Ο
άγιος έχει τον Θεόν, ξέρει ότι ανήκει στην μία Εκκλησία, στην Εκκλησία
των αγίων. Ξέρει επίσης ότι είναι αμαρτωλός, τέκνο του Αδάμ, αναγεννηθέν
υπό του δευτέρου Αδάμ, του Χριστού. Αντιθέτως, εμείς οι άνθρωποι
πέφτομε έξω νομίζοντας πως είμαστε άγιοι, διότι βλέπομε μόνο την μία
πλευρά μας, την χάρι του Θεού· δεν βλέπομε όμως το φύραμα που κουβαλάμε
επάνω μας. Οι άγιοι έχουν πλήρη την γνώσι· βλέπουν αφ’ενός μεν την δική
τους αμαρτωλότητα, αφ’ ετέρου δε την αγιότητα και την χάρι και την αγάπη
του Θεού στην οποία συμμετέχουν.
Οι άγιοι έχουν επίγνωσι του ότι είναι άγιοι, με την έννοια ότι συμμετέχουν στην ζωή του αγίου Θεού και ζουν την πληρότητα του αγίου Θεού, την παρουσία του αγίου Θεού· έχουν όμως την επίγνωσι ότι είναι αμαρτωλοί, και αυτό ακριβώς είναι η αγιότης· δεν ζουν εν τη αμαρτία, ξέρουν όμως ότι αμαρτία υπόκεινται εν τοις μέλεσί των. Γι’αυτό καθαίρουν εαυτούς, τους καθιστούν μυρίπνοα δοχεία του Αγίου Πνεύματος· το δε Άγιον Πνεύμα, εφ’ όσον είναι Άγιον, τους αγιάζει, και έτσι έχουν και την παρρησία ενώπιον του Θεού.
Εμείς περιπίπτομε σε εγωισμό, όταν έχωμε γνώσι της αρετής μας, πρώτον, διότι δεν γνωρίζομε την αμαρτία μας, το τί είμαστε· και δεύτερον, αυτό που είναι το Άγιον Πνεύμα, νομίζομε πως είμαστε εμείς: ότι εγώ είμαι άγιος, εγώ δεν έχω αυτό, δεν έχω εκείνο, ενώ έχω εκείνη την αρετή, έχω την άλλη. Ο εγωισμός είναι λάθος στην κρίσι της νοήσεως. Όποιος νομίζει πως είναι άγιος, κρίνει κατ’ άνθρωπο, κατα σάρκα, και βγάζει το συμπέρασμα πως είναι άγιος. Ο αληθινός όμως άγιος δεν σκέπτεται και δεν κρίνει κατ’ αίσθησιν αλλά κατά θείαν έμπνευσι και φώτισι, οπότε δεν πέφτει έξω. Εντεύθεν και ο άγιος έχει παρρησία ενώπιον του Θεού· λέγει, “εν ονόματι του Κυρίου Ιησού Χριστού ανάστηθι”, και ο νεκρός ανίσταται. Ταυτόχρονα δε, προσεύχεται ως αμαρτωλός, διότι ξέρει το διπλούν της φύσεως του ανθρώπου, ότι ο άνθρωπος είναι χοϊκός και πνευματικός, είναι ο σαρκωθείς εν αυτώ Χριστός και ο ίδιος, ο γεννηθείς εκ του Αδάμ και της Εύας.
Βεβαίως, μπορεί ο άγιος να πέση και η πρώτη πτώσις του είναι η επιστροφή στον εαυτό του, στην φιλαυτία του, στο είναι του, και η δεύτερη πτώσις, η σημαντικώτατη, είναι το σφάλλειν περί την κρίσιν, διότι αυτό είαι η τελείωσις της πτώσεώς του. Η πτώσις δηλαδή άρχεται δια του πρώτου και κορυφούται δια του δευτέρου. Όταν ο άγιος επιστρέψη στον εαυτό του, έπεσε· τότε ένας αετός γίνεται συντρίμμι, και αν χάση και το άλλο, ψοφίμι. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να μετανοήση, αλλά θα χρειασθή χρόνια κλάματα και οδυρμούς και κυνηγητά του Θεού. Είναι μεγάλο το κακό, πολύ μεγάλο. Το ότι οι αρχαίοι είχαν μία μετάνοια δεν ήταν μικρή υπόθεσις· είχε ένα βαθύτατο νόημα.
Οι άγιοι έχουν επίγνωσι του ότι είναι άγιοι, με την έννοια ότι συμμετέχουν στην ζωή του αγίου Θεού και ζουν την πληρότητα του αγίου Θεού, την παρουσία του αγίου Θεού· έχουν όμως την επίγνωσι ότι είναι αμαρτωλοί, και αυτό ακριβώς είναι η αγιότης· δεν ζουν εν τη αμαρτία, ξέρουν όμως ότι αμαρτία υπόκεινται εν τοις μέλεσί των. Γι’αυτό καθαίρουν εαυτούς, τους καθιστούν μυρίπνοα δοχεία του Αγίου Πνεύματος· το δε Άγιον Πνεύμα, εφ’ όσον είναι Άγιον, τους αγιάζει, και έτσι έχουν και την παρρησία ενώπιον του Θεού.
Εμείς περιπίπτομε σε εγωισμό, όταν έχωμε γνώσι της αρετής μας, πρώτον, διότι δεν γνωρίζομε την αμαρτία μας, το τί είμαστε· και δεύτερον, αυτό που είναι το Άγιον Πνεύμα, νομίζομε πως είμαστε εμείς: ότι εγώ είμαι άγιος, εγώ δεν έχω αυτό, δεν έχω εκείνο, ενώ έχω εκείνη την αρετή, έχω την άλλη. Ο εγωισμός είναι λάθος στην κρίσι της νοήσεως. Όποιος νομίζει πως είναι άγιος, κρίνει κατ’ άνθρωπο, κατα σάρκα, και βγάζει το συμπέρασμα πως είναι άγιος. Ο αληθινός όμως άγιος δεν σκέπτεται και δεν κρίνει κατ’ αίσθησιν αλλά κατά θείαν έμπνευσι και φώτισι, οπότε δεν πέφτει έξω. Εντεύθεν και ο άγιος έχει παρρησία ενώπιον του Θεού· λέγει, “εν ονόματι του Κυρίου Ιησού Χριστού ανάστηθι”, και ο νεκρός ανίσταται. Ταυτόχρονα δε, προσεύχεται ως αμαρτωλός, διότι ξέρει το διπλούν της φύσεως του ανθρώπου, ότι ο άνθρωπος είναι χοϊκός και πνευματικός, είναι ο σαρκωθείς εν αυτώ Χριστός και ο ίδιος, ο γεννηθείς εκ του Αδάμ και της Εύας.
Βεβαίως, μπορεί ο άγιος να πέση και η πρώτη πτώσις του είναι η επιστροφή στον εαυτό του, στην φιλαυτία του, στο είναι του, και η δεύτερη πτώσις, η σημαντικώτατη, είναι το σφάλλειν περί την κρίσιν, διότι αυτό είαι η τελείωσις της πτώσεώς του. Η πτώσις δηλαδή άρχεται δια του πρώτου και κορυφούται δια του δευτέρου. Όταν ο άγιος επιστρέψη στον εαυτό του, έπεσε· τότε ένας αετός γίνεται συντρίμμι, και αν χάση και το άλλο, ψοφίμι. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να μετανοήση, αλλά θα χρειασθή χρόνια κλάματα και οδυρμούς και κυνηγητά του Θεού. Είναι μεγάλο το κακό, πολύ μεγάλο. Το ότι οι αρχαίοι είχαν μία μετάνοια δεν ήταν μικρή υπόθεσις· είχε ένα βαθύτατο νόημα.
Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης