«Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο» (Γαλ. 2, 17)
«῍Αν ὅμως, ζητώντας νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὸν Χριστό, βρεθήκαμε νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοὶ ὅπως οἱ ἐθνικοί, σημαίνει τάχα πὼς ὁ Χριστὸς ὁδηγεῖ στὴν ἁμαρτία; ῎Οχι βέβαια!»
Στο αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, ο απόστολος Παύλος μάς δείχνει κάποιες όψεις του σταυρικού δρόμου, τον οποίο πρώτος ο Χριστός ακολούθησε και, στη συνέχεια, μας προτείνει η Εκκλησία. Σ’ αυτόν τον δρόμο υπάρχει και μία πλευρά, την οποία δεν είμαστε σε θέση συνήθως να κατανοήσουμε. Ότι η αμαρτία είναι στοιχείο του δικού μας σταυρού, τα οψώνιά της, που είναι ο θάνατος κάθε μορφής, μάς κατατρώγουν και ότι, σηκώνοντας τον σταυρό μας, χρειάζεται να διακρίνουμε τελικά τι είναι η αμαρτία και γιατί ο Χριστός ήρθε στον κόσμο να δώσει την καινή κτίση.
Οι χριστιανοί συνήθως έχουμε την αίσθηση ότι η πίστη αρκεί. Ότι ο εσωτερικός μας κόσμος αλλάζει, αφού πιστεύουμε στον Χριστό, αυτόματα. Ότι αρκεί να τηρούμε τις εντολές και να φαίνεται ότι τις τηρούμε στο επίπεδο της συμπεριφοράς, των ηθών, των εθίμων, του κηρύγματος, της αίσθησης ότι είμαστε «οι καλοί» της ιστορίας και αυτό είναι αρκετό. Τα υπόλοιπα θα μας τα δώσει ο Χριστός. Ζητούμε τη δικαίωση, χωρίς να νιώθουμε ότι η αμαρτία είναι κάτι βαθύτερο στην πορεία μας στον κόσμο αυτό. Έχει να κάνει με την αποτυχία μας να δοθούμε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, να αγαπήσουμε Εκείνον και τον συνάνθρωπο, να εμπιστευθούμε στο πιο δύσκολο σημείο της ζωής που είναι ο θάνατος το Πρόσωπό Του, χωρίς να αρκούμαστε στις βεβαιότητες ότι όλα λειτουργούν αυτόματα, επειδή ο Χριστός μας αγαπά.
Εύκολα λοιπόν βρισκόμαστε κι εμείς «αμαρτίας διάκονοι». Μόνο που ο σταυρικός δρόμος και τρόπος του Χριστού, δεν είναι διακονία της αμαρτίας, αλλά υπέρβασή της. Το πρόβλημά μας δεν είναι οι επιθυμίες μας, που ο πολιτισμός μας παραγγέλνει να τις ικανοποιήσουμε, αρκεί να μη βλάπτουμε ανεπανόρθωτα τους άλλους. Το πρόβλημα είναι ότι ικανοποιώντας τις επιθυμίες μας, με σκοπό την ευχαρίστησή μας, δεν συνειδητοποιούμε ότι εισερχόμαστε σε έναν τρόπο που η ίδια η ζωή δείχνει ότι είναι τρόπος ψευδαίσθησης. Διότι όσες επιθυμίες και να ικανοποιήσουμε, πάλι θα θέλουμε κι άλλες. Όση ευχαρίστηση κι αν βρούμε, δεν μπορούμε να νικήσουμε τον έσχατο εχθρό μας που είναι ο θάνατος. Όση πίστη κι αν έχουμε, σταυρός και θάνατος πάνε μαζί. Ο Χριστός δεν ήρθε για να μας απαλλάξει από τον θάνατο, αλλά να τον ανανοηματοδοτήσει στην προοπτική της ανάστασης. Ο θάνατος θα καταργηθεί στο τέλος της ιστορίας. Το ίδιο και η αμαρτία. Ο δρόμος του σταυρού όμως είναι υπόμνηση ότι φέρουμε εντός μας τον τρόπο της αμαρτίας, ως συνέπειας της επιλογής μας να θεοποιούμε τον εαυτό μας, κατάσταση που μοιάζει αναπόφευκτη, καθώς η πρώτη σκέψη μας, κάθε στιγμή, είναι το «εγώ» μας.
Ας αποδεχτούμε στην καρδιά μας ότι το να παλέψουμε να μην είναι « μόνο το εγώ» ή «πρώτα το εγώ» ο τρόπος της ζωής μας είναι ο σταυρός μας. Και επειδή θα νικηθούμε, ας πάρουμε την απόφαση ότι κληθήκαμε να ακολουθούμε την οδό του σταυρού που περιλαμβάνει πτώσεις και αναστάσεις. Αρκεί να αισθανόμαστε ότι ο Χριστός συμπορεύεται, αίρει τα φορτία μας αν Τον εμπιστευτούμε, ότι η Εκκλησία είναι το σπίτι στο οποίο καλούμαστε να ξαποσταίνουμε στη ζωή, ότι δεν υπάρχει αυτόματη και μαγική αναίρεση της αμαρτίας, αλλά αγώνας αγάπης, υπέρβασης του εαυτού μας και νέου ξεκινήματος, καινής κτίσης, κάθε στιγμή. Κι ας αφήσουμε στην άκρη τις αυταπάτες ότι είμαστε άτρωτοι, ότι δεν θα θλιβούμε, δεν θα δοκιμαστούμε, δεν θα ταπεινωθούμε. Οι άγιοι που προπορεύτηκαν και προπορεύονται μάς δείχνουν ότι η ελπίδα είναι ο Χριστός και δεν θα χαθούμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός