Άγιος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης
Μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου ἀνεπίσκοπο κάθε ὥρα. Κάθε ὥρα νὰ ἐποπτεύεις, νὰ ἐξετάζεις, νὰ ἐλέγχεις τὸν ἑαυτό σου. Εἶσαι ἐν τάξει αὐτὴν τὴν ὥρα;
Ἐσὺ ὡς μοναχὸς ἐὰν εἶσαι βιαστής, ἐὰν εἶσαι ἀγωνιστής, θὰ κάνεις ἔλεγχο στὸν ἑαυτό σου, ὅλη τὴν ἡμέρα πῶς πέρασα;
Ἕνας ἀσθενής, δὲν τὸ παρακολουθάει μόνο ὁ γιατρός· καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀσθενὴς παρακολουθάει τὸν ἑαυτό του, ἂν μ᾿ ἐκεῖνα τὰ φάρμακα ποὺ τοῦ ῾δωσε ὁ γιατρός, πηγαίνει στὸ καλύτερο.
Ὄχι ὁ Γέροντας ἕναν-ἕναν θὰ παρακολουθήσει, κι ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ παρακολουθήσεις τὸν ἑαυτό σου.
Ἐρώτησα πολλὲς φορὲς καὶ τὸν γερο-Ἰωσὴφ πὼς ἔφτασε σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση.
Λέει: «Νὰ σοῦ πῶ. Ἐβάθυνα τόσο πολὺ στὸ «γνῶθι σαὐτόν». Τί εἶσαι σύ; Τίποτες, οὔτε ἕνα σκουλήκι δὲν εἶσαι. Τίποτε. Ἦρθε ἡ χάρις, σὲ σήκωσε, ἔγινες ἄγγελος· ἔφυγε ἡ χάρις, ἐγύρισες ἐν αὐτῷ».
Ναί, ἀλλὰ δὲν μοῦ λές, πῶς μποροῦμε νὰ προσελκύσουμε τὴ χάρη;
Ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται νὰ εἶναι ὁμαλός, ἡσύχιος ὁ νοῦς, ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται.
Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν πειρασμό, ἂν σᾶς ἐπιτεθεῖ ἢ ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ συνασκητοῦ σας, τοῦ συγκοινοβιάτου σας. Ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ γίνεις αἴτιος τῆς σωτηρίας σου, ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ γίνεις αἴτιος τῆς ὄχι σωτηρίας σου, ἀπὸ ἐσένα ἐξαρτᾶται.
Ὅταν ἐσὺ θέλεις τὴ σωτηρία σου καὶ βιάζεις τὸν ἑαυτό σου, ὅλα κατ᾿ εὐχὴν ἔρχονται.
Εἶναι παρατηρημένο ὅτι, στὶς πρῶτες ἡμέρες ποὺ ἐρχόμεθα στὸ κοινόβιο, ἔχουμε ζῆλο σὰν τὸν Ἄθωνα. Αὐτὸς ὁ ζῆλος προσέξετε νὰ μὴ σᾶς ἐξασθενήσει, νὰ μὴ σβήσει· διότι τότε εἶναι ὄχι καλά.
Μπορεῖς αὐτὸ τὸν ζῆλο νὰ τὸν αὐξήσεις, νὰ τὸν μεγαλώσεις; Ἄξιος ἐπαίνου εἶσαι.
Πρόσεξε ὅμως μήπως αὐτὸς ὁ ζῆλος, ἐννοῶ ζῆλο εἰς τὴν ὑπακοή, εἰς τὴν εὐχή, εἰς τὴν αὐτομεμψία, ἄγρυπνος στὴν ἀκολουθία, μὴ σὲ πάρει ὁ ὕπνος, στὸ δωμάτιό σου· νὰ ἐπιβλέπεις τὸν ἑαυτό σου, ὅλα αὐτὰ θεωροῦνται ζῆλος.
Ἂν ὁ ζῆλος ψυχρανθεῖ, τότε δὲν βαδίζεις καλά. Γι᾿ αὐτὸ διόρθωσε τὸν ἑαυτό σου, νὰ μὴν ψυχρανθεῖ αὐτὸς ὁ ζῆλος, αὐτὴ ἡ θερμότης.
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἀδερφός, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὸν ζῆλο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Διότι δὲν ξέρεις πόσα χρόνια θὰ ζήσεις στὸ μοναστήρι.
Μπορεῖ νὰ ζήσεις πέντε χρόνια, μπορεῖ νὰ ζήσεις δέκα, μπορεῖ νὰ ζήσεις καὶ πενήντα, δὲν γνωρίζεις πόσα χρόνια. Ἔ, αὐτὸς εἶναι ἄξιος ἐπαίνου, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὸν ζῆλο του ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀκμαῖο.
Τὴν σήμερον ἡμέρα δύσκολα, δύσκολα εἶναι.
Ἐρχόμουνα μία φορὰ μὲ τὸν γερο-Παντελεήμονα τῶν Παχωμαίων, τὸν ἀρχιγραμματέα. Καὶ μοῦ λέει ὅτι, εἶχε πάει μία φορὰ στὸ Γρηγοριάτικο τὸ κονάκι, ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι ποιὸς ἦταν ἀντιπρόσωπος.
Ἀφοῦ μιλήσανε, «τώρα θὰ πάω στὴν Κοινότητα», λέει.
– Πᾶμε μαζί, Γέροντα.
– Ὄχι, λέει, Παντελεήμων, ὄχι.
– Γιατί;
– Νὰ πάω ἀπ᾿ τὸ κονάκι μέχρι τὴν Κοινότητα, λέω τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας.
Εἶδες πῶς βιάζονται οἱ πατέρες!