π. Ανδρέας Κονάνος: Μια ημέρα στο σχολείο όπου δίδασκα είχαμε θεία λειτουργία. Την παραμονή μου λέει ένα παιδί της τρίτης λυκείου:
«Πάτερ, εγώ δεν θα ‘ρθω αύριο στη λειτουργία, γιατί θα βγω με μια φιλενάδα μου το πρωί, να πάμε να πιούμε καφέ.
Είναι η μόνη ευκαιρία που ‘χουμε, πάτερ. Όλη την εβδομάδα δεν μπορούμε να ειδωθούμε και θέλω να πιω καφέ με τη φίλη μου».
Είναι η μόνη ευκαιρία που ‘χουμε, πάτερ. Όλη την εβδομάδα δεν μπορούμε να ειδωθούμε και θέλω να πιω καφέ με τη φίλη μου».
Εκείνη την ώρα, αυτομάτως, μου ήρθαν στο μυαλό όλα αυτά που πρέπει να πω ως ιερέας.
Ακου όμως τι σκέφτηκα ταυτόχρονα: Αυτά που πρέπει να πεις άραγε είναι
αυτά που θέλει κι ο Θεός; Γιατί αυτό το πρέπει είναι το πρέπει που
διαμορφώθηκε μέσα μου απ’ την εκπαίδευση και την κεκτημένη ταχύτητα που
έχω αποκτήσει στη ζωή. Δηλαδή, διδασκαλίες, κηρύγματα, μαλώματα,
διορθώσεις και παρατηρήσεις των άλλων. Αυτά είναι τα πρέπει που ήξερα
εδώ και δεκαετίες. Αυτά τα πρέπει εφάρμοζα πάντα. Και λέω: «Θεέ μου,
άραγε έτσι θες να φερθώ; Να πω, δηλαδή, “αυτό που κάνεις, παιδί μου,
είναι αμαρτία, δεν πρέπει να γυρνάς με τη φιλενάδα ούτε να έχεις
φιλενάδα ούτε να πηγαίνεις να πίνεις καφέ”;»
Και λέω μέσα μου: «Καλά, αυτό το παιδί με ξέρει εδώ και τρία χρόνια».
Ηταν τρίτη λυκείου. Με ήξερε από την πρώτη λυκείου. «Εχει νόημα να του
πω ότι αυτό που κάνει τον βγάζει απ’ τα διαβάσματά του κι είναι
επικίνδυνο; Μα αυτό το ξέρει. Δεν το ξέρει; Κι αν του πω να μην πάει,
μήπως δεν θα πάει; Θα πάει».
Μια άλλη σκέψη μού έλεγε: «Ναι, αλλά, αν το πεις, εσύ τουλάχιστον θα
‘σαι εντάξει». Δηλαδή, εγώ θα ‘μαι ένας καθωσπρέπει παπάς, που δεν θα
τσαλακώσω καθόλου την προσωπικότητά μου. Κι έτσι, αν το μάθουν και οι
γονείς του, θα πούνε: «Μπράβο, αυστηρός, σωστός ο ιερέας. Είπε το
σωστό». Μα το σωστό το ξέρει το ίδιο το παιδί. Αν όμως δεν πω κάτι
αυστηρό, ως ιερέας, μήπως του δίνω το μήνυμα ότι πράττει σωστά και άρα
το σπρώχνω στον κατήφορο; Μα δεν του είπα ότι αυτό που κάνεις είναι το
τέλειο. Πόλεμος γινόταν μέσα μου.
«Τελικά, θέλω τον εαυτό μου να κρατήσω, ώστε να μη λερωθούν η βιτρίνα
κι η εικόνα μου, ή θέλω να βοηθήσω αυτό το παιδί; Θεέ μου, φώτισέ με»
είπα μέσα μου.
Και εκείνη την ώρα μου ‘ρθε μια απάντηση. «Α, μάλιστα, θα βγείτε» του
λέω. «Να περάσετε πολύ καλά εύχομαι. Και να πεις και στη φίλη σου
χαιρετίσματα από μένα. Και πες της: “Μου ‘πε ο πνευματικός μου τις ευχές
του και για σένα και για μένα, και μας ευχήθηκε να περάσουμε καλά αυτό
το πρωινό που θα πιούμε καφέ”». «Να της πω χαιρετίσματα από εσάς;» «Ναι.
Γιατί, κακό είναι;» τον ρωτάω. «Και τι να της πω, δηλαδή;» «Να της πεις
χαιρετίσματα». «Εντάξει, θα το κάνω. Λυπάμαι όμως, πάτερ, που δεν μπορώ
να ‘ρθω στη λειτουργία». Του απαντώ: «Τι να κάνουμε τώρα; Εντάξει. Αφού
έτσι αποφάσισες».
Ερχεται έπειτα από λίγες ημέρες αυτό το παιδί και μου λέει: «Πάτερ,
να σας πω. Με ρώτησε αυτή η κοπέλα που…» «Πώς περάσατε;» του λέω.
«Προχθές είχατε πάει για καφέ, ε;»
Μου απαντάει: «Ωραία περάσαμε, αλλά, όταν της είπα ότι έχει
χαιρετίσματα από εσάς, τα ‘χασε». «Γιατί;» «Γιατί πρώτη φορά μάς στέλνει
χαιρετίσματα ένας άνθρωπος της Εκκλησίας ενώ του λέμε ότι πάμε για καφέ
την ώρα της λειτουργίας. Η κοπέλα μου συγκινήθηκε την ώρα που της το
‘πα και μου είπε: “Ρώτα τον πού μπορώ να τον βρω”. Θέλει να ‘ρθει να
μιλήσει μαζί σας, πάτερ». Κατάλαβες;