“Καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ“ (Τίτ. 3,8)
“Θέλω νὰ τὰ βεβαιώνεις μὲ τὴν προσωπική σου μαρτυρία, ὥστε ὅσοι ἔχουν πιστέψει στὸν Θεὸ νὰ φροντίζουν νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα”
Είναι γνωστή η προτροπή να υπάρχει συνέπεια μεταξύ λόγων και έργων. Αν μια τέτοια εκζήτηση αποτελεί σημαντικό στοιχείο αξιοπιστίας στις ανθρώπινες σχέσεις, στην οικογένεια (ιδίως στον τρόπο που φανερώνονται οι γονείς απέναντι στα παιδιά), στην παιδεία, στην πολιτική, είναι αυτονόητη η σημασία της στην πνευματική ζωή. Οι άνθρωποι ελκύονται από το παράδειγμα αυτού που ζει όπως πιστεύει. Και το αντίθετο, σκανδαλίζονται αν βλέπουν ότι αυτός που μιλά δεν εφαρμόζει τα όσα ζητά από τους άλλους να τηρήσουν. Η αξιοπιστία είναι σημείο αυθεντικότητας. Και επειδή ο Θεός είναι αξιόπιστος, διότι μας έχει δώσει ό,τι έχει υποσχεθεί, τόσο στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη, η σκυτάλη περνά στους ανθρώπους που τίθενται ως επικεφαλής των κοινοτήτων οι οποίες ακολουθούν ή θέλουν να ακολουθήσουν τον Θεό.
Γιατί όμως όσοι δηλώνουν ή τίθενται επικεφαλής των κοινοτήτων δυσκολεύονται να δείξουν αυτήν την συνέπεια; Είναι το αίσθημα της εξουσίας που κάνει τον άνθρωπο να θεωρεί ότι είναι αυτάρκης και ότι οι άλλοι οφείλουν να τον ακολουθήσουν, χωρίς να εξετάζουν την όποια συνέπειά του; Είναι η αμαρτία που αγγίζει τους πάντες και τους οδηγεί στην ευκολία της διάπραξής της και στην ευκολία της δικαιολόγησής της; Είναι η επιθυμία της συνέπειας, η οποία όμως δεν γίνεται πραγματικότητα, διότι είναι δύσκολος αυτός ο δρόμος; Είναι η απουσία αυτογνωσίας και ταπείνωσης που κάνουν τον επικεφαλής να αισθάνεται ότι μπορεί, αλλά στην πράξη δεν τα καταφέρνει;
Όλα μπορεί να είναι λόγοι που οδηγούν στην ασυνέπεια. Υπάρχει όμως και το έλλειμμα της πίστης. Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στον μαθητή του Τίτο, επίσκοπο Κρήτης, του τονίζει ότι η αξιοπιστία του λόγου του πρέπει να διαβεβαιώνεται με το προσωπικό του παράδειγμα. Ο Τίτος ελέγχεται από τον Παύλο. Δίνει αναφορά. Δεν είναι αυτάρκης. Ο καθένας από εμάς, κληρικός ή λαϊκός ανήκει στην Εκκλησία. Ελέγχεται από αυτήν. Και η Εκκλησία έχει ιεραρχία. Έχει σύνοδο. Έχει επίσκοπο. Έχει πνευματικούς πατέρες. Έχει παράδοση. Όλοι αναφερόμαστε. Δεν υπάρχει κάποιος αλάθητος ή αυτόνομος. Επομένως, η συνέπεια λόγων και έργων ενισχύεται όταν υπάρχει αναφορικότητα και όχι αυτοαναφορικότητα. Οι γνώμες όλων, η στάση όλων, η συμπεριφορά όλων τίθενται στο κριτήριο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία αγαπά όλους. Εκεί που χρειάζεται θέτει τα όρια. Αλλού ανέχεται. Βλέπει τα χαρίσματα. Οριοθετεί, επαναφέρει στην τάξη, δείχνει πότε ο καθένας μας στέκεται καλώς, στέκεται μετά φόβου Θεού, προσέχει, λειτουργεί εν ειρήνη, ζει με τον τρόπο που το Ευαγγέλιο ορίζει. Η Εκκλησία, άλλωστε, ερμηνεύει το Ευαγγέλιο με αυθεντικότητα εις τους αιώνας.
Η συνέπεια λόγων και έργων δεν είναι θέμα μόνο συμπεριφοράς. Δεν είναι θέμα γράμματος, αλλά και πνεύματος. Επειδή ουδείς αναμάρτητος και ουδείς αλάθητος, αυτό που χρειάζεται να έχουμε στην ζωή μας την πνευματική είναι η επίγνωση της αλήθειας του Θεού, καθώς και η διάθεση για συγχωρητικότητα και αγάπη. Εμείς ας ξεκινούμε από τους άλλους, για να μπορούν και εκείνοι να δείχνουν αυτό το ήθος σε μας. Γι᾽ αυτό και ο απόστολος Παύλος ζητά από όλους τους πιστούς να ξεχωρίζουν στα έργα της αγάπης. Διότι εκεί φανερώνεται η αξιοπιστία. Αυτός που αγαπά και το δείχνει στην πράξη, στην πραγματικότητα ζει όπως πιστεύει, καθώς ο Θεός είναι αγάπη. Και αυτό διασώζει η Εκκλησία. Την αγάπη ως στάση και ως νόημα ζωής τόσο στο επίπεδο του λόγου όσο και στο επίπεδο των έργων. Εκεί είναι η τελική φανέρωση της αξιοπιστίας μας.
Επίγνωση, αναφορικότητα, εκκλησιαστικότητα και αγάπη: μέσα από αυτόν τον δρόμο ζούμε τον τρόπο της πίστης και αυτό είναι και το ήθος που οι Πατέρες της Εκκλησίας διέσωσαν και μας παρέδωσαν. Τον σημερινό εγωκεντρισμό που γίνεται αυτοθέωση της γνώμης και του θελήματος, ας τον αφήσουμε κατά μέρος, όχι μόνο στην πνευματική ζωή, αλλά και σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής μας. Για να μπορούμε να είμαστε αξιόπιστοι κατά πάντα!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
“Θέλω νὰ τὰ βεβαιώνεις μὲ τὴν προσωπική σου μαρτυρία, ὥστε ὅσοι ἔχουν πιστέψει στὸν Θεὸ νὰ φροντίζουν νὰ πρωτοστατοῦν σὲ καλὰ ἔργα”
Είναι γνωστή η προτροπή να υπάρχει συνέπεια μεταξύ λόγων και έργων. Αν μια τέτοια εκζήτηση αποτελεί σημαντικό στοιχείο αξιοπιστίας στις ανθρώπινες σχέσεις, στην οικογένεια (ιδίως στον τρόπο που φανερώνονται οι γονείς απέναντι στα παιδιά), στην παιδεία, στην πολιτική, είναι αυτονόητη η σημασία της στην πνευματική ζωή. Οι άνθρωποι ελκύονται από το παράδειγμα αυτού που ζει όπως πιστεύει. Και το αντίθετο, σκανδαλίζονται αν βλέπουν ότι αυτός που μιλά δεν εφαρμόζει τα όσα ζητά από τους άλλους να τηρήσουν. Η αξιοπιστία είναι σημείο αυθεντικότητας. Και επειδή ο Θεός είναι αξιόπιστος, διότι μας έχει δώσει ό,τι έχει υποσχεθεί, τόσο στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη, η σκυτάλη περνά στους ανθρώπους που τίθενται ως επικεφαλής των κοινοτήτων οι οποίες ακολουθούν ή θέλουν να ακολουθήσουν τον Θεό.
Γιατί όμως όσοι δηλώνουν ή τίθενται επικεφαλής των κοινοτήτων δυσκολεύονται να δείξουν αυτήν την συνέπεια; Είναι το αίσθημα της εξουσίας που κάνει τον άνθρωπο να θεωρεί ότι είναι αυτάρκης και ότι οι άλλοι οφείλουν να τον ακολουθήσουν, χωρίς να εξετάζουν την όποια συνέπειά του; Είναι η αμαρτία που αγγίζει τους πάντες και τους οδηγεί στην ευκολία της διάπραξής της και στην ευκολία της δικαιολόγησής της; Είναι η επιθυμία της συνέπειας, η οποία όμως δεν γίνεται πραγματικότητα, διότι είναι δύσκολος αυτός ο δρόμος; Είναι η απουσία αυτογνωσίας και ταπείνωσης που κάνουν τον επικεφαλής να αισθάνεται ότι μπορεί, αλλά στην πράξη δεν τα καταφέρνει;
Όλα μπορεί να είναι λόγοι που οδηγούν στην ασυνέπεια. Υπάρχει όμως και το έλλειμμα της πίστης. Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στον μαθητή του Τίτο, επίσκοπο Κρήτης, του τονίζει ότι η αξιοπιστία του λόγου του πρέπει να διαβεβαιώνεται με το προσωπικό του παράδειγμα. Ο Τίτος ελέγχεται από τον Παύλο. Δίνει αναφορά. Δεν είναι αυτάρκης. Ο καθένας από εμάς, κληρικός ή λαϊκός ανήκει στην Εκκλησία. Ελέγχεται από αυτήν. Και η Εκκλησία έχει ιεραρχία. Έχει σύνοδο. Έχει επίσκοπο. Έχει πνευματικούς πατέρες. Έχει παράδοση. Όλοι αναφερόμαστε. Δεν υπάρχει κάποιος αλάθητος ή αυτόνομος. Επομένως, η συνέπεια λόγων και έργων ενισχύεται όταν υπάρχει αναφορικότητα και όχι αυτοαναφορικότητα. Οι γνώμες όλων, η στάση όλων, η συμπεριφορά όλων τίθενται στο κριτήριο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία αγαπά όλους. Εκεί που χρειάζεται θέτει τα όρια. Αλλού ανέχεται. Βλέπει τα χαρίσματα. Οριοθετεί, επαναφέρει στην τάξη, δείχνει πότε ο καθένας μας στέκεται καλώς, στέκεται μετά φόβου Θεού, προσέχει, λειτουργεί εν ειρήνη, ζει με τον τρόπο που το Ευαγγέλιο ορίζει. Η Εκκλησία, άλλωστε, ερμηνεύει το Ευαγγέλιο με αυθεντικότητα εις τους αιώνας.
Η συνέπεια λόγων και έργων δεν είναι θέμα μόνο συμπεριφοράς. Δεν είναι θέμα γράμματος, αλλά και πνεύματος. Επειδή ουδείς αναμάρτητος και ουδείς αλάθητος, αυτό που χρειάζεται να έχουμε στην ζωή μας την πνευματική είναι η επίγνωση της αλήθειας του Θεού, καθώς και η διάθεση για συγχωρητικότητα και αγάπη. Εμείς ας ξεκινούμε από τους άλλους, για να μπορούν και εκείνοι να δείχνουν αυτό το ήθος σε μας. Γι᾽ αυτό και ο απόστολος Παύλος ζητά από όλους τους πιστούς να ξεχωρίζουν στα έργα της αγάπης. Διότι εκεί φανερώνεται η αξιοπιστία. Αυτός που αγαπά και το δείχνει στην πράξη, στην πραγματικότητα ζει όπως πιστεύει, καθώς ο Θεός είναι αγάπη. Και αυτό διασώζει η Εκκλησία. Την αγάπη ως στάση και ως νόημα ζωής τόσο στο επίπεδο του λόγου όσο και στο επίπεδο των έργων. Εκεί είναι η τελική φανέρωση της αξιοπιστίας μας.
Επίγνωση, αναφορικότητα, εκκλησιαστικότητα και αγάπη: μέσα από αυτόν τον δρόμο ζούμε τον τρόπο της πίστης και αυτό είναι και το ήθος που οι Πατέρες της Εκκλησίας διέσωσαν και μας παρέδωσαν. Τον σημερινό εγωκεντρισμό που γίνεται αυτοθέωση της γνώμης και του θελήματος, ας τον αφήσουμε κατά μέρος, όχι μόνο στην πνευματική ζωή, αλλά και σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής μας. Για να μπορούμε να είμαστε αξιόπιστοι κατά πάντα!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός