Έρχονται κάποιες στιγμές
στη ζωή τού πιστού που φαίνεται να θλίβεται υπερβολικά, να στενοχωρείται
και να δοκιμάζεται η πίστις του. Οι αιτίες τής καταστάσεως αυτής είναι
τόσο εσωτερικές, όσο και εξωτερικές. Ο δε εχθρός τού Θεού και του
ανθρώπου ο “αντίδικος ημών διάβολος” προσπαθεί να εκμεταλλευθεί αυτές
τις περιστάσεις ώστε να χτυπήσει και να κλονίσει την πίστη τού Χριστού
στις καρδιές των πιστών.
Γι’ αυτές ακριβώς τις περιστάσεις, ο
Απόστολος των εθνών θα γράψει ότι δεν πρέπει να τα χάνουμε και να
υποχωρούμε στον αγώνα μας, αφού το Άγιον Πνεύμα είναι βοηθός στις
αδυναμίες των τέκνων τού Θεού. Άλλωστε, δια της αποδοχής τής Ορθοδόξου
χριστιανικής πίστεως, γίναμε κλητοί. Και θα μας τονίσει : “οίδαμε δε ότι
τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν, τοις κατά πρόθεσιν
κλητοίς ούσιν” (Ρωμ. Η’ 28). Δηλ. σε κείνους που αγαπούν τον Θεό, τα
πάντα συνεργούν για το καλό τους. Αλλά για να συμβαίνει αυτό,
προαπαιτείται η αγνή προαίρεσις και το ναι τού ανθρώπου στην κλήση τού
Θεού.
Ο Θεός προγνωρίζει την αποδοχή ή την
απόρριψη της κλήσεως εκ μέρους τού ανθρώπου και αφού προηγηθεί η αποδοχή
στην συνέχεια η χάρις καταρτίζει τον πιστό ώστε να γίνει “σύμμορφος της
εικόνος τού Υιού Αυτού”. Επομένως δεν είναι ο Θεός ο αίτιος του
αρνητικού, αλλά ο άνθρωπος δια της ελευθέρας του επιλογής, εάν τελικώς
επιλέξει το αντίθετο του θείου θελήματος.
Αυτοί λοιπόν που απέδειξαν εαυτούς
“κλητούς”, ο Θεός τούς κατέστησε δικαίους και κληρονόμους τής αιωνίου
δόξης. Και κατόπιν αυτής τής καταπληκτικής θεολογίας που αναπτύσσει
θεοπνεύστως στο Ιερό κείμενο, ο μεγάλος Απόστολος ερωτά: “ει ο Θεός υπέρ
ημών, τις καθ’ ημών;”. Εάν δηλ. ο Θεός είναι μαζί μας, ποιός θα είναι
εναντίον μας; Και μέσα σε λίγες λέξεις, συμπυκνώνει το κεφάλαιο της
Σωτηριολογίας, θέτοντας μια σειρά καιρίων ερωτημάτων. “Αυτός που δεν
λυπήθηκε τον Μονογενή Υιό Του, αλλά για χάρη μας τον παρέδωσε στον
θάνατο, πώς δεν θα μας χαρίσει μαζί μ’ Αυτόν όλες τις χάριτες που
απαιτεί η σωτηρία μας;”. Και συνεχίζει: “Αφού μας χάρισε Αυτόν, δεν θα
μας χαρίσει και τα άλλα που χρειάζονται για να σωθούμε;”. “Τις εγκαλέσει
κατά εκλεκτών Θεού; Θεός ο δικαιών· τις ο κατακρίνων; Χριστός ο
αποθανών, μάλλον δε και εγερθείς…”. Ποιός θα βρεθεί κατήγορος εναντίον
όσων ο Θεός εξέλεξε; Ουδείς! Διότι ο ίδιος ο Θεός συγχωρεί τις αμαρτίες
μας. Ποιός θα μας κατακρίνει; Κανείς. Διότι ο Χριστός απέθανε για εμάς,
αλλά ανεστήθη και τώρα κάθεται στον θρόνο δεξιά τού Ουρανίου Πατρός και
τώρα ως αιώνιος αρχιερεύς μεσιτεύει για εμάς. Αλλά είπαμε, όλα αυτά
μένουν ανενέργητα, μάλλον καταδικάζουν τον άνθρωπο όταν αυτός αρνείται
την κλήση που του παρέχει η αγάπη τού Θεού. Και σε ουδεμία των
περιπτώσεων αυτή η δικαίωση του Θεού δεν χαρακτηρίζεται από νομικιστικές
διατάξεις και από ένα δικαστικό πνεύμα όπως απαραδέκτως κηρύσσει η
πλανεμένη δυτική “θεολογία” που ακυρώνει την αγάπη τού Θεού προς τον
άνθρωπο. Στο χέρι τού ανθρώπου είναι να δείξει την προθυμία που εκ
μέρους του απαιτείται για να βιώσει αυτή την αγάπη δια πίστεως μέσω των
θείων μυστηρίων, της ιεράς προσευχής και γενικώς της ορθοδόξου και μόνο
πνευματικότητος.
Η ζωή και το βίωμα όλων των Αγίων τής
Εκκλησίας μας, αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα διακηρύσσουν. Την
πραγματικότητα της θεϊκής αγάπης, και επάνω στο θέμα αυτό ο άγιος
Απόστολος θέτει ένα νέο συγκλονιστικό ερώτημα που στη συνέχεια
αναπτύσσει με ακατάβλητο ενθουσιασμό και πάλλουσα συγκίνηση. “Τις ημάς
χωρίσει από της αγάπης τού Χριστού;” Ποιός λοιπόν μπορεί να μας χωρίσει
από αυτή τη μεγάλη αγάπη που έδειξε σε μας ο Χριστός; “Θλίψις ή
στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;”.
Και τούτο το τονίζει διότι οι
χριστιανοί, όπως βλέπουμε και σήμερα σε πολλά σημεία τού κόσμου,
δέχονται την απειλή τού θανάτου, επαληθεύοντας τον ψαλμωδό: “ένεκά σου
θανατούμεθα όλην την ημέραν· ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής”. Ναι,
αποτελεί τούτο αλήθεια αναντίρητη, αφού οι εχθροί τής πίστεως,
(εξωτερικοί και εσωτερικοί) μας θεωρούν ως πρόβατα για σφαγή. Όσοι
μάλιστα προσπαθούν να αλλοιώνουν υπούλως και σατανικώς το δόγμα και το
ήθος τής Εκκλησίας, λυσσούν στην κυριολεξία εναντίον όσων δια του λόγου,
της γραφίδος και της ζωής τους στέκονται εμπόδιο και ανάχωμα πίστεως
στα άνομα σχέδια των “καϊαφικών συνεδρίων”.
Όμως οι γνήσιοι πιστοί όλα αυτά τα
υπερνικούν με την βοήθεια και την χάρη τού Χριστού ο οποίος μας αγαπά
και ουδέποτε αφήνει τους εκλεκτούς του απροστάτευτους.
Αυτός είναι και ο λόγος που στη συνέχεια
γεμάτος πεποίθηση ο θεοκίνητος Απόστολος κλείνει τα όσα γράφει για το
μέγεθος της αγάπης τού Χριστού: “Είμαι πεπεισμένος ότι ούτε η απειλή τού
θανάτου, ούτε τα θέλγητρα της ζωής, ούτε τα τάγματα των αγγέλων, ούτε
οι περιστάσεις τής παρούσης ζωής, ούτε τα μέλλοντα γεγονότα, ούτε οι
επιτυχίες που υψώνουν τον άνθρωπο, ούτε οι ταπεινώσεις που τον βυθίζουν
στην αποτυχία, ούτε οποιαδήποτε άλλη κτήση, διαφορετική από αυτή που
βλέπουμε είναι δυνατόν να μας χωρίσει από την αγάπη που μας έδειξε ο
Θεός με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Αλήθεια, όταν ο πιστός μελετά τα ιερά
αυτά κείμενα και όταν ακούει από το κήρυγμα της Eκκλησίας μας τούτη την
πραγματικότητα περί της αγάπης τού Κυρίου και Θεού μας, είναι δυνατόν να
παραδίδεται στη θλίψη και την απογοήτευση όταν ξεσπούν τα κύματα των
πειρασμών; Ουδέποτε. Αρκεί η καρδιά μας να φλέγεται από αυτή την
μοναδική αγάπη. Την αγάπη που καίει οτιδήποτε κακό και πυρπολείται για
την κατάκτηση των εν Χριστώ αρετών, τουτέστιν αυτής τής αγιότητος.
Δεν έχουμε λοιπόν παρά να κάνουμε αίτημα
θερμοτάτης προσευχής, το να αποκτήσουμε και να ανταποκριθούμε στην
αγάπη αυτή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
“Κύριε πρόσθες ημίν πίστιν και κατάρτιζέ μας έως την τελευταία πνοή προς την ιδικήν σου αγάπην”.
Αμήν.
Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος