Ήμουν
πολύ μικρός. Όλη μέρα γύριζα στους δρόμους. Έπαιζα, έτρεχα, φίλευα,
μάλωνα, χτυπούσα και γιατρευόμουν, μέρα και νύχτα, θάλασσες και βροχές,
χειμώνες και καλοκαίρια, ζωή δίχως βερεσέδια. Γεμάτη η μνήμη, σε
πληρότητα η καρδιά. Ένα απόγευμα, κάπου έπεσα και χτύπησα. Γύρισα σπίτι
μες τα αίματα. Πλύθηκα και ξάπλωσα στο σαλόνι. Κουρασμένος και
λαβωμένος, δεν άργησε να με πάρει ο ύπνος. Όταν μετα από ώρα άνοιξα τα
μάτια μου, είχε σκοτεινιάσει. Αυτή η θλίψη του δειλινού, ακόμη με
λαβώνει. Τότε ακούω την Μάνα, να μιλάει στα αδέλφια μου, «κάνετε
ησυχία, ο μικρός δεν είναι καλά, κοιμάται…», σε λίγο ένα χέρι χάιδεψε το
μέτωπο μου, και έσυρε μια ζεστή κουβέρτα στο κορμί μου. Έκανα ότι δεν
κατάλαβα τίποτα.
Όταν μιλάει η αγάπη, ποτέ δεν την διακόπτουμε. Είναι ιεροσυλία. Έκλεισα τα μάτια και ξύπνησα το πρωί θεραπευμένος. Αυτός είναι ο ορισμός της Μάνας. Μια εμπειρία τρυφερότητας. Μια σχέση απόλυτης αποδοχής. Ένα χάδι σε πληγωμένο κορμί, μια ζεστή κουβέρτα μες στο χειμώνα της ζωής όταν σπαρταράς για αγάπη. Και η αλήθεια είναι ότι από μικρός είχα την κακή συνήθεια να ξεσκεπάζομαι τα βράδια….και κάνει τόσο κρύο.
Όταν μιλάει η αγάπη, ποτέ δεν την διακόπτουμε. Είναι ιεροσυλία. Έκλεισα τα μάτια και ξύπνησα το πρωί θεραπευμένος. Αυτός είναι ο ορισμός της Μάνας. Μια εμπειρία τρυφερότητας. Μια σχέση απόλυτης αποδοχής. Ένα χάδι σε πληγωμένο κορμί, μια ζεστή κουβέρτα μες στο χειμώνα της ζωής όταν σπαρταράς για αγάπη. Και η αλήθεια είναι ότι από μικρός είχα την κακή συνήθεια να ξεσκεπάζομαι τα βράδια….και κάνει τόσο κρύο.