Ένα
από τα χαρακτηριστικά της αληθινής αγάπης είναι η απουσία υποκρισίας, η
αυθεντικότητα, η ειλικρίνεια. Αυτός που αγαπά αληθινά δεν προσποιείται.
Δεν φοβάται να δείξει τι αισθάνεται, τι σκέφτεται, τι φοβάται, τι
ελπίζει, τι ζητά, τις προσφέρει. Αντίθετα, η υποκριτική αγάπη
χαρακτηρίζεται από ένα προσωπείο. Αυτός που ισχυρίζεται ότι αγαπά, αλλά
στην ουσία και δεν θέλει και δεν είναι αυθεντικός, προσποιείται. Κρύβει
τις πραγματικές του διαθέσεις. Κυρίως όμως κρύβει το ότι δεν αγωνίζεται
να αγαπήσει αληθινά. Μπορεί εξωτερικά, στην συμπεριφορά του, στον τρόπο
που παρουσιάζει τον εαυτό του και τη συμμετοχή του στην σχέση με τον
άλλο να δίνει την εντύπωση ότι αγαπά όντως. Στην πράξη όμως αγαπά μόνο
τον εαυτό του, αποβλέπει στο να απολαύσει την αγάπη ή το δόσιμο του
άλλου και όταν έρθει η ώρα του σταυρού, δηλαδή της ανάγκης να δείξει ότι
εννοεί την αγάπη, είτε αποσύρεται, είτε φορτώνει τις ευθύνες στον άλλο,
είτε κάνει μεγάλες δηλώσεις, τις οποίες η πραγματικότητα διαψεύδει.
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Ρωμαίους, μεταξύ άλλων, τονίζει: «Η αγάπη ανυπόκριτος, αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι το αγαθόν» (Ρωμ. 12,9).
«Η αγάπη σας να είναι ειλικρινής. Να αποστρέφεστε το κακό και να
ακολουθείτε το καλό». Πόσο εύκολο όμως είναι να διακρίνουμε το καλό και
το κακό στην στάση ζωής μας, στους λογισμούς μας, στον χαρακτήρα μας;
Στους άλλους συχνά το διακρίνουμε. Τους παρατηρούμε και επειδή
λειτουργούν και το αξιακό μας σύστημα και η συνείδησή μας, αλλά και ένα
αίσθημα κατάκρισης το οποίο πηγάζει από την αυτοσυντήρησή μας, μπορούμε
να διατυπώσουμε κρίσεις για το τι είναι καλό και τι είναι κακό.
Δυσκολευόμαστε όμως όταν στραφούμε στον εαυτό μας. Εκεί
είμαστε πρόθυμοι είτε να παραβλέψουμε τ κακό και να μεγεθύνουμε το
καλό, είτε να δικαιολογήσουμε την κακή συμπεριφορά μας. Έτσι συχνά η
αγάπη μας καθίσταται υποκριτική.
Βεβαίως
το να αδιαφορούμε για τον εαυτό μας και να τον βάζουμε πάντοτε σε
δεύτερη μοίρα δεν είναι πάντοτε καλό. Ισορροπία χρειάζεται. Αγαπούμε
όμως τον εαυτό μας αληθινά όταν βλέπουμε ότι το βαθύτερο συμφέρον του
έγκειται στο να είναι η αγάπη το κλειδί για την πορεία της ζωής. Όχι
όμως η αγάπη που αποκρύπτει την αλήθεια. Αλλά αυτή που με ταπείνωση την
φανερώνει. Και η αλήθεια δε μπορεί να είναι μόνο ο τρόπος που βλέπουμε
εμείς τα πράγματα, αλλά γίνεται γεγονός κοινωνίας. Πριν βιαστούμε να
κατασταλάξουμε στο τι είναι αλήθεια, χρειάζεται να την εξετάσουμε μέσα
από τα μάτια των άλλων. Μέσα από τις αξίες με τις οποίες έχουμε
εμποτιστεί. Με την φωνή της συνείδησής μας, την οποία καλούμαστε και να
ακούμε και να καλλιεργούμε. Κυρίως όμως μέσα από το Φως που το
Ευαγγέλιο του Θεού μας παρέχει.
Η
αλήθεια του Ευαγγελίου είναι γεγονός κοινωνίας. Δεν είναι μόνο ότι
είναι δώρο της Αγίας Τριάδος, δώρο του ουρανού στην γη. Δοκιμάστηκε στο
Πρόσωπο του Χριστού, αλλά και στην ζωή των αποστόλων και πάντων των
αγίων. Δοκιμάστηκε στον χρόνο. Δοκιμάστηκε στον πολιτισμό. Στις
ανθρώπινες σχέσεις. Και έδειξε ότι είναι η αγάπη που κρατά αιώνια. Γιατί
δωρίζει στον άνθρωπο που πορεύεται σύμφωνα με τις επιταγές της νόημα,
ελπίδα και ζωή. Οι χριστιανοί δεν ήταν απορριπτικοί των ανθρώπων.
Απέρριπταν τα πάθη και την απιστία. Ομολογούσαν και ομολογούν τον Θεό
της αγάπης, ο Οποίος ήρθε στον κόσμο για να δείξει ότι η αγάπη είναι ο
δρόμος. Ότι όποιος από εμάς την αποδεχτεί και την ασκήσει στην ζωή του,
θα είναι κοντά Του, με οποιοδήποτε τίμημα. Και αν θέλουμε να είμαστε
άνθρωποι του Θεού, καλούμαστε να μοιραζόμαστε την αγάπη με κάθε τρόπο,
με λόγους, με πράξεις, ανοχή και συγχωρητικότητα, με έξοδο από τον εαυτό
μας χάριν του άλλου, όσο αντέχουμε και ανάλογα με την πίστη και το
χάρισμά μας, όπως πάλι λέει ο Παύλος. «‘Εχοντες χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν και κατά την αναλογίαν της πίστεως» (Ρωμ. 12,
6). Όταν δεν αντέχουμε, ας αποσυρόμαστε είτε από την σχέση με τους
άλλους, είτε από τον λόγο μας προς αυτούς και ας επιλέγουμε την οδό της
ταπεινότητας που προσεύχεται για ό,τι δεν μπορεί, δηλαδή για τα
περισσότερα.
Στην
εποχή μας θριαμβεύει η υποκρισία. Επειδή ο δρόμος του Ευαγγελίου δεν
είναι στις προτεραιότητές μας, μαθαίνουμε να αγαπούμε, κάποτε
αρρωστημένα, τον εαυτό μας και να βλέπουμε την ζωή μας στην προοπτική
της εξουσίας εις βάρος των άλλων. Κάποτε με πρόσχημα το καλό τους,
κάποτε εντελώς κυνικά με γνώμονα την ευχαρίστησή μας δήθεν αγαπούμε,
στην πράξη όμως χρησιμοποιούμε τους άλλους και μάλιστα άμετρα, χωρίς να
λαμβάνουμε υπόψιν τα αισθήματά τους. Φορούμε το προσωπείο της αγάπης,
ότι εμείς ξέρουμε, και δεν σεβόμαστε την ελευθερία τους ούτε την
υπολογίζουμε. Κάποτε τους υποχρεώνουμε να συμπεριφέρονται με τρόπο που
αρέσει σε μας, με αντάλλαγμα την αγάπη και την αποδοχή μας. Όμως, επειδή
δεν είμαστε ειλικρινείς, ο χρόνος γρήγορα αποκαλύπτει ποιοι είμαστε και
τότε λέμε στους άλλους «ας προσέχατε» ή προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι
εκείνοι κάνουν λάθος και δεν είναι τα πράγματα όπως νομίζουν.
Η
ανυπόκριτος αγάπη. Η έγνοια για το πρόσωπο του άλλου. Για την ζωή του.
Ένα ζεστό χαμόγελο και η προθυμία της διακονίας τους. Αλλά και όταν δεν
μπορούμε να σηκώσουμε τον σταυρό τους ή αυτόν που θέλουν να μας
φορτώσουν, η προσευχή μας, η συγχώρεσή μας, η διακριτική παρακολούθησή
τους, ένα αίσθημα ευθύνης να παραμείνουμε προσκολλημένοι στο καλό, με
αποστροφή και όχι δικαιολόγηση η υιοθέτηση του κακού. Ακόμη κι αν
κερδίζουμε από το κακό, εμείς ας προτιμούμε την οδό του Ευαγγελίου. Αυτή
της αγάπης που μας κάνει αληθινούς, ακόμη και στην μοναχική πορεία μας.
Ο Χριστός δεν θα μας εγκαταλείψει.