Ο
Ακάθιστος Ύμνος, εκτός από τη σύνδεσή μας με την ιστορία του Γένους
μας, καθώς μας υπενθυμίζει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους
Αβάρους το 626 μ.Χ. και τη σωτηρία της χάρις στην θαυματουργική
παρέμβαση της Θεοτόκου, προς τιμήν της οποίας όλος ο λαός έψαλλε το
κοντάκιο αυτό όρθιος (Ακάθιστος), είναι μία εξαιρετική ευκαιρία να
θυμηθούμε ότι η παράδοση δεν υπάρχει από μόνη της, εάν δεν έχει να
στηριχθεί να πατήσει σε πνευματικές βάσεις.
Στην περίπτωση του Ακαθίστου Ύμνου είναι το μυστήριο της Θείας
Οικονομίας, ο ρόλος που η Υπεραγία Θεοτόκος διαδραμάτισε, αλλά και το
γεγονός ότι ο Χριστός, γενόμενος άνθρωπος, ανεβάζει τον άνθρωπο εις
ουρανόν. Σ’ αυτό το θαυμαστό μυστήριο μόνο η ποίηση μπορεί να αποδώσει
την αλήθεια. Ο ποιητικός λόγος δεν είναι μονοσήμαντος. Αφήνει στον
αναγνώστη του να δώσει απαντήσεις. Ο καθένας μας μπορεί να πατήσει στην
ιστορία και την παράδοση, να απολαύσει τη γλώσσα, κυρίως όμως το ερώτημα
στο οποίο καλείται να δώσει απάντηση είναι το «σε μένα τι έχει να
πει;». Ξεκινώντας από το σύνολο, την κοινότητα, ο ύμνος αγγίζει το
πρόσωπο, τον άνθρωπο, τον καθέναν. Αλλιώς, είναι μία τελετουργία η οποία
μένει στην επανάληψη. Στο κάλλος της συνήθειας, όχι όμως της αλλαγής
μας, για την οποία είμαστε υπεύθυνοι.
Στον κανόνα του Ύμνου ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, μεταξύ άλλων, αναφωνεί προς την Παναγία: «Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσας. Το μήλον το εύοσομον, χαίρε η τέξασα, το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως. Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα» (Α’ Ωδή).
«Χαίρε,
συ που βλάστησες το τριαντάφυλλο που δεν μαραίνεται ποτέ, δηλαδή τον
Κύριο. Χαίρε, συ που γέννησες το μήλο το οποίο ευωδιάζει, συ, που
γέννησες Εκείνον που αποτελεί την ευωδία την οποία οσφραίνεται ο
Βασιλιάς των όλων Θεός. Χαίρε, συ που δεν έλαβες πείρα γάμου, συ, που
είσαι η σωτηρία του κόσμου» (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).
«Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα». Τι τολμηρή παρομοίωση στ’ αλήθεια! Ο Χριστός παρομοιάζεται με το τριαντάφυλλο , όχι όμως το φυσικό, αλλά το υπέρ την φύσιν, που δεν μαραίνεται ποτέ. Κακία και δόλος δεν βρέθηκε στο στόμα Του. Τα πάντα επάνω του ήταν αγάπη. Ακόμη και τα δύσκολα που έλεγε και έπραττε για κάποιους, αγάπη ήταν. Όποιος και όποια Τον πλησίαζαν, έβλεπαν το κάλλος, το οποίο ανέδυε εκ μέρους Του, κάλλος Θεϊκό. Και την ίδια στιγμή, ένιωθαν ότι ο Θεός έστειλε Κάποιον ο Οποίος ήταν ένα με τους ανθρώπους, όχι για να κάνει επίδειξη δύναμης, αλλά για να μοιραστεί την αγάπη της ύπαρξής Του. Και δεν μαράθηκε ποτέ. Ούτε ακόμη όταν έλαβε εκούσια τον θάνατο. Διότι και πάλι αναστήθηκε, αφού κήρυξε εν Άδη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού. Δεν μαραίνεται η Βασιλεία του Θεού ποτέ. Δεν σκοτίζεται το φως το αληθινό. Δεν δύει το κάλλος, ακόμη κι αν η κακία των ανθρώπων δίνει την αίσθηση ότι έκρυψε την παρουσία του Θεανθρώπινου Προσώπου. Και είναι η Παναγία η μόνη που βλάστησε την άληκτο Ζωή. Οι άνθρωποι γεννούμε παιδιά, τα οποία ακολουθούν την φυσική εξέλιξη του χρόνου και της ζωής. Τα ρόδα θα μαραθούν. Ο Χριστός είναι εις τον αιώνα χθες και σήμερον ο Αυτός.
«Το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα». Το μοναδικό μήλο το οποίο είναι ευωδιαστό για πάντα γέννησε η Παναγία. Τα εκ της φύσεως μήλα είναι εύοσμα όσο βρίσκονται στο δέντρο. Μετα, ο χρόνος σταδιακά σβήνει την ευωδία. Ο Χριστός, ως μήλον εύοσμον, παραμένει ταυτόχρονα στο δέντρο της κοινωνίας των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος και γι’ αυτό δεν μαραίνεται ποτέ, διότι είναι Θεός, αλλά και κόβει ο Ίδιος τον εαυτό Του από το δέντρο, παραμένοντας με τρόπο μυστικό και ανερμήνευτο λογικά επάνω του, διδόμενος ως εύοσμο μήλο στους ανθρώπους, για να Τον οσφρανθούν και να μεθύσουν από τη χαρά της ευωδίας, για να Τον γευτούν ως τροφή η οποία στηρίζει και ανακαινίζει την κουρασμένη από την αμαρτία, αλλά και τις μέριμνες της ζωής, τις ήττες και τις αποτυχίες, τις αγωνίες και τους φόβους, ύπαρξη, κι ενώ «εσθίεται», «ουδέποτε δαπανάται», δεν ξοδεύεται, δεν τελειώνει, καθώς το μήλο γίνεται το Σώμα και το Αίμα του, «αγιάζον τους εσθίοντας» στη θεία λειτουργία.
«Το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως». Και αυτό το ευωδιαστό μήλο το οσφραίνεται ο Θεός, ως βασιλιάς των όλων, διότι Αυτός το απέστειλε, αλλά και την ίδια στιγμή επάνω Του αποτυπώνονται χωρίς τέρμα οι δυνατότητες που δόθηκαν στην ανθρώπινη φύση από την αρχή της Δημιουργίας, να είναι δηλαδή εγκεντρισμένος ο άνθρωπος στο ξύλο της ζωής, της αγάπης που γίνεται αθανασία, πνευματική και σωματική, και ομοίωση κατά χάριν Θεού. Πρώτη η Παναγία γίνεται το οσφράδιο του πάντων Βασιλέως, του Υιού και Θεού της. Διότι τελικά, όπως εκείνη, έτσι κι εμείς μπορούμε να εκπληρώσουμε το νόημα της ζωής και τον προορισμό μας: να γίνουμε τέκνα Θεού. Η αμαρτία, ο πνευματικός θάνατος, το εγωτικό θέλημα μάς κάνουν να αποκοπτόμαστε από το δέντρο του Θεού και όλα επάνω μας σταδιακά φθείρονται και αποκτούν την αποφορά και την δυσοσμία του θανάτου. Όμως, η επάνοδός μας, όπως η Παναγία πρώτη, στον Θεό διά του Χριστού και της κοινωνίας μαζί Του, κάνουν όλα τα χαρίσματά μας, το πρόσωπό μας συνολικά, ως σωματοψυχική ύπαρξη, να ξαναβρίσκει την ευωδία της αγάπης και της αιωνιότητας, όπως μάς την έδωσε και συνεχώς μας την ξαναδίνει ο Χριστός.
«Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα». Δεν έλαβε τον γάμο τον ανθρώπινο η Παναγία. Έγινε Μάνα, άνευ ανδρός. Δεν βίωσε την χαρά, αλλά και τη φθορά της ανθρώπινης σχέσης, αλλά αξιώθηκε να ζήσει τη χάρη της κοινωνίας με τον Ίδιο τον Θεό, να γίνει η Μάνα του Θεού και γι’ αυτό δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανέναν άνθρωπο, αλλά σε όλους, είναι η Μάνα όλων μας. Δεν δοκίμασε τη φθορά που η καθημερινότητα προκαλεί σωματικά και ψυχικά στους ανθρώπους που ζούνε μαζί στο μυστήριο του γάμου, που δυσκολεύει τη χαρά της αγάπης. Δεν το χρειαζόταν. Υπερέβη την φύση. Και γι’ αυτό, με τις πρεσβείες της σώζει τον κόσμο εκ της φθοράς. Δείχνει τον Χριστό ως Εκείνον που μας βοηθά να αντέχουμε. Εκείνον που σηκώνει τις ήττες της συνήθειας και της αποτυχίας σε κάθε σχέση, για να μας αγιάσει με την αγάπη Του και να κάνει και τους άλλους άγιους κοντά μας, αρκεί να το θέλουμε και να το επιζητούμε στη ζωή και τον τρόπο της Εκκλησίας.
Στην Εκκλησία, όλα τα της Παναγίας βιώνονται και πάλι από τον καθένα και την καθεμιά μας. Γι’ αυτό και ο Ακάθιστος Ύμνος, τελικά, είναι ένα μεγαλείο υπενθύμισης της δικής μας ανάγκης για ανακαίνιση, με μπροστάρη μας την Παναγία, την Υπέρμαχο Στρατηγό. Ας την ακολουθήσουμε στην οδό του Χριστού!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός