«Ο Άγιος Παΐσιος είχε την ικανότητα να εμβαθύνει στις ψυχές των
ανθρώπων και να τις αναπαύει» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης
Ελλάδος κ. Ιερώνυμος από την Ι. Μονή του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στη
Σουρωτή Θεσσαλονίκης, όπου χοροστάτησε στον εσπερινό για την εορτή του
Αγίου Παϊσίου, η μνήμη του οποίου τιμάται σήμερα από την Εκκλησία.
Συγχοροστάτησαν Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ παρέστησαν
τοπικοί παράγοντες και χιλιάδες πιστοί που έφταναν από νωρίς στο
μοναστήρι, για να προσκυνήσουν στον τάφο του Αγίου.
Ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας κ. Νικόδημος καλωσόρισε τον Αρχιεπίσκοπο
και τους άλλους Αρχιερείς και τους ευχαρίστησε για την παρουσία τους,
ενώ απευθυνόμενος προς τον Αρχιεπίσκοπος επεσήμανε: «η Πρωθιεραρχική
παρουσία και συμμετοχή Σας, στην Οσιακή Εορτή προσδίδει εξαιρετική
λαμπρότητα και εκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια και συγχρόνως χαροποιεί τον
ευσεβή Ορθόδοξο και φιλακόλουθο λαό του Θεού, ο οποίος τρέφει πολλή
αγάπη, βαθύτατο σεβασμό και εμπιστοσύνη στον Αρχιεπίσκοπο του, ο οποίος
με σοφία, σύνεση, διάκριση, παρρησία, αποφασιστικότητα και με τις
μελετημένες εύστοχες παρεμβάσεις Του, εκεί που πρέπει, αντιμετωπίζει τα
πολλά, κρίσιμα και βασανιστικά προβλήματα που αναφύονται καθημερινά στη
ζωή της Εκκλησίας, του Έθνους και της κοινωνίας, αντλώντας δύναμη από
τον Θείο Δομήτορα της Εκκλησίας και τις ακατάπαυστες πρεσβείες των
Αγίων».
Ο Αρχιεπίσκοπος ευχαρίστησε τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας και μίλησε
για την βιωματική σχέση που είχε με τον Όσιο Παΐσιο, από τότε που ήταν
Μητροπολίτης Θηβών, επισημαίνοντας πως ο Άγιος ακολουθούσε την
διδασκαλία του Κυρίου και αγαπούσε τον Θεό με όλη του τη δύναμη και τον
συνάνθρωπό του σαν τον εαυτό του. «Αυτόν τον δρόμο ακολούθησαν οι Άγιοι
της Εκκλησίας μας, αυτόν ακολούθησε και ο Όσιος Παΐσιος» σημείωσε ο
Αρχιεπίσκοπος συμπληρώνοντας πως «ο Όσιος Παΐσιος δεν ήξερε μόνο τα
μοναστικά πράγματα, αλλά διάβαζε και γνώριζε την κοινωνία ολόκληρη και
προέβλεπε πράγματα, τα οποία είπε τότε και ζούμε τώρα στην σημερινή
εποχή. Είχε την ικανότητα να εμβαθύνει στις ψυχές των ανθρώπων και να
τις αναπαύει».
Ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε, επίσης, ότι «η εορτή του Οσίου Παϊσίου μας
δίνει την δυνατότητα να υπερβούμε τα δεσμά τα οποία μας κυκλώνουν και να
αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες συνθήκες και περιστάσεις στις οποίες
ζούμε. Ο Όσιος Παΐσιος ήταν όλος αγάπη προς τον Θεό και προς τον άλλον
άνθρωπο» είπε χαρακτηριστικά ο Αρχιεπίσκοπος.
«Κέντρο των συστάσεών του ήταν η προσευχή υπέρ όλων των ανθρώπων και η συγχώρεση των πάντων», σημείωσε.
Μιλώντας για τις προσωπικές του μνήμες από την επαφή του με τον Όσιο
Παΐσιο τον Αγιορείτη ο Αρχιεπίσκοπος σημείωσε: «Εντυπωσιάστηκα από την
μορφή του, από το κελί του, από την απλότητα του, τις γνώσεις του. Δεν
ήξερε μόνο τα μοναστικά πράγματα, διάβαζε και γνώριζε την κοινωνία
ολόκληρη και προέβλεπε πράγματα τα οποία ζούμε σήμερα».
«Ο Όσιος Παΐσιος ήξερε να αναπαύει, να ξεκουράζει τον άνθρωπο και να του ανοίγει δρόμους και ορίζοντες για την ζωή» ανέφερε.
Ο Αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε, ακόμη πως «η δύναμη και η καλλιέργεια
του ανθρώπου φαίνεται στη δυνατότητα του να συγχωρεί αυτούς που τον
πόνεσαν, που τον πλήγωσαν, που τον πίκραναν. Όλοι επιδιώκουν το βόλεμα,
για τον εαυτό τους. Όμως δεν είναι αυτός ο δρόμος των χριστιανών. Ο
δρόμος μας είναι να διακονούμε τον άνθρωπο…».
Και προσέθεσε: «Όλοι διερωτώμεθα σήμερα για το που πραγματικά
οδηγούμαστε. Φτώχεια, ανασφάλεια, ευτελισμός, αναξιοπρέπεια είναι,
δυστυχώς, τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κόσμου. Ολόκληρη η λειτουργία
της κοινωνίας μας και των δομών της, η οικογένεια, τα σχολεία, τα
πανεπιστήμια, φέρουν τη σφραγίδα της διάλυσης και της παρακμής», είπε
χαρακτηριστικά.
«Από λόγια έχουμε κουραστεί. Έχει γεμίσει ο κόσμος λόγια. Έχουμε
ανάγκη τον Λόγο του Χριστού, αυτόν που βγήκε από τα στόματα των Αγίων,
όπως του Αγίου Παϊσίου» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος.
«Πρέπει», κατέληξε στην ομιλία του ο Μακαριώτατος, «να μην μας πιάσει
πανικός. Να μην είμαστε απαισιόδοξοι. Αυτός ο Θεός που αγάπησε τον
κόσμο δεν θα μας αφήσει. Αρκεί εμείς να κάνουμε έστω ένα βήμα προς
Αυτόν».
Στη συνέχεια τελέσθηκε ιερά αγρυπνία στην ιερά μονή, ενώ πιστοί
έφταναν όλη τη νύχτα από κάθε περιοχή της χώρας, για να τιμήσουν τη
μνήμη του Αγίου.
Ο Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς, τον
Πρόδρομο και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25
Ιουλίου του 1924 μ.Χ., λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από
την πατρώα γη για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο
Καππαδόκης (βλέπε 10 Νοεμβρίου), ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου
κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει
καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είπε.
Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην
Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του
χρόνια. Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου
Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών. Και αφού
έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση των βίων των
Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο. Μετά
από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά
προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού,
την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη.
Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το
υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες
στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο
Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητα του στον στρατό,
απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής
ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους
προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο
αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι,
μετέβη στο Άγιο Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν
ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα,
οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία,
οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και
εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29
ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην
Αθωνική Πολιτεία.
Στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στην κατεστραμμένη Ιερά
Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Τo 1962
μ.Χ., δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον
συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και
ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους
αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.
Λόγω προβλημάτων υγείας επανήλθε στο Άγιο Όρος 1964 μ.Χ. Το 1966 μ.Χ.
ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου
Ελλάδας. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των
πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο
Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού
στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967
μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί
του Υπατίου. Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην
Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού. Το 1979
μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην
εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να
δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος
τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού
τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και
ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην
ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα
πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις
επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές.
Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε
σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε
όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε
επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες
σαν ευλογία.
Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του γέροντος Παϊσίου έρχονται να
προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία
χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η
οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον
καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ’ όλ’
αυτα όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου.
Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.
Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να
νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του
ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη
Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του
Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ
ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε
διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση
αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις
4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν
έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο
γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13
Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να
παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια
ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου
(γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός
μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να
μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς
του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και
ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη
Σουρωτή Θεσσαλονίκης.