πρεσβ. Γ. Κουγιουμτζόγλου
Είναι η πρώτη και κυριότερη εντολή: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ
όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της ισχύος
σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λουκ.
ι', 27) και η πρώτη αρετή: «Νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η αγάπη» (Α' Κορ. ιγ', 13).
«Η αγάπη, λέει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, η οποία την κάνει να μην προτιμά
κανένα από τα όντα περισσότερο από τη γνώση του Θεού... Εκείνος που πιστεύει στον Κύριο, φοβάται την κόλαση και γι’ αυτό εγκρατεύεται από τα πάθη, υπομένοντας όσα τον θλίβουν. Αυτός θα αποκτήσει την ελπίδα στον Θεό, η οποία απομακρύνει τον νου από κάθε εμπαθή κλίση προς τα γήινα. Και όταν χωριστεί από αυτά ο νους θα αποκτήσει την αγάπη προς τον Θεό... Όλες οι αρετές βοηθούν τον νου, για να αποκτήσει τον θείο έρωτα, περισσότερο όμως από όλες η καθαρή προσευχή... Όποιος αγαπά τον Θεό, δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του... Εκείνος που απαρνήθηκε ειλικρινά τα κοσμικά και υπηρετεί με αγάπη απροσποίητη τον πλησίον του, ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος και μετέχει στη θεία αγάπη και γνώση»[1].
Αν κάποιος λέει ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον πλησίον του, είναι ψεύτης (Α' Ἰω. δ', 20). Όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη προς τον Θεό, τόσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη προς τον άνθρωπο, αλλά και η οδύνη της ψυχής για τον συνάνθρωπο, όταν υποφέρει. Είναι δηλ. αδύνατο να αγαπά κανείς σωστά, χωρίς να συγχαίρει ή να συμπάσχει.
κανένα από τα όντα περισσότερο από τη γνώση του Θεού... Εκείνος που πιστεύει στον Κύριο, φοβάται την κόλαση και γι’ αυτό εγκρατεύεται από τα πάθη, υπομένοντας όσα τον θλίβουν. Αυτός θα αποκτήσει την ελπίδα στον Θεό, η οποία απομακρύνει τον νου από κάθε εμπαθή κλίση προς τα γήινα. Και όταν χωριστεί από αυτά ο νους θα αποκτήσει την αγάπη προς τον Θεό... Όλες οι αρετές βοηθούν τον νου, για να αποκτήσει τον θείο έρωτα, περισσότερο όμως από όλες η καθαρή προσευχή... Όποιος αγαπά τον Θεό, δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του... Εκείνος που απαρνήθηκε ειλικρινά τα κοσμικά και υπηρετεί με αγάπη απροσποίητη τον πλησίον του, ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος και μετέχει στη θεία αγάπη και γνώση»[1].
Αν κάποιος λέει ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον πλησίον του, είναι ψεύτης (Α' Ἰω. δ', 20). Όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη προς τον Θεό, τόσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη προς τον άνθρωπο, αλλά και η οδύνη της ψυχής για τον συνάνθρωπο, όταν υποφέρει. Είναι δηλ. αδύνατο να αγαπά κανείς σωστά, χωρίς να συγχαίρει ή να συμπάσχει.
Αυτός που αγαπά τον Θεό, επειδή προσεύχεται και επαναλαμβάνει συνεχώς
την ευχή, βρίσκει την ανάλογη διάθεση - φώτιση (που τη χαρίζει ο Θεός)
και δεν κατακρίνει τον αδελφό του, αλλά τον δικαιολογεί με κάποιο καλό
λογισμό ή ανάλογο επιχείρημα (εάν ήμουν στη θέση του, μπορεί εγώ να
ενεργούσα χειρότερα).
Τέλος, όποιος αγαπά τον Θεό, επειδή η διάθεσή του είναι γαληνεμένη από την προσευχή,
δεν κρατά κακία η μίσος στον συνάνθρωπό του και τον συγχωρεί. Γενικά
τον αγαπά με τις αδυναμίες του. Γι’ αυτό δεν είναι μαλωμένος με κανέναν
άνθρωπο και απλώνει «γέφυρες», όπου χρειάζεται, δημιουργώντας χαρούμενη
ατμόσφαιρα. Πιστεύει ακράδαντα ότι «η αγάπη μακροθυμεί... και ουδέποτε
εκπίπτει» (Α' Κορ. ιγ', 4, 8).