Και μόνο η σύσταση υπουργείου για την οικογένεια και την δημογραφική πολιτική αποδεικνύει ότι ένας θεσμός, ο οποίος τα τελευταία χρόνια αντιμετωπιζόταν με αδιαφορία, καθώς δεν έχει να κάνει με την ατομικότητα και μόνο, με το ίδιον θέλημα, αλλά με την κοινότητα και την συλλογικότητα, έρχεται είτε εξ επιλογής είτε εξ ανάγκης στο προσκήνιο. Βεβαίως, η συζήτηση μέχρι τώρα είναι περιορισμένη είτε στο επίπεδο της οικονομίας είτε στο επίπεδο της ηθικής. Ο θεσμός όμως δεν μπορεί να ενισχυθεί απλώς με την παροχή επιδομάτων ούτε με την θέασή του στο πεδίο μιας ιερότητας, η οποία όμως έχει εκ των πραγμάτων εξακοντισθεί σε ένα κοινωνικό περιθώριο, ιδίως όσον αφορά στα πρότυπα που η κοινωνία παρουσιάζει ως αποδεκτά, αλλά και σε ό,τι αφορά στην διαδικασία μιας πλήρους από-αυθεντοποίησης που θεσμοί όπως και το σχολείο και η Εκκλησία και η πολιτική βιώνουν με την σειρά τους.
Ελπίζουμε όμως, όσοι νοιαζόμαστε για την πορεία του κόσμου και της κοινωνίας μας, αυτή η έστω ελλιπής συζήτηση που ξεκίνησε, να γίνει αφορμή να δούμε πιο συνολικά το θέμα της οικογένειας. Μπορεί η πολιτεία, και συνταγματικά και διαχειριστικά, να ομνύει στην σημασία του θεσμού. Στην πραγματικότητα όμως ούτε εκπαιδεύει, ούτε παροτρύνει, ούτε μπορεί να ελέγξει την πορεία προς την οικογένεια και κατά την διάρκειά της. Αυτό φαντάζει εκ πρώτης όψεως σωστό, διότι η δημιουργία οικογένειας προϋποθέτει υπευθυνότητα, δηλαδή ψυχική ενηλικίωση. Επομένως, δεν χρειάζεται το φόβητρο της πολιτείας για μια τέτοια πορεία. Όμως εδώ έγκειται το μεγάλο ερώτημα: δεν είναι υπεύθυνη η πολιτεία να λειτουργήσει στον τομέα της πρόληψης, θετικής και αποτρεπτικής, όπως επίσης και στον τομέα μιας διακριτικής ενίσχυσης σε τυχόν δυσκολίες; Πανάκεια θεωρείται εδώ η ύπαρξη συμβούλων γάμου και ψυχολόγων. Χρειάζονται, αλλά δεν είναι αρκετοί. Όπως η από-αυθεντοποίηση έχει γκρεμίσει την ιερότητα σε θεσμούς μακράς διάρκειας, έτσι έχει επηρεάσει και τον τρόπο που οι πολλοί βλέπουν τους ειδικούς. Αν δεν υπάρχει η θέληση, τότε καμία βοήθεια δεν είναι αρκετή.
Αν θελήσουμε να δούμε το ζήτημα σε επίπεδο παιδείας, θα διαπιστώσουμε ότι τα τελευταία χρόνια με την εισαγωγή των εργαστηρίων δεξιοτήτων στα σχολεία γίνεται ενημέρωση πάνω σε ζητήματα σεξουαλικής αγωγής και σεβασμού στην όποια διαφορετικότητα και καλώς γίνεται, εφόσον όσοι διδάσκουν σ' αυτά τα εργαστήρια έχουν την ευαισθησία να βλέπουν τον άνθρωπο όχι ως σωματική ύπαρξη που αποσκοπεί στην ηδονή, αλλά ως οντότητα που αγαπά με πληρότητα ψυχής και σώματος. Από την άλλη, χωρίς να γίνεται ζήτημα κατήχησης, είναι δεδομένο ότι δεν δίδεται η πρέπουσα σημασία στην προβολή προτύπων υγιούς οικογένειας, η οποία να στηρίζεται στην αγάπη, στην ευθύνη, στην αλληλοσυμπλήρωση του ζευγαριού, στην υπομονή εκεί όπου χρειάζεται και στην ύπαρξη παιδιών που συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν την αγάπη και δεν λειτουργούν απλώς ως κληρονόμοι ή ως νούμερα που θα λύσουν το δημογραφικό πρόβλημα. Προσωπικότητες χρειάζονται. Παραδείγματα παραίτησης από το ίδιον θέλημα χάριν της αγάπης και σε αμοιβαία διάσταση. Σεβασμός του άλλου και θέασή του ως εικόνας Θεού.
Τα μαθήματα της Λογοτεχνίας, της Γλώσσας, των Θρησκευτικών, των Αρχαίων Ελληνικών μπορούν να καταδείξουν πρότυπα εμπνευστικά. Και το σχολείο να ενσπείρει στις ψυχές των παιδιών και των νέων μηνύματα γνήσιας αγάπης. Θα συνεχίσουμε όμως, γιατί το θέμα είναι σημαντικό.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός