Η διαφωνία είναι στοιχείο της ζωής μας. Δεν έχει να κάνει μόνο με τον
πολιτισμό μας, το πολίτευμά μας, με την εποχή της πολυφωνίας, τα Μέσα
Ενημέρωσης και το Διαδίκτυο που την θεωρούν ως πεμπτουσία της
δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Έχει να κάνει με το
ανθρώπινο «εγώ», με την ετερότητα, την διαφορετικότητα, η οποία είναι
χαρακτηριστικό της εικόνας του Θεού, όπως πλαστήκαμε οι άνθρωποι.
Είμαστε και όμοιοι και διαφορετικοί. Οι άνθρωποι ως προς την φύση μας,
τα φυσικά μας χαρακτηριστικά είμαστε όμοιοι. Είμαστε η συμφυΐα σώματος
και ψυχής, όλοι μας ανεξαιρέτως. Είμαστε όμως και διαφορετικοί, τόσο
σωματικά, όσο και ψυχικά, όχι ως προς τον μηχανισμό που διέπει την ζωή
και τον θάνατο, αλλά ως προς την έκφραση αυτού του μηχανισμού στον
καθέναν μας. Εμφανής είναι η διαφορετικότητα στο πρόσωπο, την όψη, τα
χαρακτηριστικά του σώματος, στο πόσο και πότε τρώμε, στις επιλογές μας.
Επομένως είναι αδύνατον να μην είμαστε διαφορετικοί και αυτήν την
διαφορετικότητα να μην την εκφράσουμε.
Γιατί όμως οι άνθρωποι επιθυμούμε όλοι να συμφωνούν μαζί μας; Ενώ βλέπουμε την διαφορετικότητα, εντούτοις θα θέλαμε να υπάρχουν συνισταμένες στις οποίες να συμβαδίζουμε και να μας δικαιώνουν. Πικραινόμαστε όταν οι άλλοι διαφωνούν μαζί μας. Αγωνιζόμαστε, συχνά με κάθε τρόπο και μέσο, να τους πείσουμε ότι έχουμε δίκιο και ότι πρέπει να συμφωνήσουν μαζί μας. Και υποκύπτουμε στον πειρασμό να επιβάλουμε εξουσιαστικά την άποψή μας σ’ αυτούς, αν μπορούμε. Ομνύουμε στο δικαίωμα της έκφρασης, αλλά κατά βάθος θα θέλαμε να μην υπάρχουν διαφωνίες. Βλέπουμε την διαφορετικότητα ως ένα παιχνίδι εξουσίας, στο οποίο προσπαθούμε να νικήσουμε. Κι έτσι διαμορφώνεται ο κόσμος, εκτός των καιρών μας, στους οποίους σταδιακά απλώνεται μία παθητικότητα. Κάποιοι κυριαρχούν, οι πολλοί αποσύρονται στον τεχνολογικό κόσμο και στην ηλεκτρονική πραγματικότητα και αδιαφορούν για την άποψη, για τον διάλογο, για το ποιανού η γνώμη επικρατεί. Τα περισσότερα μοιάζουν αυτονόητα.
Η διαφορετικότητα, η άποψη και η στάση ζωής που εκ των πραγμάτων την χαρακτηρίζει, συνδέεται και με ένα αίσθημα δικαιοσύνης. Δεν είναι μόνο το κυριαρχικό εγώ που αναδύεται. Είναι και το δίκαιο. Θέλω να επικρατήσει η άποψή μας, θέλω να δικαιωθεί η στάση ζωής που ακολουθώ όχι μόνο γιατί το δικαιούμαι, κάτι που έγκειται στους όρους εξουσίας με τους οποίους πορεύονται οι κοινωνίες. Είναι δίκαιο, σύμφωνα και με τους άγραφους ηθικούς νόμους, σύμφωνα με την ανάγκη για αναγνώριση εκ μέρους των άλλων, να γίνεται δεκτή η γνώμη και η στάση ζωής μου, διότι έτσι αναγνωρίζεται η προσωπική μου αξία. Δεν με υποτιμούν και δεν με περιφρονούν οι άλλοι. Δεν συγκαταβαίνουν απλώς στις θέσεις μου. Αποδέχονται ότι είναι σωστές. Ότι ακολουθούν νόμους και κανόνες. Ότι εκφράζουν την χαρισματικότητά μου. Ότι δικαιώνουν αυθεντίες και αυθεντικότητες. Ότι ανταποκρίνονται στο τι είναι προοδευτικό. Τι οδηγεί τις σχέσεις μου μαζί τους στο καλό. Δεν είναι μόνο ζωτική μου ανάγκη να δικαιωθώ. Έχει να κάνει και με την ανάγκη της κοινωνίας να αναγνωρίζει το δίκαιο και να το εφαρμόζει. Και η κοινωνία δεν απλώνεται στο σύνολο. Και οι μικρότερες ομάδες, όπως η οικογένεια, το επάγγελμα, η φιλία, ο έρωτας, η γειτονιά, η ενορία θα ωφεληθούν αν ακολουθούν την δικαιοσύνη. Κατά προτίμησιν «την δικαιοσύνη μου».
Εδώ έρχεται ο παράγοντας «Θεός». Αν βλέπουμε την ζωή μας σ’ αυτήν την προοπτική, τότε χρειαζόμαστε έναν Θεό αυθεντία, ο Οποίος να συμφωνεί μαζί μας. Και επειδή εμείς τότε γινόμαστε εκφραστές του θελήματός Του, επομένως δεν είναι απλώς θέμα εξουσίας δικής μας ή δικαίωσής μας να συμφωνήσουν όλοι μαζί μας, αλλά θέμα υπακοής στην ανώτατη αυθεντία του κόσμου. Αυτοθεωνόμαστε έτσι και δεν μπορούμε να δεχτούμε τους άλλους, ιδίως εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας, να έχουν διαφορετική αντίληψη. Μία πρέπει να είναι η αλήθεια και όχι πολλές. Έτσι δημιουργούνται τα σχίσματα, όταν υπάρχει η διαφωνία, όταν τονίζεται η ετερότητα.
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Κορινθίους, τους λέει το εξής: «παρακαλώ υμάς, αδελφοί, διά του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. 1, 10). « Σας ζητώ, αδερφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να είστε όλοι σύμφωνοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε ενωμένοι με μία σκέψη και ένα φρόνημα». Είναι άραγε ουτοπικός αυτός ο λόγος ή κάτι άλλο θέλει να μας πει;
Ο απόστολος κατανοεί ότι δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι αφ’ εαυτού των να έχουν την ίδια γνώμη και να είναι σύμφωνοι μεταξύ τους, όσο πρυτανεύει η προοπτική της εξουσίας και της δικαίωσης. Για τον Παύλο όμως άλλες είναι οι συνισταμένες που ρυθμίζουν την ζωή: ο Χριστός και η αγάπη. Όσο κέντρο της πορείας μας είναι ο εαυτός μας, είναι αδύνατον να βρούμε τρόπο να συμφωνήσουμε με τους άλλους. Ή θα τους εξουσιάσουμε ή θα προσπαθήσουμε να κερδίσουμε με βάση τους νόμους. Όταν όμως η αναφορά της ζωής μας είναι στον Χριστό, όταν Εκείνος είναι το πρόσωπο το οποίο μας συνδέει, τότε θα βρούμε την κοινή γλώσσα, αυτή της αγάπης, η οποία θα μας βοηθήσει όχι να καταπνίξουμε την ετερότητά μας, αλλά να την κάνουμε να συναντηθεί με την ετερότητα του άλλου και να συμπορευτούμε αγαπητικά. Αν ο νους και η καρδιά μας είναι νους και καρδιά Χριστού, αν δηλαδή είμαστε ενεργά μέλη στην Εκκλησία η οποία δεν ζητά να εξουσιάσει ή να δικαιωθεί, αλλά να αγαπήσει, εννοείται εν αληθεία, τότε έχουμε βρει τον δρόμο ώστε οι διαφορετικότητές μας να συναντηθούν και να μιλήσουμε αυτήν την κοινή γλώσσα της αγάπης. Δεν θα με πειράζει τότε η γνώμη και η στάση ζωής του άλλου, αν βλέπω και εκείνον και την ζωή εν αγάπη. Το Ευαγγέλιο είναι ο οδοδείκτης. Αυτό σημαίνει πως ούτε θα δικαιώσω την αμαρτία μου ή την αμαρτία του άλλου, αλλά δεν θα αφήσω το κακό ή το ψεύτικο να διαστρέψει το νόημα της ζωής μου. Το εγώ από κυριαρχικό και δικαιωτικό θα γίνει αγαπητικό. Δοτικό και συγχωρητικό. Και τότε μία θα είναι η σκέψη και η στάση ζωής. Πώς μέσα από την διαφορετικότητά μου θα αγαπήσω, θα συμπληρώσω αυτό που λείπει από τον άλλον και πόσο ανοιχτός θα είμαι να συμπληρωθώ από την διαφορετικότητα εκείνου. Συνάντηση χαρισμάτων τότε γίνεται η ζωή μας και αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας.
Ο κόσμος μας, αλλά κι εμείς, έχουμε λησμονήσει ότι ο Χριστός είναι το κλειδί. Αν Τον αποδεχόμαστε, τότε ακόμη κι από διαφορετικούς δρόμους θα φτάσουμε στην Αλήθεια. Γιατί και Εκείνος θα μας φωτίσει, αλλά και θα εμπιστευθούμε την Εκκλησία, στην οποία τα πάντα δεν είναι ιδωμένα στην προοπτική της εξουσίας, αλλά της αγάπης. Και τότε οι διαφωνίες ακόμη δε θα καταργούν τον άνθρωπο, αλλά θα τον βοηθούν να συναντήσει ό,τι του λείπει. Τα σχίσματα και οι αιρέσεις είναι άρνηση της Εκκλησίας, ενώ φαινομενικά είναι άρνηση προς πρόσωπα και διδασκαλίες εντός της. Όποιος φεύγει από την Εκκλησία δεν κατανοεί ότι το πρόβλημα δεν είναι τυχόν εσφαλμένες διδασκαλίες, αλλά η άρνηση του Χριστού που ενώνει. Δεν έχει ανάγκη ο Χριστός να διασωθεί από εμάς. Τότε σε τίποτε δεν διαφέρουμε από την εκκοσμικευμένη νοοτροπία. Και έχουμε ανάγκη την πολυφωνία στον κόσμο, διότι απουσιάζει η πρόταξη της αγάπης. Ας μην μεταφέρουμε και στην εκκλησιαστική μας πραγματικότητα το πνεύμα της πτώσης.
Γιατί όμως οι άνθρωποι επιθυμούμε όλοι να συμφωνούν μαζί μας; Ενώ βλέπουμε την διαφορετικότητα, εντούτοις θα θέλαμε να υπάρχουν συνισταμένες στις οποίες να συμβαδίζουμε και να μας δικαιώνουν. Πικραινόμαστε όταν οι άλλοι διαφωνούν μαζί μας. Αγωνιζόμαστε, συχνά με κάθε τρόπο και μέσο, να τους πείσουμε ότι έχουμε δίκιο και ότι πρέπει να συμφωνήσουν μαζί μας. Και υποκύπτουμε στον πειρασμό να επιβάλουμε εξουσιαστικά την άποψή μας σ’ αυτούς, αν μπορούμε. Ομνύουμε στο δικαίωμα της έκφρασης, αλλά κατά βάθος θα θέλαμε να μην υπάρχουν διαφωνίες. Βλέπουμε την διαφορετικότητα ως ένα παιχνίδι εξουσίας, στο οποίο προσπαθούμε να νικήσουμε. Κι έτσι διαμορφώνεται ο κόσμος, εκτός των καιρών μας, στους οποίους σταδιακά απλώνεται μία παθητικότητα. Κάποιοι κυριαρχούν, οι πολλοί αποσύρονται στον τεχνολογικό κόσμο και στην ηλεκτρονική πραγματικότητα και αδιαφορούν για την άποψη, για τον διάλογο, για το ποιανού η γνώμη επικρατεί. Τα περισσότερα μοιάζουν αυτονόητα.
Η διαφορετικότητα, η άποψη και η στάση ζωής που εκ των πραγμάτων την χαρακτηρίζει, συνδέεται και με ένα αίσθημα δικαιοσύνης. Δεν είναι μόνο το κυριαρχικό εγώ που αναδύεται. Είναι και το δίκαιο. Θέλω να επικρατήσει η άποψή μας, θέλω να δικαιωθεί η στάση ζωής που ακολουθώ όχι μόνο γιατί το δικαιούμαι, κάτι που έγκειται στους όρους εξουσίας με τους οποίους πορεύονται οι κοινωνίες. Είναι δίκαιο, σύμφωνα και με τους άγραφους ηθικούς νόμους, σύμφωνα με την ανάγκη για αναγνώριση εκ μέρους των άλλων, να γίνεται δεκτή η γνώμη και η στάση ζωής μου, διότι έτσι αναγνωρίζεται η προσωπική μου αξία. Δεν με υποτιμούν και δεν με περιφρονούν οι άλλοι. Δεν συγκαταβαίνουν απλώς στις θέσεις μου. Αποδέχονται ότι είναι σωστές. Ότι ακολουθούν νόμους και κανόνες. Ότι εκφράζουν την χαρισματικότητά μου. Ότι δικαιώνουν αυθεντίες και αυθεντικότητες. Ότι ανταποκρίνονται στο τι είναι προοδευτικό. Τι οδηγεί τις σχέσεις μου μαζί τους στο καλό. Δεν είναι μόνο ζωτική μου ανάγκη να δικαιωθώ. Έχει να κάνει και με την ανάγκη της κοινωνίας να αναγνωρίζει το δίκαιο και να το εφαρμόζει. Και η κοινωνία δεν απλώνεται στο σύνολο. Και οι μικρότερες ομάδες, όπως η οικογένεια, το επάγγελμα, η φιλία, ο έρωτας, η γειτονιά, η ενορία θα ωφεληθούν αν ακολουθούν την δικαιοσύνη. Κατά προτίμησιν «την δικαιοσύνη μου».
Εδώ έρχεται ο παράγοντας «Θεός». Αν βλέπουμε την ζωή μας σ’ αυτήν την προοπτική, τότε χρειαζόμαστε έναν Θεό αυθεντία, ο Οποίος να συμφωνεί μαζί μας. Και επειδή εμείς τότε γινόμαστε εκφραστές του θελήματός Του, επομένως δεν είναι απλώς θέμα εξουσίας δικής μας ή δικαίωσής μας να συμφωνήσουν όλοι μαζί μας, αλλά θέμα υπακοής στην ανώτατη αυθεντία του κόσμου. Αυτοθεωνόμαστε έτσι και δεν μπορούμε να δεχτούμε τους άλλους, ιδίως εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας, να έχουν διαφορετική αντίληψη. Μία πρέπει να είναι η αλήθεια και όχι πολλές. Έτσι δημιουργούνται τα σχίσματα, όταν υπάρχει η διαφωνία, όταν τονίζεται η ετερότητα.
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Κορινθίους, τους λέει το εξής: «παρακαλώ υμάς, αδελφοί, διά του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. 1, 10). « Σας ζητώ, αδερφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να είστε όλοι σύμφωνοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε ενωμένοι με μία σκέψη και ένα φρόνημα». Είναι άραγε ουτοπικός αυτός ο λόγος ή κάτι άλλο θέλει να μας πει;
Ο απόστολος κατανοεί ότι δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι αφ’ εαυτού των να έχουν την ίδια γνώμη και να είναι σύμφωνοι μεταξύ τους, όσο πρυτανεύει η προοπτική της εξουσίας και της δικαίωσης. Για τον Παύλο όμως άλλες είναι οι συνισταμένες που ρυθμίζουν την ζωή: ο Χριστός και η αγάπη. Όσο κέντρο της πορείας μας είναι ο εαυτός μας, είναι αδύνατον να βρούμε τρόπο να συμφωνήσουμε με τους άλλους. Ή θα τους εξουσιάσουμε ή θα προσπαθήσουμε να κερδίσουμε με βάση τους νόμους. Όταν όμως η αναφορά της ζωής μας είναι στον Χριστό, όταν Εκείνος είναι το πρόσωπο το οποίο μας συνδέει, τότε θα βρούμε την κοινή γλώσσα, αυτή της αγάπης, η οποία θα μας βοηθήσει όχι να καταπνίξουμε την ετερότητά μας, αλλά να την κάνουμε να συναντηθεί με την ετερότητα του άλλου και να συμπορευτούμε αγαπητικά. Αν ο νους και η καρδιά μας είναι νους και καρδιά Χριστού, αν δηλαδή είμαστε ενεργά μέλη στην Εκκλησία η οποία δεν ζητά να εξουσιάσει ή να δικαιωθεί, αλλά να αγαπήσει, εννοείται εν αληθεία, τότε έχουμε βρει τον δρόμο ώστε οι διαφορετικότητές μας να συναντηθούν και να μιλήσουμε αυτήν την κοινή γλώσσα της αγάπης. Δεν θα με πειράζει τότε η γνώμη και η στάση ζωής του άλλου, αν βλέπω και εκείνον και την ζωή εν αγάπη. Το Ευαγγέλιο είναι ο οδοδείκτης. Αυτό σημαίνει πως ούτε θα δικαιώσω την αμαρτία μου ή την αμαρτία του άλλου, αλλά δεν θα αφήσω το κακό ή το ψεύτικο να διαστρέψει το νόημα της ζωής μου. Το εγώ από κυριαρχικό και δικαιωτικό θα γίνει αγαπητικό. Δοτικό και συγχωρητικό. Και τότε μία θα είναι η σκέψη και η στάση ζωής. Πώς μέσα από την διαφορετικότητά μου θα αγαπήσω, θα συμπληρώσω αυτό που λείπει από τον άλλον και πόσο ανοιχτός θα είμαι να συμπληρωθώ από την διαφορετικότητα εκείνου. Συνάντηση χαρισμάτων τότε γίνεται η ζωή μας και αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας.
Ο κόσμος μας, αλλά κι εμείς, έχουμε λησμονήσει ότι ο Χριστός είναι το κλειδί. Αν Τον αποδεχόμαστε, τότε ακόμη κι από διαφορετικούς δρόμους θα φτάσουμε στην Αλήθεια. Γιατί και Εκείνος θα μας φωτίσει, αλλά και θα εμπιστευθούμε την Εκκλησία, στην οποία τα πάντα δεν είναι ιδωμένα στην προοπτική της εξουσίας, αλλά της αγάπης. Και τότε οι διαφωνίες ακόμη δε θα καταργούν τον άνθρωπο, αλλά θα τον βοηθούν να συναντήσει ό,τι του λείπει. Τα σχίσματα και οι αιρέσεις είναι άρνηση της Εκκλησίας, ενώ φαινομενικά είναι άρνηση προς πρόσωπα και διδασκαλίες εντός της. Όποιος φεύγει από την Εκκλησία δεν κατανοεί ότι το πρόβλημα δεν είναι τυχόν εσφαλμένες διδασκαλίες, αλλά η άρνηση του Χριστού που ενώνει. Δεν έχει ανάγκη ο Χριστός να διασωθεί από εμάς. Τότε σε τίποτε δεν διαφέρουμε από την εκκοσμικευμένη νοοτροπία. Και έχουμε ανάγκη την πολυφωνία στον κόσμο, διότι απουσιάζει η πρόταξη της αγάπης. Ας μην μεταφέρουμε και στην εκκλησιαστική μας πραγματικότητα το πνεύμα της πτώσης.