Δαμασκηνό να κάμει κουμάντο.
Καλός ο καιρός, μπουνάτσα η θάλασσα κι ήρθανε να τιμήσουνε τον Άγιο πολλοί πατέρες. Ο Γέροντας του κελλιού έβλεπε τους μαύρους σκούφους να πυκνώνουν στο κελί, από τη μια χαιρόταν κι απ’ την άλλη είχε φόβο. Το ψάρι λιγοστό, πολλοί οι πατέρες. Τα σκεφτότανε από εδώ τα έφερνε από εκεί, πάλι δεν του έβγαινε.
– Γέρο Δαμασκηνέ, δεν θα φτάσει το ψάρι, του ‘λεγε ο Γέροντας.
Ο γερό-Δαμασκηνός δακρυσμένος σηκώθηκε και είπε:
– Πατέρες, ελάτε να σας πω για το μέγα θαύμα της πίστεως. Ναι, Γέροντα, όπως έλεγες, το ψάρι δεν θα έφτανε κι οι πατέρες θα έμεναν νηστικοί.
Πήγα λοιπόν κάτω στο σπήλαιο του Αγίου, κάθισα μπροστά στην εικόνα του και του είπα: «Άγιε μου,για την χάρη σου ήρθαν οι πατέρες, μη τους αφήσεις νηστικούς».
Ύστερα πήρα λαδάκι απ’ το καντήλι του και το έριξα σταυροειδώς στο νταβά. Ύστερα άρχισα ν’ αδειάζω τον νταβά κι ελάτε να δείτε πόσα ακόμα ψάρι έχει περισσέψει.
– Κατάλαβες; είπε ο Γέροντας στον Παναγή. Σα μικρό παιδί ν’ αφήνεσαι στο πέλαγος του Θεού. Ο γέρο-Παϊσιος έλεγε: τον υποχρεώνεις όταν του εμπιστεύεσαι τη ζωή σου.