Πρότυπο
τοῦ ἀνθρώπου, αἰώνιο καὶ ἀμετάβλητο, ἀποτελεῖ ὁ Θεός. Ὅταν ὁ Χριστὸς
μᾶς παρακινεῖ σὲ κάτι, τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς φέρει πιὸ κοντὰ στὸ «καθ’
ὁμοίωσιν». Κυρίως καὶ κατὰ ἐξαίρετο τρόπο ὁ Θεὸς προβάλλεται ὡς ἡ τέλεια
εἰκόνα τῆς ἀγάπης, πρὸς τὴν ὁποία καλεῖται νὰ συμμορφώσει ἑαυτὸν καὶ ὁ
ἄνθρωπος.
«Ἔσεσθε υἱοὶ τοῦ Ὑψίστου, (δι)ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς» (Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ).
Ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ μιὰ ἀγάπη ποὺ δὲν εἶναι ἐπιλεκτική, ὅπως συνήθως συμβαίνει σὲ μᾶς. Ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τοὺς φίλους καὶ μισοῦμε τοὺς ἐχθρούς μας. Στὴν καλύτερη περίπτωση, λέμε συνήθως ὅτι δὲν μισοῦμε, ἀλλὰ ἀγνοοῦμε ὅσους δὲν μᾶς ἀρέσουν. Καὶ μάλιστα αὐτὸ τὸ τελευταῖο, ἡ ὑπεροπτική μας ἀδιαφορία γι’ αὐτούς, θεωρεῖται καὶ πνευματικὴ κατάσταση, ἀφοῦ ἔχουμε τὴν «ἀνωτερότητα» νὰ μὴν προβαίνουμε ἀπέναντί τους σὲ ἐχθρικὲς ἐνέργειες, ἀντίστοιχες πρὸς τὶς τυχὸν δικές τους πρὸς ἐμᾶς.
Τὸ νὰ μὴν ἀνταποδίδουμε ὅμως τὸ κακὸ εἶναι μιὰ λειψή, μιὰ παθητικὴ ἀρετή. Τὸ μισὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς ζητάει ὁ Χριστός. Τὸ ἄλλο μισὸ εἶναι νὰ ἀγαπήσουμε τὸν ἐχθρό μας καὶ μάλιστα νὰ δείξουμε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη μας, νὰ τοῦ κάνουμε καλό. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ἐνεργητικὴ κατάσταση, ἡ οὐσιαστικὴ ὁλοκλήρωση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ.
Πρότυπο γιὰ μᾶς ὁ Θεὸς εἶναι κυρίως στὸ σημεῖο αὐτό, γιατὶ εἶναι χρηστὸς ἀπέναντι στοὺς ἐχθρούς του. Μπορεῖ νὰ ἐχθρεύονται πολλοὶ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν βλέπει πουθενὰ ἐχθρούς. Εὐεργετεῖ καὶ ὠφελεῖ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Ἡ φιλανθρωπία του ἀγκαλιάζει ἀδιακρίτως τοὺς πάντες. Μὲ τὴν ἁπλόχερη προσφορά του «τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος». Εἶναι γεμάτος χρηστότητα, δηλαδὴ καλοσύνη, ἀγάπη, ἀγαθότητα γιὰ ὅλους. Καμμιὰ κακία γιὰ κανένα πλάσμα του δὲν βρίσκει ἔδαφος μέσα του. Ἡ ἀγάπη του ἐκχέεται σὲ ὅλα τὰ ἔργα του.
«Χρηστὸς Κύριος τοῖς σύμπασι καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 103, 28. 144, 9). Μᾶς θέλει ὅλους κοντά του. Τὸ ἂν θὰ ἀπωλεσθοῦν διαπαντὸς κάποια ἀπὸ τὰ πλάσματά του, θὰ ὀφείλεται σὲ δική τους ἐλεύθερη καὶ ἀμετάκλητη ἐπιλογή. Ὄχι σὲ κάποια κακία ἢ τιμωρία τοῦ Θεοῦ.
Κατὰ τὸ πρότυπο λοιπὸν αὐτὸ τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας ὀφείλουμε νὰ γινόμαστε κι ἐμεῖς χρηστοί. Γεμάτοι ἀγαθότητα καὶ ἀγάπη, χρήσιμοι γιὰ ὅλους, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας. Νὰ μεταφέρουμε στοὺς ἀνθρώπους τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ. Τὴν εἰκόνα τῆς παράξενης καὶ ἀνεξήγητης αὐτῆς ἀγάπης, ποὺ ἐκτείνεται χωρὶς διάκριση σὲ φίλους καὶ ἐχθρούς, χωρὶς νὰ ζητάει ἀνταπόδοση. Νὰ γίνουμε ὀνήσιμοι, εὐεργετικοὶ δηλαδὴ καὶ ὠφέλιμοι. Σκεύη ἐκλογῆς, ὅπως ὁ Παῦλος, γεμάτοι μὲ τὴ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, εὔχρηστοι στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ὅλων. Χωρὶς τὴν ἀγάπη αὐτὴ καταντοῦμε ἄχρηστοι γιὰ τὸν Χριστό, ὅσες ἄλλες ἀρετὲς καὶ ἂν ἔχουμε.
Ὁ Φιλήμων, μαθητὴς τοῦ Παύλου, εἶχε δοῦλο τὸν Ὀνήσιμο. Αὐτός, παρὰ τὸ ὄνομά του, κατάντησε ἕνας ἄχρηστος δοῦλος. Ἔκλεψε ἀπὸ τὸν κύριό του χρήματα καὶ ἐξαφανίστηκε. Ὅμως ἡ ἀνεξιχνίαστη βουλὴ τοῦ Θεοῦ τὸν ἔφερε στὴ Ρώμη, στὰ πόδια τοῦ φυλακισμένου Παύλου. Κοντά του ὁ Ὀνήσιμος ἀνέκτησε τὴν ἀξία τοῦ ὀνόματός του. Ἔγινε Χριστιανός. Κατανόησε τὴ σημασία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μετανόησε καὶ ἐπέστρεψε στὸ ἀφεντικό του. Ὁ Παῦλος ἔγραψε στὸν Φιλήμονα: «Δέξου αὐτὸν ποὺ κάποτε σοῦ ἦταν ἄχρηστος, ἀλλὰ τώρα ἔγινε εὔχρηστος καὶ σὲ σένα καὶ σὲ μένα… Ποὺ ἀπὸ δοῦλος ἔγινε ἀδελφὸς ἀγαπητός» (Φιλήμ. 11. 16).
Μᾶς γοητεύει καθόλου ἐμᾶς αὐτὴ ἡ ἀλλαγή; Ἀπὸ ἄχρηστοι νὰ γινόμαστε χρηστοί;
Κατὰ τὸ πρότυπο λοιπὸν αὐτὸ τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας ὀφείλουμε νὰ γινόμαστε κι ἐμεῖς χρηστοί. Γεμάτοι ἀγαθότητα καὶ ἀγάπη, χρήσιμοι γιὰ ὅλους, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας. Νὰ μεταφέρουμε στοὺς ἀνθρώπους τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ. Τὴν εἰκόνα τῆς παράξενης καὶ ἀνεξήγητης αὐτῆς ἀγάπης, ποὺ ἐκτείνεται χωρὶς διάκριση σὲ φίλους καὶ ἐχθρούς, χωρὶς νὰ ζητάει ἀνταπόδοση. Νὰ γίνουμε ὀνήσιμοι, εὐεργετικοὶ δηλαδὴ καὶ ὠφέλιμοι. Σκεύη ἐκλογῆς, ὅπως ὁ Παῦλος, γεμάτοι μὲ τὴ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, εὔχρηστοι στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ὅλων. Χωρὶς τὴν ἀγάπη αὐτὴ καταντοῦμε ἄχρηστοι γιὰ τὸν Χριστό, ὅσες ἄλλες ἀρετὲς καὶ ἂν ἔχουμε.
Ὁ Φιλήμων, μαθητὴς τοῦ Παύλου, εἶχε δοῦλο τὸν Ὀνήσιμο. Αὐτός, παρὰ τὸ ὄνομά του, κατάντησε ἕνας ἄχρηστος δοῦλος. Ἔκλεψε ἀπὸ τὸν κύριό του χρήματα καὶ ἐξαφανίστηκε. Ὅμως ἡ ἀνεξιχνίαστη βουλὴ τοῦ Θεοῦ τὸν ἔφερε στὴ Ρώμη, στὰ πόδια τοῦ φυλακισμένου Παύλου. Κοντά του ὁ Ὀνήσιμος ἀνέκτησε τὴν ἀξία τοῦ ὀνόματός του. Ἔγινε Χριστιανός. Κατανόησε τὴ σημασία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μετανόησε καὶ ἐπέστρεψε στὸ ἀφεντικό του. Ὁ Παῦλος ἔγραψε στὸν Φιλήμονα: «Δέξου αὐτὸν ποὺ κάποτε σοῦ ἦταν ἄχρηστος, ἀλλὰ τώρα ἔγινε εὔχρηστος καὶ σὲ σένα καὶ σὲ μένα… Ποὺ ἀπὸ δοῦλος ἔγινε ἀδελφὸς ἀγαπητός» (Φιλήμ. 11. 16).
Μᾶς γοητεύει καθόλου ἐμᾶς αὐτὴ ἡ ἀλλαγή; Ἀπὸ ἄχρηστοι νὰ γινόμαστε χρηστοί;
π. Δημητρίου Μπόκου