Για να κρατήσουμε όμως αυτά τα τρία πολύτιμα, χρειάζεται να προηγηθεί η έγνοια του Θεού στην ψυχή μας. Αυτή εκφράζεται με το μέτρο. Με το δόσιμο. Με την προσευχή για όσα μπορούμε και για όσα δεν μπορούμε. Με το «ανήκειν» σε μια κοινότητα εκκλησιαστική, στην οποία κι εμείς και κάποιοι άλλοι θα πούμε ότι δεν θα κρίνουμε με βάση το «εγώ» μας, αλλά με βάση το «εμείς». Με το να βλέπουμε τη ζωή όχι ζηλεύοντας εκείνους που έχουν αγαθά, δόξα, απόλαυση, αλλά με το να συνταιριάζουμε με όσους παλεύουν για έναν κόσμο πιο όμορφο. Όχι για να θριαμβεύει η ταξική ανισότητα, μα για να βλέπουμε ότι ο Θεός μας έδωσε να ζούμε σ’ έναν κόσμο που τα απλά είναι ωραία και η χαρά δεν θέλει το πολύ, αλλά εκείνο το λίγο που μπορείς να μοιραστείς.
Αμέσως θα ρωτήσει κάποιος: πώς αυτό να γίνει σε έναν κόσμο όπου το άτομο υπάρχει για να υπηρετείται από τον πολιτισμό και να τον υπηρετεί στην πραγματικότητα ως καταναλωτικό στρατιωτάκι; Εύκολοι δρόμοι δεν υπάρχουν. Λιγόστεψε η πίστη και «εψύγη η αγάπη των πολλών». Μόνο που αυτό δεν είναι σημάδι των καιρών μας, αλλά όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος νικιέται από το κακό, αμαρτάνει, πληγώνεται και πληγώνει γιατί δεν είναι έτοιμος να ακούσει τη φωνή του Θεού, που βαδίζει ακόμη και στην έρημο, ακόμη και στη νέκρωση αυτού του κόσμου, για να μας καλέσει με τη φράση «Αδάμ, πού είσαι;», όχι για να μας τιμωρήσει, αλλά για να μας δείξει ότι είναι Πατέρας. Μόνο που εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να δούμε πρώτα τον πλησίον ως αδελφό μας, ντυμένοι με τα φύλλα συκιάς, την ευτέλεια των αγαθών, των συσκευών, των ηδονών που υπάρχουν μόνο για το εγώ μας, που όλα μαζί κρύβουν για λίγο την γύμνια της σκληρόκαρδης και υπερήφανης ψυχής, αλλά δεν την ντύνουν με ζωή ανοιχτότητας και αγάπης. Πώς να μην κρυφτούμε μετά από τον Θεό;
Αγάπη,
πραότητα, δικαιοσύνη. Ας ξαναδούμε και ας ξαναβρούμε τα
πολύτιμα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός