Κάποτε οι Πατέρες της σκήτης έδωσαν εντολή να κρατήσουν
νηστεία οι Αδελφοί μια εβδομάδα, δηλαδή να μη βάλουν τίποτε στο στόμα
τους· ούτε νερό. Συνέβη όμως εκείνες τις ημέρες να επισκεφθούν τον Αββά
Μωυσή τον Αιθίοπα Μοναχοί από την Αίγυπτο.
Ο φιλόξενος Μωυσής έψησε φακές για να τους περιποιηθή.
Όταν είδαν καπνό να βγαίνη από την καλύβη τους, μερικοί όχι τόσο ενάρετοι Αδελφοί, είπαν στους Γέροντες:
— Ο Μωυσής περιφρόνησε την προσταγή σας και ψήνει φαγητό.
Την Κυριακή που μαζεύτηκε στην Εκκλησία όλη η σκήτη, ο Πρεσβύτερος
που γνώριζε την μεγάλη αρετή του Οσίου, όταν πλησίασε να πάρη αντίδωρον,
του είπε δυνατά, για ν’ ακουστή από όλους:
Εύγε, Αββά Μωυσή γιατί παρέβης μεν την εντολή των ανθρώπων, εφύλαξες όμως του Θεού την εντολή.
Όταν οι αδελφοί της σκήτης προσκαλούσαν τον Όσιο Μακάριο να καθίση
στην τράπεζά τους, εκείνος πήγαινε μεν για να μη τους λυπήση, έβαζε όμως
στον εαυτό του αυτόν τον όρον:
Για το ποτήρι το κρασί που θα του έδιναν να πιή, να μη βάλη καθόλου
νερό στο στόμα του μια ολόκληρη μέρα. Οι αδελφοί που δεν το ήξεραν, του
έδιναν κρασί να τον ευχαριστήσουν.
Εκείνος το έπινε χωρίς αντίρρησι για να βασανίζη ύστερα τον εαυτό
του. Ο υποτακτικός του όμως που έβλεπε τους αγώνας του, έλεγε στους
άλλους Μοναχούς:
— Για την αγάπη του Χριστού, αδελφοί, μη του δίνετε να πίνη, γιατί από αύριο θ’ αρχίση να τιμωρή τον εαυτό του.
Επεσκέφθησαν κάποτε ένα Κοινόβιο ο Αββάς Σιλουανός με το μαθητή του
Ζαχαρία. Το πρωί που ξεκίνησαν να φύγουν, οι Μοναχοί του Κοινοβίου τους
ανάγκασαν να φάγουν, μ’ όλο που ήταν ημέρα νηστείας. Εκείνοι για να μη
τους λυπήσουν, δέχτηκαν.
Ύστερα, καθώς πήγαιναν στο δρόμο τους βρήκαν μια μικρή πηγή. Ο Ζαχαρίας που διψούσε, ζήτησε την άδεια του Γέροντος να πιή νερό.
— Είναι νηστεία σήμερα, του υπενθύμισε εκείνος.
— Μα πριν από λίγο φάγαμε, Αββά.
— Εκείνο ήτο της φιλοξενίας το γεύμα, εξήγησε ο Όσιος· τώρα όμως δεν μας αναγκάζει τίποτε να μη συνεχίσωμε τη νηστεία μας.
Κάποια επίσημη γιορτή που οι Μοναχοί της σκήτης κάθισαν να φάγουν όλοι μαζί σε κοινό τραπέζι, ένας Αδελφός είπε στον τραπεζάρι:
— Εγώ δεν τρώγω ποτέ μαγειρευμένο φαγητό, μόνο ψωμί κι αλάτι.
Εκείνος πάλι φώναξε δυνατά για ν’ ακούση ο βοηθός του:
— Ο Αδελφός δεν τρώγει μαγείρευμα. Φέρε του αλάτι.
Τότε ένας από τους μεγάλους Γέροντας είπε αυστηρά στον Αδελφό:
— Πιο συμφέρον ήταν για σένα σήμερα να φας κρέας στο κελλί σου, παρά ν’ ακούσης μπροστά σ’ όλους τους Αδελφούς τούτη τη φωνή.