Δημητρίου Ντούντκο
~ Βρισκόμαστε στη Μόσχα, στη δεκαετία του 1980.
Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την
πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να
κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας…
Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.
Καί να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
– Φύγε από εδώ! Ποιος σε εκάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε…
– Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με εκάλεσε η γριά..!
– Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμμιά γριά..!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον εκάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
– Να αυτή!
– Ποια αυτή, Ξέρεις, τί λες, παπά;
– Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει…
Καί αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί.
και μετά, εκοινώνησε…
και μετά, εκοινώνησε…
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας…