Λόγος εἰς τόν Ἀπόστολον* τῆς Κυριακής τῆς Πεντηκοστῆς
Μεγάλη
ἡμέρα ἡ σημερινή, ἀγαπητέ ἀναγνώστα. Κατ’ αὐτήν ὑψώνει ὁ Θεός εἰς τήν
γῆν τήν ἀνεξάντλητον Δεξαμενήν τῶν θείων χαρίτων, τόν οὐράνιον Φάρον τῆς
ἀρετῆς, τό εὐλογημένον Φρούριον τῶν ψυχῶν μας, τήν μυστικήν Κιβωτόν τῆς
σωτηρίας μας. Τήν Ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν. Τοῦ λοιποῦ ὁ ἄνθρωπος δέν θά
εἶναι ὁ νυχτωμένος στρατοκόπος τῆς ζωῆς, ὁ κυνηγημένος νοσταλγός τοῦ
Παραδείσου, ὁ ἁλυσοδεμένος κατάδικός του Ἅδου.
Θά
ὑπάρχη πλέον τό Καταφύγιον καί τό Ἰατρεῖον. Ἐκεῖ θά δημιουργοῦνται, μέ
τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς προσκυνητής Ἁγίας
Τριάδος, οἱ ἅγιοι, οἱ ἥρωες, οἱ μάρτυρες, οἱ οἰκοδόμοι τοῦ νέου κόσμου,
τά πρότυπά της ἀρετῆς, οἱ μέλλοντες πολίται τῆς οὐρανίου Βασιλείας.
Αἰῶνες
πολλοί ἐπέρασαν, ἀδελφέ, ἀπό τότε. Καί ἡ πραγματικότης ἐπιστοποίησε
αὐτήν τήν ἀλήθειαν. Ἐάν ἔλειπεν ἡ Ἐκκλησία ἀπό τόν κόσμον, θά ἔλειπεν ἡ
σπονδυλική στήλη τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ ἡρωισμός τῆς ψυχῆς, ἡ ἀρετή καί ἡ
ἁγιότης, τά ἰδανικά καί οἱ ὡραῖοι πόθοι δέν θά εἶχαν θεμέλιον νά
στηριχθοῦν, καί πρό πολλοῦ θά εἶχαν σβήσει ἀπό τό στερέωμα τῆς ζωῆς μας.
Ὅ,τι
ὡραῖον καί ὑψηλόν ὑπάρχει γύρω μας καί μέσα μας, ἐγεννήθη ἀπό τό Πνεῦμα
τό Ἅγιον, ἐστερεώθη ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, συντηρεῖται ἔκτοτε εἰς τήν
κοινωνίαν χάρις εἰς τήν πνοήν αὐτήν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δί’
αὐτᾶς τάς θαυμαστᾶς ἐπιδράσεις καί μεταβολᾶς πού δημιουργεῖ,
εἰδικώτερον μέσα εἰς τόν κάθε ἄνθρωπον τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θά ἤθελε νά
χαράξη μερικᾶς γραμμᾶς τό σημερινόν μας φυλλάδιον.
Φωτισμός καί πνοή
Δύσκολος
ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητέ μου. Ἡ ψυχή τοῦ εἶναι μυστήριον, ἀληθινό αἴνιγμα.
Ἀπό στιγμή σέ στιγμή μεταβάλλει διαθέσεις, αἰσθήματα. Δέν ἠμπορεῖς νά
καταλάβης τί ζητάει, τί σκέπτεται. Συχνά καί ὁ ἴδιος δέν ξέρει τί θέλει.
Ἡ ἁμαρτία ἔπειτα εἶναι ὕπουλη. Ἁπλώνει τούς πλοκάμους τῆς δόλια. Κάνει
τό φθαρτό της ἔργο ἀθέατο. Ἔτσι σιγά σιγά δημιουργεῖται μέσα στόν
ἄνθρωπο ἕνας κόσμος ἀνήσυχος καί ἐκρηκτικός, ὅπου ἰδέες, πόθοι, κλίσεις
καί ἐπιδιώξεις διαρκῶς ἀλληλοσυγκρούονται. Ἀπό τήν πρώτην ἤδη στιγμήν
αὐτός ὁ ἐσωτερικός κόσμος κρύβει μέσα τοῦ τό μικρόβιον τῆς φθίσεως.
Εἶναι σκοτεινός καί ἀβέβαιος.
Ποιός
θά φωτίση τώρα αὐτήν τήν ψυχήν; Ποιός θά μπορέση νά ξεκαθαρίση τά
συναισθήματα, νά ξεχωρίση τά καλά ἀπό τά ἁμαρτωλά, τά ἐπικίνδυνα ἀπό τά
ἀληθινά καί χρήσιμα; Ποιά πνοή θά σβύση τή φλόγα ποῦ ἀρχίζει νά ἀπειλῆ
μέ πυρκαγιάν τήν εὐτυχίαν τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ γῆ δέν ἔχει αὐτόν τόν σωτήριον
παράγοντα. Ἔρχεται γι’ αὐτό ὁ οὐρανός. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἐν τῷ προσώπω
τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καί ἀρχίζει ἔτσι σιγά σιγά μία μυστηριώδης
ἐπίδρασις καί μεταβολή. Ἕνα φῶς, ἄγνωστον μέχρι χθές, ἀποκαλύπτει τώρα
μέσα εἰς τόν ἄνθρωπον μυστικές πτυχές, πού δέν τίς ἔβλεπε παλαιότερα.
Ξυπνάει ἡ ψυχή ἀπό τόν ὕπνον. Διαπιστώνει τόν κίνδυνον πού τήν ἀπειλεῖ.
Ἐπανάστασις γίνεται πλέον μέσα στό εἶναι του. Νέα αἰσθήματα, νέαι
ἐπιδιώξεις. Ἔτσι, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προετοιμάζει τό ἔδαφος διά νά
δημιουργηθῆ ἐν συνέχεια ἡ σωτηρία.
Νεκρανάστασις
Ἄν
εἶναι ἀληθινό, καί εἶναι βεβαίως, ὅτι ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ τήν ψυχήν εἰς
τόν θάνατον, τότε ἡ μετάνοια καί ἡ μεταστροφή εἶναι μία ἀληθινή
νεκρανάστασις. Δύσκολο βέβαια ἔργον αὐτή ἡ ἀνάστασις. Χρόνια ὁλόκληρα ἡ
ψυχή ζυμώθηκε μέ τήν ἁμαρτία καί τό κακό. Ἀπέκτησε συνηθείας καί
κλίσεις. Πῶς τώρα νά τά διακόψη ἀποτόμως; Τό Πνεῦμα ὅμως τό Ἅγιον
γνωρίζει τούς τρόπους. Κάποτε προχωρεῖ ἁπαλά. Δημιουργεῖ κατ’ ἀρχάς
εὐκαιρίας πνευματικῆς ἀφυπνίσεως. Ἔτσι ὁδηγεῖ τά βήματα τοῦ ἀνθρώπου εἰς
τήν Ἐκκλησίαν, εἰς τό κήρυγμα, εἰς τήν θρησκευτικήν συντροφιάν, εἰς τό
περιβάλλον τῆς ἀρετῆς. Τότε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁμιλεῖ εἰς τόν ἄνθρωπον
«ὡς αὔρα λεπτή», ἤρεμα καί χωρίς τρανταγμούς.
Ὅταν
ὅμως ἡ ψυχή δέν ξυπνάη μέ τόν ἁπαλόν αὐτόν τρόπον, τότε χρησιμοποιεῖ
τήν «βιαίαν πνοήν», πού ἔρχεται εἴτε ὡς ὀδυνηρά ἀσθένεια εἴτε ὡς πικρός
θάνατος εἴτε ὡς οἰκονομικό ναυάγιο εἴτε ὡς συγκλονιστική οἰκογενειακή
περιπέτεια. Φωτιές τότε καί ἀστραπές τοῦ οὐρανοῦ. Νομίζει κανείς στίς
ὧρες αὐτές ὅτι ἔρχεται ὁ Θεός, ὅπως τότε στό Ὅρος Σινά. Ναί, ἀδελφέ,
σκληρές αὐτές οἱ ὧρες. Ἀλλά ἀναγκαῖες. Καί σωτήριες. Ὅταν ἡ ψυχή εἶναι
πεθαμένη, μόνον ἔτσι ἠμπορεῖ νά ἀναστηθῆ. Μέ ἕνα σεισμόν ἐσωτερικόν. Μέ
μίαν «βιαίαν πνοήν».
Κάποια
κοσμική κυρία ἔλεγε κάποτε εἰς ἕνα πεπειραμένο κληρικό. «Ὁ κόσμος μέ
τραβάει. Δέν ἠμπορῶ νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τό ἁμάρτημά μου. Ἐδοκίμασα τά πάντα,
ἀλλά εἰς μάτην. Δέν ὑπάρχει λοιπόν θεραπεία γιά μένα; Τί θά ἠμποροῦσε
νά μέ σώση;». Καί ὁ σοφός κληρικός ἀπήντησε «Ἐκεῖνο πού θά σᾶς σώση
εἶναι μόνον μία μεγάλη συμφορά».
Ἔτσι
καί ἔγινε. Μετά ἀπό χρόνον ἔχασε ἕνα μεγάλο μέρος τῆς περιουσίας της.
Οἱ γονεῖς τῆς ἀπέθαναν. Τότε, μέσα στή δοκιμασία, ἡ ψυχή τῆς ξαναβρῆκε
τόν Θεόν. Γνωρίζει καλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί τόν τρόπον καί τήν
κατάλληλον ὥραν τῆς ἐπεμβάσεως. Καί ἀναπηδᾶ τότε μέσα ἀπό τούς ψυχικούς
τάφους ἡ ζωή, μέσα ἀπό τό σκοτάδι τό φῶς, μέσα ἀπό τή φλόγα ἡ δρόσος τῆς
ἀρετῆς. Γεμάτη ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τέτοιες ψυχές, πού
ἔφθασαν εἰς ὕψη ἁγιότητος, μολονότι κάποτε τίς ἐπίεζε ἡ πλάκα τοῦ ἠθικοῦ
θανάτου. Ὅλα αὐτά τά θαύματα τῶν νεκραναστάσεων εἶναι καρπός τῆς
ἐπιδράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα!
Στηριγμός εἰς τήν νέαν ζωήν
Ἡ
ψυχή τώρα ἀναστημένη βαδίζει τό δρόμο τῆς νέας ζωῆς. Ἀλλά τό παρελθόν
ἔχει ἀφήσει μέσα τῆς πολλές ρίζες τοῦ κακοῦ, ἀναμνήσεις πικρές, ἴχνη
ζωηρά ἁμαρτίας. Δέν φεύγουν αὐτά ἀμέσως. Οἱ πειρασμοί ἔπειτα γύρω
συμμαχοῦν μέ τό παρελθόν καί κάνουν δυσκολοτερη τήν πορεία.
Ἄν
τώρα προστεθῆ εἰς αὐτά καί ἡ κάποια δυσχέρεια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἡ
ὁποία, ἰδίως στήν ἀρχή, φαίνεται πάντα ὡς ζωή θυσίας καί κόπων, τότε
καταλαβαίνει ὁ καθείς πόσο δύσκολα προχωρεῖ ἡ μετανόησασα ψυχή στό νέο
δρόμο.
Ἄν
δέν εὑρεθῆ κάποιος σύμμαχος καί παραστάτης, ὑπάρχει ἄμεσος ὁ κίνδυνος
τῆς «ὑποτροπῆς», τῆς ἐπιστροφῆς δηλαδή στά παλαιά λασποτόπια τῆς
ἁμαρτίας. Στήν κρίσιμη αὐτή ὥρα ἔρχεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. «Ἁγίω
Πνεύματι πάσα ψυχή ζωοῦται», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Πνέει τότε μέσα στήν
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μία δύναμις ἡ ὁποία στηρίζει τά βήματα καί
σταθεροποιεῖ τήν νέαν ζωήν. Χαλυβδώνεται ἡ θέλησις. Ἐξαγνίζεται τό
συναίσθημα. Ἐνισχύεται ἡ ἀγωνιστική διάθεσις.
Καθαρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τά «κατάλοιπα» τῆς περασμένης ζωῆς.
Ἡ
Θεία Κοινωνία ἐν συνέχεια φωτίζει τόν δρόμον, τρέφει καί στηρίζει τόν
ἄνθρωπον, ὥστε νά μή λυγίση στόν ἀγώνα. Καί δέν λυγίζει τελικά. Μέ
κάποιον κόπο στήν ἀρχή. Κατόπιν γοργότερα φθάνει πάντως στήν κορυφή τῆς
ἀρετῆς. «Ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις,
πραότης, ἐγκράτεια», νά οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος στήν ἀδυνατισμένη καί
πληγωμένη μέχρι χθές ἀνθρώπινη ψυχή.
Σήμερα
ἡ ἴδια ψυχή εἶναι γεμάτη ἀπό τούς χυμούς τῆς ἁγιότητος. Γίνεται δοχεῖον
χάριτος. Δεξαμενή ἁγίων πόθων. Καί ὅλα αὐτά εἶναι ἀποτελέσματα κράζοντα
τῆς ἐνισχυτικῆς δυνάμεως καί τοῦ στηριγμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τί
καταπληκτικά γεγονότα συμβαίνουν, ἀλήθεια, μέσα μας καί γύρω μας, ἀνά
πάσαν στιγμήν, πολλάκις χωρίς νά τά ἀνακαλύπτωμεν, χάρις εἰς τήν
μυστηριώδη αὐτήν ἐπέμβασιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!
Παρηγορία καί τόνωσις
Ἀλλά
ὁ ἄνθρωπος στή ζωή του δέν ἔχει νά συναντήση μόνον δυσκολίες καί
πειρασμούς πνευματικούς. Ἡ πορεία τοῦ εἶναι γεμάτη καί ἀπό ἀτυχήματα,
ἀπό πόνον, ἀπό δάκρυα. Χίλια δύο λυπηρά γεγονότα τόν περισφίγγουν καί
τοῦ ματώνουν τήν καρδιά. Θολώνει τότε τό μάτι, λυγίζουν τά γόνατα,
φεύγει τό θάρρος. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον πάλιν κοντά εἰς τόν δοκιμαζόμενον
ἄνθρωπον. Τόν παρηγορεῖ, τόν ἐνισχύει, μεσιτεύει μέ θερμότητα ὑπέρ αὐτοῦ
εἰς τόν Κύριον.
«Τό
Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἠμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις», βεβαιώνει ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος. Δέν ἀφήνει τόν πιστόν, ὅταν καί ἐκεῖνος τό θέλη, νά
ἀποκαρδιωθῆ, νά ἀπελπισθῆ, νά φθάση εἰς σημεῖον λόγου χάριν τῆς
αὐτοκτονίας, ὁσονδήποτε καί ἄν εἶναι ὀδυνηρά τά ἀτυχήματα εἰς τήν ζωήν
του.
Φυτρώνουν
ἔτσι μέσα του, μέ τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλπίδες καί προσδοκίες
πού φωτίζουν τόν σκοτεινόν ὁρίζοντα καί διαλύουν τήν ἀπελπισία. Ἡ
βεβαίωσις τοῦ Κυρίου «Ἔρχομαι ταχύ.
Κράτει
ὁ ἔχεις, ἴνα μηδείς λάβη τόν στέφανόν σου», δίνει φτερά στόν
τραυματισμένο ἀπό τή συμφορά ἀετό, γιά νά ξαναπετάξη στή ζωή του. Ὅσοι
ἐπόνεσαν, ὅσοι ἔκλαψαν στόν βίο τους σέ ὧρες σκληρῶν περιπετειῶν, αὐτοί
μόνον ἠμποροῦν νά βεβαιώσουν πόσην παρηγορίαν καί δύναμιν δίδει τό Ἅγιον
Πνεῦμα, ἀκριβῶς ὅταν ὅλα γύρω σκορποῦν ἀπελπισίαν καί πνοήν θανάτου.
Μόνον αὐτοί!
Ἀπαραίτητοι προϋποθέσεις
Δία
νά γίνη ὅμως μέσα μᾶς αἰσθητή αὐτή ἡ ἐπίδρασις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά
νά λάβωμεν τό «πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας», πρέπει προηγουμένως ἡ ψυχή μας νά
ὁδηγῆται ὑπό τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὑπάρχουν φραγμοί καί ἐμπόδια,
τότε δέν εἶναι δυνατόν νά ἔλθη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί νά μᾶς
ἀνακαινίση.
Δία τόν λόγον αὐτόν χρειάζονται δύο προϋποθέσεις:
α)
Νά μήν ἀντιδρᾶ ἡ ψυχή, νά μήν ἐμποδίζη τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε
ἐλεύθερα νά ἐπενεργῆ μέσα μας. Αὐτή ἡ ἀντίδρασις, πού συχνά ἐκδηλώνεται
ἀπό τόν ἄνθρωπον, αὐτή εἶναι ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περί
τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ ὁ Κύριος, καί τήν ὁποίαν χαρακτηρίζει ὡς ἀσυγχώρητον
ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Καί
β)
«Εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καί στοιχῶμεν», σημειώνει ἐντόνως ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅποιος λέγει ὅτι ζῆ κατά τάς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ὀφείλει νά συμπεριφέρεται παντοῦ καί πάντοτε σύμφωνα μέ τάς
ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κανένας συμβιβασμός ἔνοχος. Καμία
ἐκτροπή. Σταθερή καί ἀκλόνητη ἡ πορεία πρός τό φῶς. Τί μεγάλα συνθήματα
αὐτά!
Ἀδελφέ μου
Ἄς
γονατίσωμεν τήν ὥραν αὐτήν καί οἱ δύο. Καί ἀνυψώνοντες ψυχήν καί
καρδίαν πρός τόν Κύριον, ἄς τοῦ εἴπωμεν ἱκετευτικά: «Κύριε, μή ἀντανέλης
ἀφ’ ἠμῶν τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον. Ἡ ψυχή μᾶς διψᾶ τήν χαράν, τήν
γαλήνην, τό φῶς. Ἡ ἁμαρτία περισφίγγει τήν ὕπαρξίν μας. Ὁ διάβολος
ἀπειλεῖ τήν σωτηρίαν μας. Τά πάθη κοχλάζουν μέσα μας. Τό δάκρυ κυλᾶ
ἀδιάκοπα ἀπό τά μάτια μας.
Ἡ
τρικυμία κλονίζει τό πλοιάριόν μας. «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπολωμαι,
σῶσον μέ»! Στεῖλε τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μέσα μας νά σιγάση τόν σάλον,
νά σπάση τόν κλοιόν, νά στήση τό κράτος τῆς ἀρετῆς, νά ποτίση τήν
ξηρανθεῖσαν ψυχήν μας μέ τούς χυμούς τοῦ Παραδείσου.
«Κύριε, Κύριε, σῶσον ἠμᾶς, ἀπολλύμεθα!»
Ἀδελφέ
σήκω. Ἄς ἔχωμεν πίστιν. Ὁ Θεός θά ἀπαντήση. Τί λέγω; Ἤδη ἀπήντησε. Δέν
ἀκοῦς μέσα σου τόν ἱερόν πτερυγισμόν; Εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού
ἔρχεται ὡς αὔρα, ὡς πνοή…
«Βασιλεῦ οὐράνιε, παράκλητε, τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἠμίν… ».
Ναί, Κύριε, ἔλα καί μεῖνε μέσα μας!
(†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας