«Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς».
«Ἡ χώρα τοῦ Ζαβουλὼν καὶ ἡ χώρα τοῦ Νεφθαλείμ, ἐκεῖ ποὺ ὁ δρόμος πάει γιὰ τὴ θάλασσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν ᾿Ιορδάνη, ἡ Γαλιλαία ποὺ τὴν κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, ἐκεῖ αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦνε στὸ σκοτάδι εἶδαν φῶς δυνατό. Καὶ γιὰ ὅσους μένουν στὴ χώρα ποὺ τὴ σκιάζει ὁ θάνατος, ἀνέτειλε ἕνα φῶς γιὰ χάρη τους»
«Ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει». Αυτή η φράση του προφήτη Ησαΐα, η οποία αναφέρεται στους ειδωλολάτρες που κατοικούσαν στη γη της Γαλιλαίας, έρχεται να μας υπενθυμίσει την πραγματικότητα του κόσμου και των καιρών μας. Ο προφήτης μιλά για λαό. Δεν μιλά για άτομα μεμονωμένα, αλλά για έναν ολόκληρο κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός δεν ξεχωρίζει στο κάλεσμα της σωτηρίας τους ανθρώπους σε δικούς Του και αλλότριους, αλλά αναζητεί τρόπους και πρόσωπα για να έρθουν πάντες σε επίγνωση. Ο λαός αυτός ήταν «καθήμενος». Η λέξη αυτή μαρτυρεί μια στατικότητα, μια ακινησία, μια παραμονή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Δεν μαρτυρεί κινητικότητα, αναζήτηση, αγώνα για αλλαγή, ακόμη και προς λάθος δρόμους. Τέλος, το «ἑν σκότει» δείχνει μία κατάσταση στην οποία ο λαός αυτός δεν είχε βρει το φως του Θεού.
Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά του σκοταδιού;
Η απιστία στον Ένα Θεό. Η πίστη στους θεούς των ειδώλων, στα ανθρώπινα κατασκευάσματα, στις παραδόσεις, στα έθιμα, στη ζωή η οποία νοηματοδοτούνταν από το τώρα και το σήμερα, η αυτάρκεια στον χρόνο του νυν. Παράλληλα, ήταν ένας λαός ευχαριστημένος από την ρωμαϊκή κατοχή, ένας λαός που δεν είχε ελευθερία, αλλά δεν σκόπευε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Ήταν ένας συμβιβασμένος με τις χαρές και τις λύπες της ζωής, τα πάθη και την αμαρτία, χωρίς ελπίδα αιωνιότητας και ανάστασης. Διότι οι ειδωλολάτρες θεωρούσαν ότι το σώμα του ανθρώπου θάπτεται μετά τον θάνατο, χωρίς ελπίδα αναστάσεως. Το πνεύμα, η ψυχή του πήγαινε στο νησί των Μακάρων, όπου είτε τιμωρούνταν είτε συνέχιζε τη ζωή της υποταγής ή της δόξας για πάντα. Μόνο που εκεί δεν εμφανίζονταν οι θεοί των ειδώλων, αλλά το θέλημά τους όριζε οι άνθρωποι να υπάρχουν κατά τις θρησκευτικές εντολές, χωρίς κοινωνία με τις θεότητες που ακολουθούσαν στην παρούσα ζωή. Όλα αυτά ήταν σκοτάδι, διότι δεν επέτρεπαν στον άνθρωπο να αναλάβει τη ζωή στον παρόντα κόσμο στα δικά του χέρια, σπρωγμένος από την μοίρα, από τις αποφάσεις των άλλων και του πολιτισμού στον οποίο ζούσε, από την κυριαρχία της ισχύος και των όπλων, ενώ και για την αιωνιότητα δεν υπήρχε ελπίδα συνάντησης με θεούς και προσδοκία ανακαίνισης.
Έρχεται ο Χριστός για να διαλύσει αυτό το σκοτάδι. Έρχεται ο Χριστός, αμέσως μετά τη βάπτισή Του, για να δείξει σ’ αυτόν τον λαό ότι είναι παιδιά Του οι άνθρωποι. Ότι ο αληθινός Θεός δεν αρκείται σε όσους τον αποδέχονται ή δηλώνουν ότι Τον αποδέχονται, όπως ήταν οι Ιουδαίοι και ιδίως το ιερατείο και οι θρησκευτικά ευσεβείς εκείνη την εποχή, αλλά καλεί τους πάντες, και μάλιστα εκείνους που ζούνε στο σκοτάδι. Ζητά μετάνοια, δηλαδή έξοδο από την ακινησία, το βόλεμα, τον συμβιβασμό, την αυτάρκεια. Ζητά έξοδο από το σκοτάδι, δηλαδή να δούνε οι άνθρωποι τη ζωή μέσα από τη ματιά της σχέσης και της κοινωνίας με Εκείνον και τους πλησίον τους. Και μέσα από το έργο και τη ζωή Του δίνει τη βεβαιότητα της αναστάσεως, της ελπίδας και της προσδοκίας ότι και το σώμα μας χωρά στην αιωνιότητα και ότι ο Παράδεισος δεν είναι ένας εγκλεισμός σε έναν κόσμο όπου θα λείπει η κοινωνία, αλλά το αντίθετο: η απαρχή της ύπαρξης εν αγάπη χωρίς τέλος!
Αυτός ο κόσμος εξακολουθεί να είναι η κλήση της Εκκλησίας και στους καιρούς μας. Ο Χριστός μάς ζητά να μη μένουμε στην αυτάρκεια της δικής μας σωτηρίας, που δεν είναι και βέβαιη όσο δεν αγαπάμε κενωτικά, αλλά να βγούμε προς τα ξέω. Να αγκαλιάσουμε τον κάθε άνθρωπο και τον κάθε λαό που βλέπουμε ότι ζει χωρίς κοινωνία με τον Θεό, αλλά δεν έχει αποφασίσει ότι το σκοτάδι του ταιριάζει. Να δείξουμε την οδό της δικής μας μετάνοιας και την κίνηση της αγάπης, για να αφυπνίσουμε και όσους έχουν παραδώσει τον εαυτό τους στην ακινησία του συμβιβασμού, των παθών, της αμαρτίας χωρίς ελπίδα, σε όσους νιώθουν ότι ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής. Να δείξουμε ότι είμαστε παιδιά της ανάστασης, παιδιά του Χριστού, με αγκαλιά ανοιχτή για όλους. Και να κηρύξουμε την αλήθεια, ζητώντας από τον Χριστό να μη μας λησμονεί. Έχουμε εχέγγυο την Εκκλησία και τη ζωή της, εκεί όπου στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ο Χριστός είναι παρών. Εκεί όπου νιώθουμε ότι δεν υπάρχουμε για να επικρατήσουμε εις βάρος των άλλων ή να δικαιωθούμε έναντί τους, αλλά για να τους αγαπήσουμε.
Μήπως όμως κι εμείς, συχνά, καθόμαστε στο σκοτάδι;
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός