Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από το 7ο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ιερού Ευαγγελίου. Στους στίχους αυτούς περιγράφεται η ανάσταση του γιου μιας χήρας από την πόλη της Ναΐν, η οποία βρίσκεται νοτιοδυτικά και όχι πολύ μακριά από την πόλη της Καπερναούμ όπου βρισκόταν προηγουμένως ο Ιησούς Χριστός.
Φεύγοντας,
λοιπόν, ο Ιησούς Χριστός από την πόλη της Καπερναούμ, όπου είχε
θεραπεύσει το δούλο του εκατοντάρχου, έρχεται στην πόλη της Ναΐν μαζί με
αρκετούς μαθητές του και πολύ κόσμο που τον ακολουθούσε.
Καθώς
πλησίαζαν στην είσοδο της πόλης συνάντησαν μια νεκρική πομπή που
μετέφερε ένα νεαρό νεκρό. Ο νεαρός αυτός ήταν ο μονάκριβος γιος μιας
μάνας, η οποία ήταν χήρα. Όταν είδε τη σκηνή αυτή ο Κύριος
ευσπλαχνίστηκε τη χήρα αυτή και της είπε να μην κλαίει. Ακολούθως
προχώρησε προς το νεαρό και αφού ακούμπησε τη σορό, του είπε: «Νεαρέ σε διατάζω να σηκωθείς».
Αμέσως
ο νεκρός σηκώθηκε και άρχισε να μιλάει. Τότε ο Κύριος τον παρέδωσε στη
μητέρα του. Όλοι όσοι βρισκόντουσαν εκεί κυριεύτηκαν από μεγάλο δέος και
δόξαζαν
τον
Θεό, λέγοντας ότι εμφανίστηκε μεγάλος προφήτης ανάμεσά μας και ο Θεός
ήρθε να σώσει το λαό του. Αυτή η φήμη για τον Ιησού, διαδόθηκε σ
ολόκληρη την Ιουδαία και τα περίχωρα της.
Το
θαύμα αυτό της ανάστασης του γιού της χήρας στη Ναΐν μας το περιγράφει
μόνο ο Ευαγγελιστής Λουκάς και εντάσσεται στη Γαλιλαϊκή δράση του Ιησού
Χριστού. Μέσα από το θαύμα αυτό, αλλά και γενικότερα μέσα από όλα τα
θαύματα του Ιησού Χριστού, αποκαλύπτεται στους ανθρώπους η θεότητα του
αλλά και η εξουσία σε όλη την κτίση ακόμα και στον θάνατο. Φαίνεται
ακόμη η έναρξη της βασιλείας του Θεού, αλλά και το σχέδιο για τη σωτηρία
των ανθρώπων.
Ο Ιησούς Χριστός κατά την επί γης παρουσία του, επιτέλεσε τρία θαύματα που αφορούν ανάσταση νεκρών. Ανέστησε
το γιό της χήρας στη Ναΐν, την κόρη του αρχισυναγώγου Ιαείρου, και τον
φίλο του τον Λάζαρο. Το μεγαλύτερο όμως από όλα τα θαύματα που επιτέλεσε
και που έχει ιδιαίτερη σημασία και για τον καθένα από εμάς, είναι η
Ανάσταση του ιδίου του Ιησού Χριστού, με την οποία μας ελευθέρωσε από τα
δεσμά του θανάτου και μας χάρισε την αιώνια ζωή.
Ένα
σημαντικό πράγμα που πρέπει να παρατηρήσουμε και στις τρεις αναστάσεις
νεκρών που έκανε ο Ιησούς Χριστός, είναι η δύναμη και η εξουσία του κατά
του θανάτου.
Αυτό
μας φανερώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, είναι ο
αναμενόμενος Μεσσίας, ο οποίος ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον
άνθρωπο.
Οι παρευρισκόμενοι εκεί όταν είδαν τον νεκρό ν’ ανασταίνεται και να μιλάει, έλεγαν ότι «προφήτης μέγας εγήγερτε εν ημίν». Αυτό
μας δείχνει ότι γνώριζαν την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, και τις δύο
νεκραναστάσεις που προηγήθηκαν. Η μία από τον προφήτη Ηλία, ο οποίος
ανέστησε τον υιό της χήρας στα Σάρεττα της Συδονίας (Γ’ Βασ. 17,20-23) και η άλλη από τον προφήτη Ελισσαίο, ο οποίος ανέστησε τον γιό της Σωμανίτισας (Δ’ Βασ. 4, 33-36).
Αυτές όμως οι νεκραναστάσεις από τους προφήτες έγιναν αφού προηγήθηκε
θερμή προσευχή προς τον Θεό. Οι νεκραναστάσεις που επιτέλεσε ο Ιησούς
Χριστός έγιναν με τη δική του εξουσία γι αυτό και προκαλούσαν το φόβο
ανάμεσα στο πλήθος.
Μέσα
από το σημερινό Ευαγγέλιο, μπορούμε να δούμε τη διάσταση που έχει ο
θάνατος και κατ’ επέκταση ο πόνος ο οποίος προκαλείται μέσα απ΄ αυτόν.
Βλέπουμε
την χήρα μάνα να πλήττεται για δεύτερη φορά από το θάνατο, αφού
προηγουμένως είχε ξαναζήσει το θάνατο του συζύγου της. Αυτό όμως σιγά
σιγά κατάφερε να το ξεπεράσει, έχοντας ως παρηγοριά τον μονογενή υιό
της. Τώρα που χάνει κι αυτόν, ο πόνος είναι αβάσταχτος.
Μπορούμε
ν’ αντιληφθούμε το δράμα που περνά αυτή η γυναίκα, βλέποντας και σήμερα
μανάδες που χάνουν τα παιδιά τους. Έχουμε συνηθίσει τα παιδιά να
κηδεύουν τους γονείς τους. Αρκετές φορές όμως βλέπουμε να συμβαίνει το
αντίθετο, οι γονείς να κηδεύουν τα παιδιά τους και να βρίσκονται
αντιμέτωποι με αυτή την απαρηγόρητη κατάσταση.
Αυτή
η συνάντηση του Ιησού Χριστού με τη νεκρική πομπή και τη τελική έκβαση
της πορείας, δηλαδή την ανάσταση του νεκρού νέου, φανερώνει τη νίκη της
ζωής κατά του θανάτου. Ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Κύριος της ζωής και του
θανάτου. Η εκφορά του νεκρού από την πόλη, φανερώνει τη νίκη του
θανάτου πάνω στον άνθρωπο, η οποία αποτελεί μια παρά φύση κατάσταση. Η
κατάσταση αυτή λαμβάνει τέλος, όταν συναντηθεί μαζί με την πηγή της
ζωής, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Εκεί ο θάνατος παύει να υπάρχει και
επικρατεί η ζωή.
Ο πόνος
και ο θάνατος αποτελούν δεδομένα, τα οποία είναι αδύνατο να τ’
αποφύγουμε. Δεν τα απέφυγαν ούτε η Παναγία μας κάτω από τον Σταυρό, ούτε
οι Απόστολοι και μαθητές του Χριστού μας, αλλά μαζί με την Παναγία
μητέρα Του "έζησαν" τον θάνατο Του, στενοχωρήθηκαν, έκλαψαν λύγισαν και
πόνεσαν για την απώλεια, όμως παράλληλα περίμεναν και το μαντάτο της
Ανάστασης Του, όπως ακριβώς τους το υποσχέθηκε ο Κύριος τους.
Ένας
από αυτούς ήταν και ο Απόστολος Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος, με την
πρώτη απουσία του κατά την εμφάνιση του Κυρίου στους μαθητές Του μετά
την Ανάσταση Του, την παρεξηγημένη απιστία του, , «Εάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, ψηλαφήσω
δέ καί τήν πλευράν, οὐ μή πιστεύσω», αλλά και την τεράστια ομολογία του..."Ο Κύριος μου και ο Θεός μου",
τον οποίο σήμερα, αυτήν την αναστάσιμη Κυριακή της 6ης Οκτωβρίου του
2019, τιμά η Ορθόδοξος Εκκλησία μας, και μας ζητά...μας προτρέπει
καλύτερα, να
γνωρίσουμε τον βίο του, να περπατήσουμε στους δρόμους που αυτός
περπάτησε για να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Διδασκάλου του και να κάνουμε
τα μεγάλα εκείνα και επικίνδυνα ταξίδια του, να ψηλαφίσουμε μαζί του τις πληγές που κατάφεραν και συνεχίζουν κατά καιρούς να επιφέρουν αυτοί που επιβουλεύονται την Ορθοδοξία πάνω
στο Σώμα της, όπως έγινε με την Ψηλάφηση του Αποστόλου Θωμά πάνω στο
Σώμα του Χριστού μας μετά την Ανάσταση Του, να ζήσουμε και την δεύτερη
απουσία του, αυτήν που απών και από το θάνατο της Παναγίας μας, αυτή του
εμπιστεύεται κατά την μετάσταση της στους ουρανούς και στον Υιό της,
και του δίδει την Αγία Ζώνη της, για να την έχουμε μέχρι σήμερα όλοι
εμείς αποκούμπι και βακτηρία στα προβλήματα μας.
Αλλά
και να γνωρίσουμε μέσα από τις περιγραφές και τα ιστορικά γεγονότα της
μετά Χριστόν εποχής, την θυσία του στα βάθη της Ινδίας, όπου πήγε για να
κατηχήσει τους ειδωλολάτρες ιθαγενείς και να αφήσει τελικά σε αυτήν την
άγρια και αιμοσταγή χώρα, με ανείπωτο μαρτύριο το σώμα του, για να
πάρει και αυτός την θέση του ανάμεσα στους Αγίους Αποστόλους που δίδαξαν
και κατήχησαν με την εντολή του Κυρίου τους όλην την οικουμένη, "...βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος", δίπλα στον...Κύριον τους και Θεό τους.
Κάποια
στιγμή της ζωής μας όλοι θα βρεθούμε, λοιπόν, αντιμέτωποι μ’ αυτά τα
δεδομένα. Η παρουσία όμως του Ιησού Χριστού στη ζωή μας, μαλακώνει τον
πόνο που προκαλεί ο θάνατος, και η Εκκλησία Του βρίσκεται πάντα κοντά
στον πιστό, κοντά στον ενορίτη, στον συνάνθρωπο, εκείνες τις δύσκολες
στιγμές για να απαλύνει, μέσω των ιερέων της και του εκκλησιαστικού
Τυπικού της, και να θεραπεύσει εν καιρώ τις πληγές από την έλλειψη των
οικείων μας, γιατί η Εκκλησία του Κυρίου μας, αποτελεί την πηγή της
ελπίδας και την βεβαιότητα της Ανάστασης. Αυτή η εμπειρία της Ανάστασης,
οδηγεί στην υπέρβαση του θανάτου.