Είναι παρατηρημένο πως ο σύγχρονος άνθρωπος, εκτός των άλλων δυσκολιών, έχει, πιο έντονα από τον παλαιότερο, το πρόβλημα της μοναξιάς του.
Αν και ζει ανάμεσα σε κόσμο, μπορεί να επικοινωνεί άμεσα και συχνά με
τους άλλους όπου κι αν βρίσκεται, έχει πρόσβαση στην προσωπική ζωή
άλλων, εν τούτοις νιώθει μόνος.
Γιατί όμως; Δεν είναι οξύμωρο να ζει και να επικοινωνεί με άλλους και να βιώνει την απομόνωση;
Φαίνεται ότι πέρα απ’ όσα εξωτερικά έχουμε, αν δεν αισθανθούμε στο βάθος του είναι μας να ικανοποιείται η βαθύτερη ανάγκη για κοινωνία και σχέση, θα μένει το ανικανοποίητο και η έλλειψη. Γιατί πάντα, και ιδιαίτερα σήμερα, η ανθρώπινη ψυχή ζητά την ουσιαστική σχέση με τον άνθρωπο. Το επιπόλαιο, επιφανειακό και ανούσιο δεν γεμίζει τον καρδιακό χώρο και το κενό μας μένει απελπιστικά απαιτητικό.
Η επιλογή, για να γεμίσει το κενό, δεν είναι πάντα η ορθή. Η απεγνωσμένη προσπάθεια για σχέση οδηγεί πολλές «σχέσεις» σε πόνο, θλίψη, απογοήτευση. Χρειάζεται προσοχή, αφού «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσάφι». Η ανθρώπινη παρουσία είναι ωραία ως αίσθηση εσωτερική και βεβαιότητα ότι «έχω άνθρωπο», αξίζω για ό,τι είμαι για ένα άλλο άνθρωπο που μ’ αγαπά, με σκέφτεται, είμαι γι’ αυτόν σημαντικός. Η εμπειρία αυτή δίνει δύναμη, χαρά, έμπνευση.
Όμως, και στην περίπτωση που υπάρχει, είναι ανάγκη να κατανοήσουμε ότι δεν είναι για πάντα δεδομένη, γιατί ο «άνθρωπός μας» ως άνθρωπος υπόκειται σε μεταλλάξεις και ατέλειες. Η σημερινή του αγάπη μπορεί να μετατραπεί σε αντιπάθεια, το σημερινό του ενδιαφέρον σε αδιαφορία. Όχι, απαραίτητα, γιατί φταίμε αλλά γιατί έχει τις δικές του αναπηρίες και αδυναμίες.
Από την άλλη, η αίσθηση της παρουσίας του Θεού είναι μια δυνατή εμπειρία που είναι ικανή να γεμίσει το κενό της ανθρώπινης απουσίας. Αν και αυτή η παρουσία δεν είναι ορατή και αισθητή με τις αισθήσεις, όπως η ανθρώπινη, όμως είναι μια πραγματικότητα σε πολλούς ανθρώπους.
Όπως η αίσθηση της ανθρώπινης παρουσίας στη ζωή μας δεν είναι αποτέλεσμα της σωματικής – ορατής παρουσίας αλλά της καρδιακής βεβαιότητας, έτσι και στην αίσθηση της θεϊκής παρουσίας. Ο άνθρωπος χαίρεται για την εμπειρία της αγάπης του Θεού, της διαπροσωπικής σχέσης, της μοναδικότητας της αγάπης Του. Η απόδειξη της θεϊκής παρουσίας βρίσκεται στα αποτελέσματα: δεν νιώθουμε μόνοι, δεν είμαστε απομονωμένοι από τους ανθρώπους, δεν υπάρχει μιζέρια στη ζωή μας. Υπάρχει χαρά, ευχαριστιακή διάθεση, πληρότητα.
Στο ερώτημα «ποια παρουσία να επιδιώξουμε, την ανθρώπινη ή την θεϊκή;» η απάντηση βρίσκεται στα δεδομένα που έχουμε: αν υπάρχει η ανθρώπινη ας τη ζήσουμε μ’ ευχαριστία, προσπαθώντας να τη διατηρήσουμε ως δώρο Θεού. Αν όχι ας γίνει αιτία να συναντήσουμε ουσιαστικά Αυτόν που περιμένει τη συντροφιά μας, το ενδιαφέρον μας, για να βεβαιωθούμε τελικά ότι είναι ο μόνος έμπιστος, σταθερός, με πολλή αγάπη, ώστε να μπορούν στη «συντροφιά» να παρευρεθούν όλοι «οι εγγύς και οι μακράν».
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους