«Λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν»
(Α’Κορ.
4, 12-13)
«Στοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμοὺς μὲ ὑπομονή, στὶς
συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά»
Ο απόστολος Παύλος,
γράφοντας στους Κορινθίους, αναφέρει ποια είναι η αποστολή των χριστιανών ως
μιμητών των αποστόλων, ως μιμητών των πνευματικών τους πατέρων, όταν η πίστη
διώκεται. Στους εμπαιγμούς απαντούμε με καλά λόγια, στους διωγμούς με υπομονή
και ανοχή και στις συκοφαντίες με λόγια φιλικά. Αυτή η στάση ζωής βεβαίως
μοιάζει αδιανόητη στον άνθρωπο των δικαιωμάτων. Στον άνθρωπο που δεν θέλει να
αδικείται. Που απαιτεί την αλήθεια. Που δεν θέλει στη ζωή του να κακοπεράσει. Σ’
αυτόν που αναρωτιέται με ένα συνεχές «γιατί;», «τι έκανα και αξίζω μια τέτοια
συμπεριφορά;». Στον άνθρωπο που θεωρεί ότι η μισαλλοδοξία είναι απαράδεκτη. Ο
απόστολος όμως μάς μιλά για ένα άλλο ήθος, αυτό που υπερβαίνει ό,τι ο άνθρωπος
ζητά ως κανονικότητα στην ζωή και τον πολιτισμό και που πηγάζει από την αγάπη.
Δεν μιλά για σιωπή έναντι της αδικίας, έναντι του διωγμού, έναντι της συκοφαντίας.
Μιλά για την απουσία ανταπόδοσης στο κακό, για τον καλό λόγο έναντι του κακού,
για την συγχώρεση ακόμη και στην συκοφαντία.
Κι εδώ είναι που
χρειάζεται να ξαναδούμε ένα αίσθημα που έχουμε ότι ο χριστιανισμός απορρίπτει
τον πολιτισμό στον οποίο ζούμε και τους τρόπους του ή ότι επιλέγει μία συνεχή
σιωπή ως στάση ανωτερότητας ή ως μετάθεση της ανταπόδοσης από τον Θεό και σ’ αυτήν και στην άλλη ζωή. Για τον απόστολο ο
λόγος είναι σημαντικός. Δεν είναι όμως μιμητικός του κακού. Δεν είναι ανταπόδοση
εξ ίσου των όσων λέγονται εις βάρος των χριστιανών, αλλά αποπνέει ένα άλλο ήθος.
Απαντά ο χριστιανός με καλό λόγο στην κακία και την ειρωνεία, δηλαδή με την
αλήθεια. Στον ψεύτη και συκοφάντη, του επισημαίνει με φιλικό τρόπο το άδικο και
το λανθασμένο. Και κάνει υπομονή, δείχνει ανοχή στον τρόπο του διωγμού. Δεν
καταδιώκει τον διώκτη του. Δεν θέλει να τον εκδικηθεί. Δεν υπομένει στην
προοπτική ότι θα έρθει η ώρα που θα τον κάνει να πληρώσει, αλλά τον συγχωρεί εν
αγάπη, έχοντας επίγνωση ότι πιστεύει στον Θεό της μακροθυμίας και της συγχώρεσης.
Ας μείνουμε λίγο ακόμη στην ανοχή. Για τον σύγχρονο
άνθρωπο ανοχή σημαίνει άρνηση της μισαλλοδοξίας, σεβασμός στην διαφορετικότητα,
κυρίως την σεξουαλική. Σημαίνει άρνηση του ρατσισμού. Η ιδέα της ανοχής έρχεται
μέσα από έναν πολιτισμό που αρνήθηκε τον φόβο του δυτικού χριστιανισμού έναντι
της επιστήμης, έναντι του σώματος, έναντι της εκκοσμίκευσης. Έναν πολιτισμό που
δεν θέλει ταυτότητα, δηλαδή ιδιαιτερότητα σε εθνικό, θρησκευτικό και
πολιτισμικό επίπεδο που να είναι ανώτερη από άλλη ταυτότητα, αλλά συνύπαρξη
χωρίς πρόκριση. Η ορθόδοξη πίστη δεν μπορεί να αρνηθεί έν τέτοιο ήθος. Και γι’
αυτό προκαλούν θλίψη όσοι επιτίθενται εναντίον ανθρώπων που δεν συμφωνούν με
την δική μας πίστη, με το δικό μας ήθος, ανθρώπων που επιλέγουν την αμαρτία ως
δικαιολογημένη στάση ζωής. Όσοι επιτίθενται έρχονται από τον καιρό του
ιστορικού φόβου και από μία πίστη που δεν είναι η αυθεντική. Από την άλλη όμως, δεν μπορούμε στο όνομα της
ανοχής να διαστρέφουμε την αλήθεια και την αυθεντικότητα της πίστης, της
ιστορίας, της παράδοσής μας. Να ομνύουμε
ότι αγάπη είναι όχι μόνο η αποδοχή και ο σεβασμός του διαφορετικού αλλά η
θεώρησή του ως αληθινού. Αγάπη είναι και τα όρια ανάμεσα στο αυθεντικό και το
ψευδές. Αγάπη είναι να ανεχόμαστε, αλλά και να αληθεύουμε.
Ο κόσμος σήμερα έναντι τω πιστών έχει μία στάση που μαρτυρεί ό,τι τους
κατηγορεί. Φοβάται την αλήθεια της πίστης και επιτίθεται στους πιστούς. Κατηγορεί
την πίστη ότι διώκει το διαφορετικό και ο ίδιος διώκει τους πιστούς. Δεν είναι
γνήσια ανοχή λοιπόν την οποία επικαλείται.
Γι’ αυτό ο χριστιανός καλείται να το καταδείξει ζώντας εκκλησιαστικά. Η αλήθεια
διασώζεται στην κοινωνία της αγάπης.
Στον τρόπο που χωρίς να αρνείται Ποιος σώζει και πώς, δεν περιφρονεί ακόμη κι
αυτούς που δεν το δέχονται. Ο κόσμος λειτουργεί εξουσιαστικά. Η αυθεντική ανοχή
λειτουργεί αγαπητικά.
Ας κάνουμε και την δική μας αυτοκριτική, αν δεν έχουμε καταφέρει τόσο στις
σχέσεις μας με τους άλλους όσο και στην χριστιανική μας μαρτυρία να
λειτουργούμε κατά το παύλειο ήθος.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός