«Ἡ βασκανία εἶναι ἕνας ζῆλος μέ κακία καί φθόνο. Πρέπει ὁ ζῆλος μας νά εἶναι καλός χωρίς κακία. Αὐτό μποροῦμε νά τό καταλαβαίνουμε, ὅταν δοῦμε κάποιον πού ζηλεύουμε, (θαυμάζουμε), καί ἔχη πάθει κακό. Ἄν χαροῦμε, τότε ὁ ζῆλος μας ἔχει κακία».
λ’
«Ἡ εὐλογία καί ἡ εὐχή πιάνουν, ὅταν εἶναι ἀπό τήν καρδιά. Γι᾿ αὐτό ὁ Ἰσαάκ εἶπε στόν Ἠσαῦ νά τοῦ φέρη νά φάη νά εὐφρανθῆ ἡ καρδιά του, γιά νά τόν εὐλογήση».
λα’
«Πρέπει ὁ λογισμός ἑνός φιλοτίμου νά κλίνη περισσότερο στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν θυσία Του, ἐνῶ ἑνός σκληροῦ στήν κρίση, στήν ἀνταπόδοση· ἀναλόγως δηλαδή».
λβ’
«Πρέπει νά ἀγωνισθοῦμε νά ξερριζώσουμε τά μεγάλα πάθη, διότι ξερριζώνοντας ἕνα μεγάλο πάθος, ξερριζώνονται καί πολλά ἄλλα μικρά».
λγ’
«Ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη, νά, αὐτό εἶναι τό πᾶν».
λδ’
«Ὁ διάβολος ἔπεσε ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του. Πά, πά, φοβερό πρᾶγμα! Ὁ πρῶτος Ἄγγελος, καί ἔγινε ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Δέν πρέπει νά αἰσθάνεται κανείς μῖσος, ἀλλά συμπάθεια, οἶκτο γιά τό κατάντημά του».
λε’
«Ἦρθε μία φορά στό Καλύβι τοῦ παπα–Τύχωνα ἕνας διᾶκος πολύ παχύς καί τοῦ εἶπα νά κάνη συνέχεια ἐνάτες. Μετά ἀπό κάμποσο καιρό τόν συνάντησα στήν Δάφνη καί δέν τόν γνώρισα, διότι εἶχε ἀδυνατίσει. Ὅταν κανείς δέν τρώη πολύ, ἀλλά τρώη συχνά, τότε ὁ ὀργανισμός του παίρνει ἀπ᾿ αὐτά πού τρώει. Ὅταν ὅμως κάνη ἐνάτη, τότε παίρνει βιταμίνες ἀπό τό ψυγεῖο (ἀπό τίς ἀποθηκευμένες στόν ὀργανισμό του). Ἡ καλοφαγία καί ἡ καθιστική ζωή κάνει τά μικρά παιδιά παχειά καί μερικά καταντοῦν τά καημένα παράλυτα».