Δύο
μεγάλες ανάγκες έχουμε οι άνθρωποι στην ζωή μας: αγάπη και δικαιοσύνη.
Αισθανόμαστε ότι γι’ αυτές έχουμε πλαστεί. Για να αγαπούμε και να μας
αγαπούνε, κάτι που φαίνεται από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μας, στην
ασυνείδητη για το έμβρυο και το βρέφος σχέση του με την μητέρα του, αλλά
και για να εκπληρώνεται στην ζωή μας ο νόμος της συνείδησής μας, που
μας λέει τι είναι καλό και τι όχι. Αν συμβαίνει το κακό, τότε το
ταυτίζουμε με το άδικο, αν συμβαίνει το καλό, τότε αισθανόμαστε ότι
υπάρχει δικαιοσύνη. Είναι πολλές οι εικόνες της αρχαιότητας με την
τυφλότητα της δικαιοσύνης, την οποία θεοποιούσε. Δεν είχε να κάνει μόνο
με την απροσωποληψία, αλλά και με τις συνέπειες της εφαρμογής του
δικαίου, που κάποτε είναι καταστροφικές, ακόμη κι αν έτσι πρέπει. Το
ίδιο συμβαίνει και με την αγάπη. Μπορεί κάποτε να είναι καταστρεπτική,
αν δεν εκφράζεται με γνώμονα το αυθεντικό συμφέρον του άλλου, αλλά είναι
έκφραση της δικής μας απόλυτης ανάγκης να δοθούμε, χωρίς μέτρο και
χωρίς να λάβουμε υπόψιν μας τι ο άλλος μπορεί να σηκώσει. Η
ανθρώπινη ύπαρξη παλεύει ανάμεσα σε τέτοιες διαβαθμίσεις και οι
δυσκολίες των σχέσεων και της κοινωνικότητας, που γίνονται υπαρξιακές,
μαρτυρούνται στην ιστορία μας.
Αναλόγως
βλέπουμε και οι άνθρωποι τον Θεό. Τον θέλουμε Θεό αγάπης, για να μας
αντέχει και να μας βοηθά να αντέχουμε τόσο τον εαυτό μας, όσο και τους
άλλους, αλλά Τον θέλουμε και Θεό δικαιοσύνης, ώστε να υπάρχει ισορροπία
στην ζωή μας, να μην αισθανόμαστε απροστάτευτοι έναντι του κακού. Ο Θεός
είναι το πρωτότυπο του πατέρα. Αγάπη με ασφάλεια. Αυστηρότητα με
δικαιοσύνη. Παιδαγωγία με ελευθερία. Και συνεχής επιστροφή σ’ Αυτόν
είτε ως μνήμη είτε ως πίστη και αναζήτησή Του στην ζωή μας. Εύκολα
λοιπόν οι άνθρωποι συγχέουμε αυτούς τους δύο δρόμους, της αγάπης και της
δικαιοσύνης, με την δική μας πραγματικότητα, προσπαθώντας να
ερμηνεύσουμε κατά την επιθυμία μας αυτό που είναι και αυτό που φανερώνει
ο Θεός.
Συζητούμε
λοιπόν για το αν ο Θεός δικάζει τον άνθρωπο ή τον συγχωρεί, όποιος κι
αν είναι. Θα ήταν ανακουφιστικό για τους καιρούς της συνεχούς κριτικής
και κατάκρισης των άλλων ανθρώπων, ο Θεός να εκφράζεται χωρίς
δικαιοσύνη. Κάτι τέτοιο όμως στην ουσία θα ακύρωνε τους νόμους και τις
εντολές Του. Θα ήταν σαν να λέγαμε ότι το Ευαγγέλιο δεν χρειάζεται, αφού
όλα ο Θεός τα αφήνει στην άκρη ή θα θέλαμε να τα αφήσει. Όμως κάτι
τέτοιο θα προϋπέθετε πρώτα μετάνοια, δηλαδή αίσθημα αποδοχής ότι μας
λείπει η δικαιοσύνη στην ζωή μας, όπως και η αγάπη, καθώς όλα έχουν
υποκατασταθεί από την αμαρτία, τουτέστι το συμφέρον μας, το οποίο έχει
να κάνει με την εγωτική εκπλήρωση κάθε επιθυμίας μας, την δικαιολόγηση
του χαρακτήρα μας, την καθήλωσή μας στην προοπτική του αιώνιου μωρού, το
οποίο θα εκπληρώνει κάθε τι που θέλει ως καταναλωτής και δεν θα
πληρώνει για τίποτα, αφού οι άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Θεός, τον
αγαπούν. Θα προϋπέθετε εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού, ο Οποίος
γνωρίζει τι είναι αληθινά συμφέρον για μας και έχει να κάνει με την
επίγνωση της αλήθειάς Του και την σωτηρία μας, δηλαδή την προετοιμασία
μας ώστε να μπορέσουμε να Τον αναγνωρίσουμε στην αγάπη Του, αλλά με
ανάληψη της ευθύνης για την ζωή μας, με την βοήθεια τω εντολών Του ως
οδοδεικτών για την σωτηρία μας. Μετάνοια και εμπιστοσύνη δεν απολυτοποιούν την ανάγκη να ερμηνεύουμε το θέλημα του Θεού, αλλά να αφηνόμαστε σ’ αυτό.
Τιμωρεί λοιπόν ο Θεός;
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, τονίζει: «ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός. Ο γάρ ναός του Θεού άγιος εστίν, οίτινες εστέ υμείς» (Α’ Κορ. 3,
17). «Αν κάποιος λοιπόν, με τα σχίσματα και τις διαιρέσεις, καταστρέφει
τον ναό του Θεού, αυτόν θα τον αφανίσει ο Θεός. Γιατί ο ναός του Θεού
είναι άγιος κι ο ναός αυτός είστε εσείς».
Ο
Παύλος δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνείας. «Φθερεί τούτον ο Θεός». Δεν
είναι αποτέλεσμα οργής του Θεού αυτή η έκφραση, ούτε εισαγγελικής ή
τιμωρητικής διάθεσης. Είναι δρόμος και τρόπος αυθεντικής αγάπης, η οποία
θέλει τον καθέναν να είναι υπεύθυνος για την ζωή του. Ιδίως όταν
πρόκειται για την εκκλησιαστική πραγματικότητα, στην οποία η άρνηση των
εντολών του Θεού, ο διχασμός, η διάλυση της αγάπης διασπούν το σώμα του
Χριστού. Αλλά και στην δική μας, καθημερινή πραγματικότητα, η αμαρτία
φέρνει φθορά, φέρνει θάνατο πνευματικό, αλλά και ένα αίσθημα αδικίας, το
οποίο κάπως πρέπει να θεραπευτεί, αργά ή γρήγορα. Ο Θεός συχνά
περιμένει την μετάνοιά μας. Περιμένει την εμπιστοσύνη μας. Μας αφήνει να
βρούμε τον δρόμο μας και επιτρέπει να μας συμβούν καταστάσεις, οι
οποίες πονούνε. Συχνά μας αφήνει με αναπάντητα «γιατί». Ο δρόμος της
ζωής μας θέλει τον χρόνο, την υπομονή και την εμπιστοσύνη, όχι κατ’ ανάγκην για να απαντηθούν τα «γιατί», αλλά γιατί μόνο αγαπώντας την Αλήθεια μπορούμε να βρούμε το αυθεντικό νόημα.
Ζούμε
σε έναν κόσμο, ο οποίος ορθολογιστικά αναζητεί βεβαιότητες, συνταγές.
Χαρακτηρίζει. Απαιτεί, χωρίς να γνωρίζει και χωρίς να αναλαμβάνει
ευθύνη. Απαιτεί χωρίς να εμπιστεύεται. Ζούμε σε έναν κόσμο νηπίων, τα
οποία θέλουν να παραμείνουν νήπια, χωρίς να μεγαλώσουν ποτέ. Ζούμε σε
έναν κόσμο ο οποίος δεν θέλει τον Θεό ως Πατέρα και περιφρονεί την
Εκκλησία ως τρόπο που δίνει μέσα από την εμπιστοσύνη της πίστης, μέσα
από την αγάπη ως άσκηση για την τήρηση των εντολών του Θεού, ένα αίσθημα
αυθεντικής δικαιοσύνης που είναι το άφημα στην πατρότητα του Θεού.
Είναι
σκληρή η αγάπη, αλλά δίκαιη. Δεν μετρά την ζωή μόνο με τον χρόνο του
κόσμου, αλλά και με κριτήριο την αιωνιότητα. Υπομιμνήσκει συνεχώς την
ανάγκη να μετανοούμε και να εμπιστευόμαστε. Και να προσδοκούμε την
ανάσταση των νεκρών. Την μέγιστη δωρεά της πατρικής αγάπης του Θεού,
αυτήν που επισφραγίζει αυθεντικά την βασιλεία Του. Εδώ βρίσκεται και το
νόημα της ζωής της Εκκλησίας. Το νόημα της πίστης.