“Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου” (Μάρκ. 10, 37).
“Ὅταν θὰ ἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου, βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά σου».
Ένα από τα ζητούμενα της εποχής μας στις ανθρώπινες σχέσεις είναι η ενσυναίσθηση. Οι άνθρωποι έχουμε γίνει τόσο εγωκεντρικοί, που δεν μας νοιάζει ο διπλανός μας, πολλές φορές ούτε ο οικείος μας. Έτσι, δεν θέλουμε να μπούμε στη θέση του, να καταλάβουμε τι σκέφτεται και γιατί, ποιες δυσκολίες περνάει, ποια είναι τα άγχη και οι φόβοι του, ενώ, συχνά, ζηλεύουμε και στη χαρά του, καθότι μέσα μας λειτουργεί ένα είδος φθόνου που αρρωσταίνει καρδιές.
Δεν είναι όμως μόνο φαινόμενο των καιρών μας η απουσία ενσυναίσθησης. Το διαπιστώνουμε αυτό με έκπληξη σε έναν από τους τελευταίους διαλόγους που είχε ο Χριστός με τους μαθητές Του, πριν πορευθεί προς το εκούσιον πάθος Του. Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Ε᾽Νηστειών, βλέπουμε τον Κύριο να αναφέρει στους μαθητές Του τα σχετικά με το πάθος Του, να τους ενημερώνει ότι ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, δηλαδή στη θρησκευτική ηγεσία του ιουδαϊκού λαού και εκείνοι θα Τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα Τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρες Ρωμαίους, οι οποίοι θα Τον κοροϊδέψουν, θα Τον μαστιγώσουν, θα Τον φτύσουν, θα Τον σκοτώσουν. Η μόνη παρήγορη αναφορά του Χριστού είναι πως την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Κι ενώ θα περίμενε κάποιος ότι οι μαθητές θα συγκλονίζονταν από τα προφητικά αυτά λόγια, θα στενοχωριούνταν, θα ρωτούσαν αν υπήρχε τρόπος μια τέτοια πορεία να αποφευχθεί, θα δήλωναν τη συμπαράστασή τους στον Κύριο με κάθε τρόπο και την αγάπη τους, οι δύο μαθητές, οι οποίοι βρίσκονταν μαζί Του εξ αρχής και ο Κύριος τους έπαιρνε μαζί με τον Πέτρο σε δύσκολες και ωραίες στιγμές, όπως η Μεταμόρφωση και η ανάσταση της κόρης του Ιάειρου, έχουν ένα αίτημα να Του υποβάλουν. Όταν θα εγκαταστήσει την ένδοξη βασιλεία Του, να τους βάλει στα δεξιά και στα αριστερά Του, δηλαδή να τους έχει στην πρώτη θέση αυτής της βασιλείας, τιμώμενα πρόσωπα και εκλεκτά, συνεργάτες της απόλυτης εξουσίας και κριτές των ανθρώπων.
Το αίτημα των μαθητών είναι ένα σημάδι ότι δεν αρκεί να είμαστε κοντά στον Θεό. Δεν αρκεί να βλέπουμε τα θαυμαστά Του. Δεν αρκεί να είμαστε βέβαιοι για την αγάπη Του, που δίνει νόημα στην πορεία μας κοντά Του, αν μέσα μας δεν έχουμε επίγνωση τι αληθινά ζητά από εμάς και δεν μπαίνουμε στη θέση Του, όχι μόνο σε κρίσιμες στιγμές της ζωής, αλλά και κάθε στιγμή. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν βλέπουμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας Εκείνον.
Οι δύο μαθητές αποκαλύπτουν, άθελά τους ή ηθελημένα, ότι η έγνοια τους δεν ήταν ο Χριστός ως ο δάσκαλός τους, ο φίλος, ο οικείος, ο πατέρας, αλλά ο εαυτός τους. Δεν έφτανε η αγάπη τους για να βγούνε από το εγώ τους. Τους ενδιέφερε το δικό τους συμφέρον, με αποτέλεσμα, όταν καταλαβαίνουν ότι η επίγεια πορεία του Χριστού φτάνει προς το τέλος της, να σπεύδουν να εξασφαλίσουν τα ανταλλάγματα για την άλλη πορεία, για το άλλο ξεκίνημα, τη δική τους δόξα και τιμή, αυτό που αισθάνονταν ότι δικαιούνταν επειδή στάθηκαν δίπλα Του. Απέχουν όμως πάρα πολύ από αυτό που Εκείνος ήρθε να δώσει και στους μαθητές και στον κόσμο: την προτεραιότητα του πλησίον και της αγάπης.
Πόσο συναισθηματικά ελλιπείς ήταν οι μαθητές εκείνη την ώρα! Ανίστοιχα θα είναι και το βράδυ της αγωνίας στη Γεθσημανή. Ο Χριστός θα προσεύχεται μπροστά στο Πάθος και τον θάνατό Του κι εκείνοι θα κοιμούνται, αδυνατώντας να νιώσουν την κρισιμότητα των στιγμών, την ανάγκη κατά άνθρωπον του Χριστού να είναι δίπλα Του, να μην Τον αφήσουν μόνο Του. Ο Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός, αλλά και τέλειος άνθρωπος. Γι᾽αυτό και έχει τις ανάγκες που έχουμε όλοι μας: την αγάπη, τη στήριξη, τη φιλία, την αποδοχή. Εκείνος, επειδή μας αγαπά, θα προσπεράσει τη δική μας συναισθηματική και αντιληπτική παγωμάρα. Δεν θα μείνει στην θλίψη που προκαλεί η επίγνωση ότι δεν νοιαζόμαστε να αγαπήσουμε, αλλά μόνο να κερδίσουμε από Εκείνον. Θα συνεχίσει να μας διδάσκει, παρά την κατά άνθρωπον λύπη της καρδιάς και της ψυχής Του. Και θα μας συγχωρεί και θα μας στηρίζει.
Όμως, η απουσία ενσυναίσθησης είναι μία μεγάλη έλλειψη της καρδιάς και της ύπαρξής μας. Αν σκεφτούμε μάλιστα ότι και οι άλλοι δέκα μαθητές άρχισαν να αγανακτούν εναντίον του Ιακώβου και του Ιωάννη, ίσως γιατί δεν πρόλαβαν εκείνοι να ζητήσουν από τον Χριστό να είναι στη θέση των αδερφών Ζεβεδαίου, καθώς κατά βάθος φαίνεται ότι η ανάδειξη, η εξουσία, η προτεραιότητα του εγώ τούς ταλαιπωρούσε κι εκείνους, και γι᾽αυτό και άφησαν τον Κύριο μόνο Του μετά τη σύλληψή Του, πλην του Ιωάννη. Γι᾽αυτό και ο Χριστός τελικά δεν τους κατακρίνει.
Ας προβληματιστούμε κι εμείς για το έλλειμμα ενσυναίσθησης που έχουμε στη ζωή μας. Για το ότι, ενώ είμαστε χριστιανοί, δεν αφήνουμε την καρδιά μας να κατακλυστεί από αγάπη αληθινή για τον πλησίον μας, δεν έχουμε ούτε χρόνο ούτε χώρο για εκείνον και τις έγνοιες και τους σταυρούς του. Γιατί αν η έλλειψη ενσυναίσθηση είναι για τον άλλο, τότε είναι και για τον Χριστό. Δεν μπορούμε να περάσουμε αυθεντικά στην Μεγάλη Εβδομάδα, αν δεν δούμε τον Χριστό στο πρόσωπο του αδελφού μας. Αν δεν μοιραστούμε τη λύπη και τη χαρά του. Αν, τελικά, μέσα από τον άλλο στη ζωή της Εκκλησίας και του κόσμου, δεν συναντήσουμε τον Χριστό.
Η ενσυναίσθηση ως κατανόηση του άλλου έρχεται όταν η πορεία μας είναι προσανατολισμένη προς τον Χριστό και τον πλησίον. Αν τα πάντα είναι “εγώ” και συμφέρον, πόρρω απέχουμε από την αλήθεια. Κι ο κόσμος τελικά υποφέρει. Χωρίς αγάπη, δεν υπάρχει νόημα. Ας το παλέψουμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
“Ὅταν θὰ ἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου, βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά σου».
Ένα από τα ζητούμενα της εποχής μας στις ανθρώπινες σχέσεις είναι η ενσυναίσθηση. Οι άνθρωποι έχουμε γίνει τόσο εγωκεντρικοί, που δεν μας νοιάζει ο διπλανός μας, πολλές φορές ούτε ο οικείος μας. Έτσι, δεν θέλουμε να μπούμε στη θέση του, να καταλάβουμε τι σκέφτεται και γιατί, ποιες δυσκολίες περνάει, ποια είναι τα άγχη και οι φόβοι του, ενώ, συχνά, ζηλεύουμε και στη χαρά του, καθότι μέσα μας λειτουργεί ένα είδος φθόνου που αρρωσταίνει καρδιές.
Δεν είναι όμως μόνο φαινόμενο των καιρών μας η απουσία ενσυναίσθησης. Το διαπιστώνουμε αυτό με έκπληξη σε έναν από τους τελευταίους διαλόγους που είχε ο Χριστός με τους μαθητές Του, πριν πορευθεί προς το εκούσιον πάθος Του. Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Ε᾽Νηστειών, βλέπουμε τον Κύριο να αναφέρει στους μαθητές Του τα σχετικά με το πάθος Του, να τους ενημερώνει ότι ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, δηλαδή στη θρησκευτική ηγεσία του ιουδαϊκού λαού και εκείνοι θα Τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα Τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρες Ρωμαίους, οι οποίοι θα Τον κοροϊδέψουν, θα Τον μαστιγώσουν, θα Τον φτύσουν, θα Τον σκοτώσουν. Η μόνη παρήγορη αναφορά του Χριστού είναι πως την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Κι ενώ θα περίμενε κάποιος ότι οι μαθητές θα συγκλονίζονταν από τα προφητικά αυτά λόγια, θα στενοχωριούνταν, θα ρωτούσαν αν υπήρχε τρόπος μια τέτοια πορεία να αποφευχθεί, θα δήλωναν τη συμπαράστασή τους στον Κύριο με κάθε τρόπο και την αγάπη τους, οι δύο μαθητές, οι οποίοι βρίσκονταν μαζί Του εξ αρχής και ο Κύριος τους έπαιρνε μαζί με τον Πέτρο σε δύσκολες και ωραίες στιγμές, όπως η Μεταμόρφωση και η ανάσταση της κόρης του Ιάειρου, έχουν ένα αίτημα να Του υποβάλουν. Όταν θα εγκαταστήσει την ένδοξη βασιλεία Του, να τους βάλει στα δεξιά και στα αριστερά Του, δηλαδή να τους έχει στην πρώτη θέση αυτής της βασιλείας, τιμώμενα πρόσωπα και εκλεκτά, συνεργάτες της απόλυτης εξουσίας και κριτές των ανθρώπων.
Το αίτημα των μαθητών είναι ένα σημάδι ότι δεν αρκεί να είμαστε κοντά στον Θεό. Δεν αρκεί να βλέπουμε τα θαυμαστά Του. Δεν αρκεί να είμαστε βέβαιοι για την αγάπη Του, που δίνει νόημα στην πορεία μας κοντά Του, αν μέσα μας δεν έχουμε επίγνωση τι αληθινά ζητά από εμάς και δεν μπαίνουμε στη θέση Του, όχι μόνο σε κρίσιμες στιγμές της ζωής, αλλά και κάθε στιγμή. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν βλέπουμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας Εκείνον.
Οι δύο μαθητές αποκαλύπτουν, άθελά τους ή ηθελημένα, ότι η έγνοια τους δεν ήταν ο Χριστός ως ο δάσκαλός τους, ο φίλος, ο οικείος, ο πατέρας, αλλά ο εαυτός τους. Δεν έφτανε η αγάπη τους για να βγούνε από το εγώ τους. Τους ενδιέφερε το δικό τους συμφέρον, με αποτέλεσμα, όταν καταλαβαίνουν ότι η επίγεια πορεία του Χριστού φτάνει προς το τέλος της, να σπεύδουν να εξασφαλίσουν τα ανταλλάγματα για την άλλη πορεία, για το άλλο ξεκίνημα, τη δική τους δόξα και τιμή, αυτό που αισθάνονταν ότι δικαιούνταν επειδή στάθηκαν δίπλα Του. Απέχουν όμως πάρα πολύ από αυτό που Εκείνος ήρθε να δώσει και στους μαθητές και στον κόσμο: την προτεραιότητα του πλησίον και της αγάπης.
Πόσο συναισθηματικά ελλιπείς ήταν οι μαθητές εκείνη την ώρα! Ανίστοιχα θα είναι και το βράδυ της αγωνίας στη Γεθσημανή. Ο Χριστός θα προσεύχεται μπροστά στο Πάθος και τον θάνατό Του κι εκείνοι θα κοιμούνται, αδυνατώντας να νιώσουν την κρισιμότητα των στιγμών, την ανάγκη κατά άνθρωπον του Χριστού να είναι δίπλα Του, να μην Τον αφήσουν μόνο Του. Ο Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός, αλλά και τέλειος άνθρωπος. Γι᾽αυτό και έχει τις ανάγκες που έχουμε όλοι μας: την αγάπη, τη στήριξη, τη φιλία, την αποδοχή. Εκείνος, επειδή μας αγαπά, θα προσπεράσει τη δική μας συναισθηματική και αντιληπτική παγωμάρα. Δεν θα μείνει στην θλίψη που προκαλεί η επίγνωση ότι δεν νοιαζόμαστε να αγαπήσουμε, αλλά μόνο να κερδίσουμε από Εκείνον. Θα συνεχίσει να μας διδάσκει, παρά την κατά άνθρωπον λύπη της καρδιάς και της ψυχής Του. Και θα μας συγχωρεί και θα μας στηρίζει.
Όμως, η απουσία ενσυναίσθησης είναι μία μεγάλη έλλειψη της καρδιάς και της ύπαρξής μας. Αν σκεφτούμε μάλιστα ότι και οι άλλοι δέκα μαθητές άρχισαν να αγανακτούν εναντίον του Ιακώβου και του Ιωάννη, ίσως γιατί δεν πρόλαβαν εκείνοι να ζητήσουν από τον Χριστό να είναι στη θέση των αδερφών Ζεβεδαίου, καθώς κατά βάθος φαίνεται ότι η ανάδειξη, η εξουσία, η προτεραιότητα του εγώ τούς ταλαιπωρούσε κι εκείνους, και γι᾽αυτό και άφησαν τον Κύριο μόνο Του μετά τη σύλληψή Του, πλην του Ιωάννη. Γι᾽αυτό και ο Χριστός τελικά δεν τους κατακρίνει.
Ας προβληματιστούμε κι εμείς για το έλλειμμα ενσυναίσθησης που έχουμε στη ζωή μας. Για το ότι, ενώ είμαστε χριστιανοί, δεν αφήνουμε την καρδιά μας να κατακλυστεί από αγάπη αληθινή για τον πλησίον μας, δεν έχουμε ούτε χρόνο ούτε χώρο για εκείνον και τις έγνοιες και τους σταυρούς του. Γιατί αν η έλλειψη ενσυναίσθηση είναι για τον άλλο, τότε είναι και για τον Χριστό. Δεν μπορούμε να περάσουμε αυθεντικά στην Μεγάλη Εβδομάδα, αν δεν δούμε τον Χριστό στο πρόσωπο του αδελφού μας. Αν δεν μοιραστούμε τη λύπη και τη χαρά του. Αν, τελικά, μέσα από τον άλλο στη ζωή της Εκκλησίας και του κόσμου, δεν συναντήσουμε τον Χριστό.
Η ενσυναίσθηση ως κατανόηση του άλλου έρχεται όταν η πορεία μας είναι προσανατολισμένη προς τον Χριστό και τον πλησίον. Αν τα πάντα είναι “εγώ” και συμφέρον, πόρρω απέχουμε από την αλήθεια. Κι ο κόσμος τελικά υποφέρει. Χωρίς αγάπη, δεν υπάρχει νόημα. Ας το παλέψουμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός