Μία από τις δυσκολίες που αφορά στην σχέση του ζευγαριού στην πορεία
του χρόνου είναι και η σταδιακή απομυθοποίηση του καθενός στα μάτια του
άλλου. Οι πολλοί το λένε «ρουτίνα», συνήθεια. Κύριο συστατικό του έρωτα
είναι η έκπληξη. Κάθε στιγμή είναι ένα καινούργιο ξεκίνημα για το
ζευγάρι. Κρύβει μία αδιόρατη ομορφιά, καθώς ο ένας προσπαθεί να
ανακαλύψει τον άλλον. Το στοιχείο της περιπέτειας καθιστά την σχέση
μοναδική. Ακόμη και τα ελαττώματα δεν μετράνε στην νοηματοδότηση της
σχέσης, καθώς προσπερνιούνται στο όνομα της αγάπης. Καθώς όμως περνά ο
καιρός, ο θαυμασμός υποχωρεί και η κριτική για τον άλλον παίρνει την
θέση του. Αν αυτή μείνει στο επίπεδο του ρεαλισμού, του σχηματισμού μιας
εικόνας για το ποιος πραγματικά είναι ο άλλος, χωρίς να εισέλθει στην
λογική της κατάκρισης, της γκρίνιας, της μεμψιμοιρίας, τότε η σχέση
περνά στο στάδιο του «σ’ αγαπώ, ακόμη κι αν δεν είσαι ο/η/ τέλειος/α».
Αν όμως ο ένας ή και οι δύο τρέφονται από τον λογισμό εις βάρος του
άλλου, τότε η σχέση σταδιακά υπονομεύεται και ο αρχικός θαυμασμός δίνει
την θέση του στην απόρριψη, που μπορεί να οδηγήσει και στην κρίση ή και
την διάλυση της σχέσης, ακόμη κι αν αυτή έχει φτάσει στον γάμο.
Η σωματική εικόνα διαδραματίζει ρόλο σημαντικό στην σταδιακή
εξάλειψη του θαυμασμού. Ιδίως η γυναίκα, η οποία, αν περάσει και από
εγκυμοσύνη/ες και αφεθεί στην φυσιολογική κόπωση, στα απαραίτητα κιλά
που προστίθενται, αλλά και από την κόπωση πάψει να κοιτάζει τον εαυτό
της (κάποτε και από ένα αίσθημα ότι το παιδί προηγείται του άντρα σχεδόν
αποκλειστικά), σε συνδυασμό με εσφαλμένες θρησκευτικές αντιλήψεις ότι η
ψυχή προηγείται του σώματος (άλλο όμως η σάρκα και άλλο το σώμα), φέρει
στο προσκήνιο ένα αίσθημα απουσίας ελκυστικότητας. Ιδέες, όπως «η
σωματική σχέση στον γάμο υπάρχει για να γεννιούνται παιδιά», η
εργασιομανία ανδρών και γυναικών, προβλήματα όπως η ανεργία ή το
εργασιακό στρες, που καθιστούν την εργασία να μονοπωλεί την σκέψη του
ενός ή και των δύο, το γενικότερο άγχος του σύγχρονου τρόπου ζωής, η
απορρόφηση από την ανατροφή των παιδιών, αλλά και από τον θρίαμβο της
εικόνας που οδηγεί το ζευγάρι στο ξόδεμα του κοινού χρόνου ατομικά,
συμβάλλουν στην υπονόμευση του θαυμασμού.
Κλειδί είναι το έλλειμμα πνευματικότητας, που κάνει το ζευγάρι να
αισθάνεται ότι η αγάπη είναι βόλεμα και όχι πορεία μεταμόρφωσης. Ο
καθένας παλεύει να προχωρήσει στην ζωή του, να συνεχίσει να
καλλιεργείται, να ανανοηματοδοτεί τον χρόνο του, όχι μόνο προσθέτοντας
χόμπι και ενασχολήσεις ή νέες ευκαιρίες μόρφωσης, αλλά έχοντας
καινούργια θέματα για συζήτηση, καινούργιες προτάσεις για από κοινού
δραστηριότητες που να συμπεριλαμβάνουν και τον άλλο, αυτοκριτική και
μετάνοια, ώστε ο θαυμασμός να αντέξει. Παράλληλα, ένα αίσθημα
ευγνωμοσύνης για τον/την σύζυγο που παλεύει για την σχέση και την
οικογένεια, είναι το καλύτερο αντίδοτο στην κατάκριση του λογισμού. Το
ίδιο και η προσευχή για τον άλλο.
Όλα αυτά
όμως χρειάζεται και να λέγονται. Μικρά παράπονα, αν κρύβονται για να μην
στενοχωρήσουν τον άλλο, γκρεμίζουν σταδιακά τις γέφυρες επικοινωνίας.
Το ίδιο και ένα αίσθημα ότι ο άλλος δεν χρειάζεται επιδοκιμασία,
προσοχή, δείγματα έγνοιας. Ο θαυμασμός φαίνεται μέσα από τον ενθουσιασμό
για τα φαινομενικά μικρά, κυρίως της σωματικής εμφάνισης. Πάνω απ’ όλα
όμως σε εκείνο το υπέροχο «ευχαριστώ» , που κάνει την αγάπη να
παραμένει ανθισμένη!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός