«Καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη» (Μᾶρκ. 9, 26-27)
«Βγῆκε τότε τὸ πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατὰ καὶ συντάραξε τὸ παιδί. ᾿Εκεῖνο ἔμεινε ἀναίσθητο, ἔτσι ποὺ πολλοὶ ἔλεγαν ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι του, τὸ σήκωσε, κι αὐτὸ στάθηκε ὄρθιο».
Τι λείπει από τον άνθρωπο σήμερα; Η αγάπη και η έγνοια που να δείχνει ότι υπάρχει ένας δρόμος που νικά τον θάνατο. Μα ζούμε, θα αναρωτηθούμε. Τα έχουμε όλα όσα θέλουμε. Κι ακόμη κι αν δεν τα έχουμε, αγωνιζόμαστε να τα αποκτήσουμε. Δεν καταλαβαίνουμε ότι η απάντηση στο νόημα της ζωής δεν είναι τα αγαθά, οι επιτυχίες, η δόξα, η αποδοχή από τους άλλους, ούτε καν η υγεία, αλλά η γνώση τι σημαίνει θάνατος και πώς μπορούμε να τον υπερβούμε. Διότι εκεί βρίσκεται το κλειδί της ύπαρξης. Οι άνθρωποι προσπαθούμε κατά βάθος να ξορκίσουμε τη φθορά και τον θάνατο, αναδεικνύοντας τον εαυτό μας, τις δυνάμεις μας, τις κατακτήσεις, τα αιτήματα, τις επιθυμίες μας. Ουδείς αρνείται ότι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν είμαστε ευχαριστημένοι. Όσο κι αν προσποιούμαστε ότι τα πάντα είναι το «εγώ», κάποτε το «μόνο εγώ», εντούτοις νιώθουμε την κρυφή επιθυμία να αρέσουμε, να μας προσέχουν, να μιλούνε για μας κι ας είναι για λόγους ρηχούς, που δεν κρατάνε. Ας είναι για μία φωτογραφία που γρήγορα θα αλλάξει. Όταν δεν υπάρχει πίστη όμως, τότε το αδιέξοδο μεγαλώνει, καθώς τα χρόνια περνάνε.
Την τέταρτη Κυριακή της Σαρακοστής η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει, μέσα από το ευαγγέλιο του Μάρκου, τον σεληνιαζόμενο νέο, τον πατέρα του που ζητά ένα θαύμα, πρώτα από τους μαθητές του Χριστού, και κατόπιν από τον ίδιο τον Κύριο, έναν όχλο που συντρέχει για να δει αν ο Χριστός θα γιατρέψει το παιδί, τον διάβολο που βασανίζει μια ύπαρξη που δεν φταίει προφανώς κατά άνθρωπον σε κάτι, τους μαθητές που αδυνατούν να κατανοήσουν ότι δεν είναι παντοδύναμοι, επειδή βρίσκονται κοντά στον Ιησού και μία ομολογία ότι η πίστη δεν είναι τόσο δυνατή, μα ο Χριστός μπορεί να βοηθήσει. Και ο ευαγγελιστής καταγράφει μια λεπτομέρεια συγκλονιστική. Όταν το πονηρό πνεύμα φεύγει από τον νέο, τότε αυτός μοιάζει αναίσθητος και οι άλλοι γύρω του λένε ότι πέθανε. Ζωή για τον νέο ήταν η κίνηση προς το νερό και τη φωτιά. Ήταν η ταυτότητα που ο διάβολος του έδινε, να είναι ο σεληνιαζόμενος. Δεν είχε άλλη ζωή, δεν είχε άλλη κοινωνικότητα, μόνο ο πατέρας του τον αγαπούσε. Και τώρα που ο Χριστός τον γιατρεύει, αφαιρώντας την ταυτότητα που του έδινε ο διάβολος, ο κόσμος θεωρεί τον νέο νεκρό.
Και τώρα ποιος θα είναι το θέαμά μας; Ποιον θα λυπόμαστε; Ποιον θα θεωρούμε καταραμένο από τον Θεό; Πώς ο πατέρας θα ζήσει; Τουλάχιστον, το είχε το παιδί στα χέρια του, είχε την έγνοια του, το αγαπούσε. Ο δήθεν θεραπευτής Ιησούς, αντί να κάνει καλό, στερώντας από το παιδί την ταυτότητα της ασθένειάς του, του πήρε και τη ζωή. Αυτή είναι η αίσθηση που έχουμε όταν ένας άνθρωπος ακολουθεί τον πολιτισμό. Ακολουθεί έναν δρόμο απόλυτης ταύτισης με το τι ζητά ο κόσμος. Αλλά, ακόμη κι όταν αποκλίνει από το επιθυμητό, κάτι θα έχουμε να σχολιάσουμε. Θα είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Κι όταν έρχεται η ώρα της ίασής του, η ώρα που θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του στα χέρια του, η ώρα που η πίστη θα τον οδηγήσει στο να κάνει ένα καινούργιο ξεκίνημα στη ζωή, τότε ο άνθρωπος μοιάζει νεκρός. Πρέπει να χάσεις τα πάντα του παλαιού σου ανθρώπου, για να ξεκινήσεις από την αρχή με τον Χριστό.
Ο Χριστός απλώνει το χέρι Του και σηκώνει τον άνθρωπο χωρίς ταυτότητα πλέον, που μοιάζει νεκρός. Το άγγιγμα του Χριστού είναι ανάσταση. Είναι η αρχή μιας νέας ταυτότητας πίστης και ευθύνης για τη ζωή. Τώρα ο νέος καλείται να βρει τον δικό του δρόμο, ο οποίος θα έχει πληρότητα νοήματος αν δεν λησμονήσει Αυτόν που τον ευεργέτησε, Αυτόν που του έδωσε την ευκαιρία να κάνει την καινούργια αρχή. Κι αυτή η ευκαιρία οφείλεται και στην αγάπη του πατέρα, ο οποίος αναζήτησε τον Μόνο που μπορούσε να δώσει πραγματικά την αρχή ενός νέου δρόμου στο παιδί του, τον Χριστό.
Ο Χριστός μάς δίνει την ταυτότητα της αγάπης, της ίασης, την ελευθερία να ξεκινήσουμε τη ζωή μας από την αρχή. Κι ας μοιάζουμε εκείνη τη στιγμή της μετάνοιας νεκροί, εξαιτίας του ότι αφήνουμε πίσω ό,τι μας έδινε ταυτότητα μέχρι τότε. Η πίστη είναι ζωή. Η πίστη είναι νίκη κατά του γένους των δαιμόνων. Η πίστη είναι προσευχή και νηστεία. Η πίστη είναι η χαρά ότι η αγάπη δεν νικιέται. Μόνο μέσα σ’ αυτήν ο θάνατος δεν είναι ο νικητής, αλλά ο έσχατος εχθρός που θα καταργηθεί. Αφού όμως προηγηθεί η κατάργηση του πνευματικού θανάτου, αυτής της ζωής μόνο για το «εγώ» και για το «μόνο εγώ». Αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός