Ό
Άγιος Πορφύριος έλεγε ότι στό Άγιο Όρος είναι κάτι πουλιά, μέσα στά
βαθειά δάση. Τώρα τά έχουν κάψει κι αυτά, τά περισσότερα. Και τί
κάνουνε; Κελαϊδούν ασταμάτητα. Όχι γιά νά τ’ ακούει κανείς. Όχι! Ξέρετε
γιατί κελαϊδούν; Γιά νά ευχαριστούν τόν Θεό πού τά ’φτιαξε.
«Αφού,
Θεούλη μας, μάς έδωσες τέτοια λαλιά», – «πουλιού λαλιά» πού λέει κι ό
ποιητής, ό εθνικός – «εμείς σ’ τήν επιστρέφουμε». «Τά σά έκ τών σών».
Τί ωραία είναι! Έτσι. «Νά χαίρεσαι πού μάς έφτιαξες.
Καί ξαναλέμε: Νά χαίρεσαι καί νά χαίρεσαι καί νά χαίρεσαι!»
Τί είναι αυτό; Ακοίμητη Δοξολογία! Αδιάλειπτη ευχή!
Τί είναι αυτό; Ακοίμητη Δοξολογία! Αδιάλειπτη ευχή!
Ή
προσευχή δέν είναι μόνο νά λές τήν ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ». Είναι
αυτά πού σάς έφερα τήν άλλη φορά καί διαβάσαμε εδώ πέρα στό ποίημα τού
Παράσχου. «Όλα προσεύχονται», λέει. «Όλα προσεύχονται!»
Κι
όταν μνημονεύεις τόν πεθαμένο είναι προσευχή, κι όταν τό παιδάκι
ανοίγει τό κλουβί καί φεύγει τό πουλάκι πού είναι κλεισμένο εκεί πέρα,
προσεύχεται κι εκείνο. Γιατί; Γιατί αφήνει τό πουλάκι νά φύγει. Ποιός τό
ρώτησε τό πουλάκι εκεί πέρα πού είναι, άν είναι ευχαριστημένο; Εμείς τό
βάλαμε εκεί, γιατί αρέσει σέ εμάς. Τό ρώτησε κανείς;
Μού έλεγε κάποιος είχε πάει στό Άγιο Όρος καί τού άρεσαν τ’ αηδόνια. Και τί πιάνει; Ανοίγει τό μαγνητόφωνο νά τά γράψει. Δέν έγραφε! Δέν έγραφε! Τίποτα! Μουλάρωσε! Ντάνγκ, κάτω. Τίποτα. Ενώ πρίν ήτανε καλά. Όταν βγήκε απ’ τ’ Άγιο Όρος καί τό ’βαλε, έγραφε! Ήρθε στόν Γέροντα Πορφύριο.
– «Μωρέ, τί έγινε μ’ εκείνα τ’ αηδόνια στ’ Άγιο Όρος; Τί έγινε μ’ εκείνα τ’ αηδόνια;» λέει.
– «Τί έγινε;» λέει.
– «Μόνο πού δέν έγραφε».
– «Πού το ξέρετε, Γέροντα;»
– «Έ, αφού σέ είδα», λέει.
– «Γιατί;»
– «Δέν θέλουν αυτά νά βγει ή φωνή τους απ’ τ’ Άγιο Όρος! Θέλουν νά υμνούν τόν Χριστό, τόν Θεό τόν Τριαδικό, τήν Παναγίτσα, τούς Αγίους, τούς Οσίους, δηλαδή, δέν θέλουνε νά βγει έξω ή λαλιά τους! Θέλουν νά ’ναι εκεί. Είναι δώρο! Τό κάνουνε δώρο στήν Παναγία. Είναι τάμα!»
Άκου τί τού ’πε! Ναί! Μετά δούλεψε τό μαγνητόφωνο…
(+)π. Ανανίας Κουστένης