παπα Γιώργης Δορμπαράκης
«Χαῖρε, πιστούς Κυρίῳ ἁρμόζουσα»
(Χαίρε, Παναγία, που ενώνεις τους πιστούς με τον Κύριο).
Ο υμνογράφος αναφερόμενος δοξολογικά προς την Υπεραγία Θεοτόκο τονίζει το κατεξοχήν έργο της: τη σύνδεση των πιστών με τον Υιό και Θεό της, Κύριο Ιησού Χριστό.
Διότι τι άλλο επιτελεί η Θεοτόκος και κατέχει την ύψιστη θέση στο σώμα του Χριστού παρά τη διαρκή παραπομπή των μελών του σώματος στην ίδια την κεφαλή τους;
Ο Κύριος είναι η κεφαλή της Εκκλησίας και όλοι οι πιστοί που βαπτίστηκαν και χρίστηκαν στο όνομά Του αποτελούν τα μέλη Του, που σημαίνει ότι αφενός η σχέση μας ως πιστών με τον Χριστό είναι η ανώτερη που μπορεί να υπάρξει: η σχέση ταύτισης – «ἡμεῖς ἐν Αὐτῷ καί Αὐτός ἐν ἡμῖν», κατά το πρότυπο της σχέσεως Εκείνου με τον Θεό Πατέρα -, αφετέρου η ταυτοτική αυτή σχέση δεν κατανοείται εκτός της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου.
Κι είναι ευνόητο: ο Υιός και Λόγος του Θεού, ευδοκούντος του Θεού Πατρός και συνεργούντος του Αγίου Πνεύματος, διότι μία και κοινή η ενέργεια της Αγίας Τριάδος, γίνεται άνθρωπος διά της Θεοτόκου Μαρίας. Την ανθρώπινη φύση ο Θεός την προσέλαβε από το πιο αγιασμένο πλάσμα Του, τη μικρή κόρη της Ναζαρέτ, έτσι ώστε διά παντός ο Κύριος να φέρει και την ανθρωπότητά Του μαζί με τη Θεότητά Του, «διπλοῦς τήν φύσιν ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν».
Λοιπόν, η εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου που κατανοείται ως εύρεση και πάλι του Θεού μας: «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τον Πατέρα», πραγματοποιείται πια μέσα στο σώμα του Χριστού, «ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου» «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις».
Από την άποψη αυτή είναι ευνόητο ότι η Παναγία Μητέρα «εξαφανίζεται» ως μεμονωμένο πρόσωπο, ή καλύτερα τότε βρίσκει την απόλυτη και οριστική θέση της, (αναδυόμενη στο έπακρο ως η Πρώτη και Μοναδική του Σώματος του Υιού και Θεού της και φανερώνοντας συνεπώς μέσα σε απόλυτο φως την παρουσία Εκείνου), μόνο ως Δεομένη και Οδηγήτρια – πλησιάζουμε την Υπεραγία και Πάναγνη και βρισκόμαστε αυτομάτως ενώπιον Κυρίου και Θεού μας.
Και
το ίδιο βεβαίως επιτελούν όλοι οι άγιοι: στο πρόσωπό τους τον Χριστό
συναντάμε και μάλιστα με δραστικό τρόπο˙ μας ενισχύουν δεόμενοι για εμάς
να ενωνόμαστε με τον Κύριο. Διότι «Αὐτός ἐστιν ὁ Σωτήρ τοῦ Σώματος» και «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία».
Είμαστε όμως «συνεργοί Θεοῦ». Απαιτείται και η δική μας θέληση προκειμένου η ενσάρκωσή Του να τελειώνεται και σε εμάς. Και δεν εννοούμε μόνο το άγιο βάπτισμα, αλλά και αυτό που συνιστά την διαρκή ενεργοποίηση του βαπτίσματος, την πνευματική μας ζωή.
Πότε αρχίζει να ενεργοποιείται και να ζωντανεύει η χάρη του βαπτίσματός μας, διά του οποίου γίναμε μέλη Χριστού; Όταν αρχίζουμε την πνευματική ζωή, όταν δηλαδή αρχίζουμε και αγωνιζόμαστε για τη μεταμόρφωση των ψεκτών παθών μας ώστε να γίνουν αυτά ένθεα πάθη, αγάπη και αληθινή ταπείνωση.
Χωρίς την κινητοποίηση αυτή η χάρη της ενσωμάτωσης στον Κύριο και την Εκκλησία παραμένει κενό γράμμα. Και ο μοναδικός τρόπος που επιτελείται η άγια αυτή μεταμόρφωση είναι η τήρηση των αγίων εντολών του Χριστού.
Πιστός που εντάχτηκε με άλλα λόγια στην Εκκλησία τηρεί ό,τι ο Κύριος μας έδωσε ως κατεύθυνση ζωής διά των εντολών Του: το «ἀκολουθεῖν Ἐκείνῳ», με αποτέλεσμα να γίνεται ένα κατοικητήριο του Θεού, ένας ζωντανός ναός του αγίου Πνεύματος, ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο.
Κι έτσι προβάλλεται και πάλι το πάντιμο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Διότι η Θεοτόκος όχι μόνο έγινε «ἡ γέφυρα δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός» στον κόσμο, αλλά και μας υποδεικνύει στους αιώνες τους άπαντες ότι ο μόνος τρόπος αποδοχής Του και ενώσεως με Αυτόν είναι η απόλυτη και άκρα υπακοή σε ό,τι Εκείνος μας υποδεικνύει. «Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε» είναι η διαρκής προτροπή της, βασισμένη στο ίδιο το προσωπικό της βίωμα: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου».
Και ποιο το αποτέλεσμα στην ίδια της υπακοής αυτής που μπορεί και βιώνει εξίσου και κάθε πιστός; Η σάρκωση του Θεού μέσα στην ύπαρξή της. Το ναι της Παναγίας αποτέλεσε τη συνέχεια του δημιουργικού Λόγου του Θεού, ο Οποίος «είπε και εγενήθησαν» τα πάντα στον κόσμο. Το ίδιο και σ’ Εκείνην: ο λόγος της ως ένα είδος παντοδύναμης ενέργειας δημιουργεί τον «χώρο» για να σκηνώσει και σ’ αυτήν με μοναδικό τρόπο ο Υιός και Λόγος του Θεού.
Η Παναγία μάς ένωσε και μας ενώνει με τον Κύριο: και μοναδικά μέσα από τη σάρκα της, αλλά και μοναδικά μέσα από το παράδειγμά της. Και καθορίζει έτσι και τη δική μας στάση: να σαρκώνουμε αδιάκοπα όσο ζούμε τον Κύριο με την υπακοή μας στο άγιο θέλημά Του˙ να υποδεικνύουμε λόγω και έργω τον Κύριο ως Σωτήρα του κόσμου, βοηθώντας έτσι την άρμοση των ανθρώπων με Εκείνον.