Ένα από τα ζητούμενα της εποχής μας, όπως και κάθε εποχής, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι το πρότυπο του ηγέτη. Οι
άνθρωποι θέλουμε αυτούς προΐστανται σε κάθε έργο, είτε είναι πολιτικό,
είτε κοινωνικό, είτε υλικό, είτε πνευματικό, να πληρούν ορισμένες
προϋποθέσεις.
Να είναι άνθρωποι προσφοράς.
Να είναι αληθινοί.
Να μην απέχουν οι λόγοι από τα έργα τους.
Να
είναι πρόθυμοι να οδηγήσουν τους άλλους στον δρόμο που ωφελεί. Κυρίως
όμως οι ηγέτες καλούνται να πάρουν τις δύσκολες αποφάσεις.
Να μην αναγκάζονται, αλλά να προβλέπουν
.
Να μην έρχονται εκ των υστέρων να συμβιβαστούν με αυτό που δεν ήθελαν
να δούνε, αλλά με σωφροσύνη να προχωρούν εκεί που χρειάζεται.
Κυρίως
όμως το στοιχείο της ανιδιοτέλειας τονίζεται από μία μεγάλη μερίδα της
κοινωνίας, αυτούς που δεν έχουν πολλά υλικά αγαθά, αυτούς που ζητούνε να
υπάρχει ταπεινό φρόνημα στην ηγεσία, για να μπορεί να εμπνέει στην
αλήθεια και την αγάπη.
Ένα τέτοιο πρότυπο ηγέτη περιγράφει ο απόστολος Παύλος, εξ αφορμής της αναχώρησής του από την Έφεσο και της επιστροφής του στα Ιεροσόλυμα, καλεί τους πρεσβυτέρους της χριστιανικής κοινότητας και τους δίδει οδηγίες για την δική τους στάση ζωής.
Ένα τέτοιο πρότυπο ηγέτη περιγράφει ο απόστολος Παύλος, εξ αφορμής της αναχώρησής του από την Έφεσο και της επιστροφής του στα Ιεροσόλυμα, καλεί τους πρεσβυτέρους της χριστιανικής κοινότητας και τους δίδει οδηγίες για την δική τους στάση ζωής.
Ο
Παύλος τους λέει να μιμηθούν τον ίδιο. Σήμερα θα χαρακτηρίζαμε μία
τέτοια προτροπή εγωιστική. Είναι γιατί δεν βλέπουμε την αλήθεια στην
πορεία μας, αλλά ζητούμε να υποτιμήσουμε τους άλλους σε αυτό που κάνουν.
Έτσι ,για να μην ελεγχόμαστε,κατακρίνουμε,ακόμη
κι όταν διαπιστώνουμε ότι ο άλλος μπορεί να πει ότι σε κάποια ή σε
πολλά θέματα λειτουργεί όπως θέλει ο Θεός. Αφού τους περιγράφει λοιπόν
την διακονία του και τους προειδοποιεί για τους πειρασμούς που θα
αντιμετωπίσουν, με τον ερχομό αιρετικών ανθρώπων και ψευδοπροφητών και ψευδοδιδασκάλων, οι οποίοι σαν λύκοι άγριοι θα θελήσουν να κατασπαράξουν το ποίμνιο, κάνει την εξής αναφορά:
«Αργυρίου
ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησα . αυτοί γινώσκετε ότι ταις
χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται. Πάντα
υπέδειξα υμίν ότι ούτω κοπιώντας δει αντιλαμβάνεσαι των ασθενούντων» (Πράξ. 20, 33-35). «Ασήμι
ή χρυσάφι ή ιματισμό από κανέναν δε ζήτησα. Εσείς οι ίδιοι ξέρετε ότι
για τις ανάγκες τις δικές μου και των συνοδών μου δούλεψαν αυτά εδώ τα
χέρια. Με κάθε τρόπο σας έδωσα το παράδειγμα, ότι πρέπει να εργάζεστε
έτσι σκληρά, για να μπορείτε να βοηθάτε αυτούς που έχουν ανάγκη».
Δεν είναι ότι δεν δικαιούνταν να συντηρείται από εκείνους τους οποίους
οδηγούσε στην πίστη,τους προστάτευε πνευματικά,θυσιαζόταν γι’ αυτούς. Παραιτείται από το δικαίωμά του, διότι θέλει να δείξει ότι η σχέση με τον Θεό δεν αναιρεί την πορεία της ζωής του ανθρώπου στον κόσμο. Ο άνθρωπος καλείται να επιβιώσει και ταυτόχρονα να ζήσει κατά Θεόν.
Η επιβίωση έρχεται με την εργασία. Με τον κόπο. Αναλόγως με τα χαρίσματα του καθενός. Άλλοι εργάζονται ως χειρώνακτες. Άλλοι γράφουν. Άλλοι μαθαίνουν γράμματα. Άλλοι είναι στρατιώτες. Άλλοι διακονούν την κοινωνία από ποικίλες θέσεις. Ο Χριστός δεν ήρθε να διδάξει στον κόσμο έναν αναχωρητισμό της οκνηρίας, της ξεκούρασης, της εκμετάλλευσης των άλλων.
οδηγούσε στην πίστη,τους προστάτευε πνευματικά,θυσιαζόταν γι’ αυτούς. Παραιτείται από το δικαίωμά του, διότι θέλει να δείξει ότι η σχέση με τον Θεό δεν αναιρεί την πορεία της ζωής του ανθρώπου στον κόσμο. Ο άνθρωπος καλείται να επιβιώσει και ταυτόχρονα να ζήσει κατά Θεόν.
Η επιβίωση έρχεται με την εργασία. Με τον κόπο. Αναλόγως με τα χαρίσματα του καθενός. Άλλοι εργάζονται ως χειρώνακτες. Άλλοι γράφουν. Άλλοι μαθαίνουν γράμματα. Άλλοι είναι στρατιώτες. Άλλοι διακονούν την κοινωνία από ποικίλες θέσεις. Ο Χριστός δεν ήρθε να διδάξει στον κόσμο έναν αναχωρητισμό της οκνηρίας, της ξεκούρασης, της εκμετάλλευσης των άλλων.
Ο
ίδιος άλλωστε εργάστηκε κοντά στον Ιωσήφ, μέχρι να έρθει η ώρα να
κηρύξει το Ευαγγέλιο της Βασιλείας. Κοντά Του είχε ανθρώπους που πήρε
από τις εργασίες τους και οι οποίοι κατά καιρούς εργάζονταν τόσο υλικά,
όσο και πνευματικά. Μπορεί να τους έκανε αλιείς ψυχών, αλλά δεν τους
δίδαξε να περιμένουν τα πάντα έτοιμα. Και η πνευματική εργασία είναι εργασία.
Ή αφιερώνεται κάποιος στην πνευματική εργασία και ζωή με όλες του τις
δυνάμεις ή εργάζεται για να επιβιώσει και παράλληλα ζει τον Θεό, με τον
τρόπο της Εκκλησίας, την προσευχή, την άσκηση, την μελέτη, την αγάπη,
την οδό των αρετών.
Ο Παύλος όμως διδάσκει και κάτι άλλο. Ότι στο έργο του δεν ζήτησε ούτε χρυσάφι, ούτε ασήμι, ούτε ρούχα. Δε ζήτησε αμοιβή γι’ αυτό που προσέφερε στους ανθρώπους. Ούτε προκάλεσε με τη ζωή του. Έδειξε ότι ο υλικός πλούτος δε χρειάζεται στον άνθρωπο του Θεού, αλλά η εμπιστοσύνη στο θέλημα του Κυρίου. Δεν εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να απολαύσει. Ούτε υποχρέωσε τους άλλους ως ηγέτης τους να τον υπηρετήσουν. Στηρίχτηκε στην πίστη του στον Θεό και στον κόπο του. Προσέλκυσε ανθρώπους κοντά του, αλλά δεν κράτησε κανέναν με τη βία. Στήριξε σχέσεις και μοιράστηκε τον άρτο της επιβίωσης όχι όμως για να θεραπεύσει το εγώ του και τον εαυτό του, αλλά μέσα από την χαρά της κοινωνίας. Και προτίμησε να δίδει παρά να παίρνει.
Αυτό είναι και το πρότυπο του αληθινού ηγέτη. Δεν ξεχωρίζει ούτε για τα πλούτη του, ούτε για την ενδυμασία του, ούτε για τους ακολούθους του. Δεν είναι δηλαδή εξουσιαστής, αλλά διάκονος. Και γι’ αυτό όταν έφυγε από την Έφεσο, όπως και από κάθε τόπο «ικανός εγίγνετο κλαυθμός» (Πράξ. 20, 37). Διότι οι άνθρωποι έβλεπαν. Έκριναν. Εμπιστεύονταν. Δόξαζαν τον Θεό γι’ αυτόν που τους έστειλε. Και ήξεραν ότι στο δικό Του όνομα ήταν αυτός που ήταν. Κι εδώ είναι ένα ακόμη στοιχεί. Ο ηγέτης δεν ζητά αμοιβές, δόξα, πολυτέλεια, γιατί δεν ηγείται στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα του ταπεινού Θεού. Του Θεού της αγάπης. Αν ο Χριστός πορεύτηκε με ταπείνωση στον κόσμο αυτό, πόσο μάλλον οι ακόλουθοί Του.
Ζούμε σε μία εποχή στην οποία με δυσκολία συναντάμε αυτά τα στοιχεία. Συνήθως απαιτούμε το δεύτερο. Ο ηγέτης να μην προκαλεί με τον βίο του. Να μη λειτουργεί εξουσιαστικά, αλλά να είναι ταπεινός. Λησμονούμε όμως ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό όταν ο ηγέτης δεν έχει διάθεση να εργαστεί σε προσωπικό επίπεδο για την επιβίωσή του και, κυρίως, όταν έχει την αίσθηση ότι εργάζεται για τη δική του προσωπική δόξα, για το δικό του όφελος και όχι προς δόξαν Θεού. Και γι’ αυτό εύκολα υποκύπτει στον πειρασμό του χρυσού, του αργύρου, του ιματισμού. Όπως και όλοι μας, όταν μας δοθεί η ευκαιρία.
Η Εκκλησία μας εορτάζοντας τους αγίους Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, την 7η Κυριακή μετά το Πάσχα, έχει ορίσει να διαβάζεται αυτό το αποστολικό ανάγνωσμα προς κοινό προβληματισμό. Τόσο για τους ηγέτες κάθε εποχής, όσο και για τους πιστούς, οι οποίοι πρέπει να διαβλέπουν αυτά τα τρία κριτήρια, της εργατικότητας, της διακονίας και ανιδιοτέλειας και της πορείας στο όνομα του Θεού και προς δόξαν Του για όλους όσους ποικιλοτρόπως διακονούν την κοινωνία. Και να απορρίψουν πρόσωπα και συμπεριφορές που αρνούνται αυτό το ήθος. Αν θέλουμε βεβαίως να είμαστε το άλας της γης.
Ο Παύλος όμως διδάσκει και κάτι άλλο. Ότι στο έργο του δεν ζήτησε ούτε χρυσάφι, ούτε ασήμι, ούτε ρούχα. Δε ζήτησε αμοιβή γι’ αυτό που προσέφερε στους ανθρώπους. Ούτε προκάλεσε με τη ζωή του. Έδειξε ότι ο υλικός πλούτος δε χρειάζεται στον άνθρωπο του Θεού, αλλά η εμπιστοσύνη στο θέλημα του Κυρίου. Δεν εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να απολαύσει. Ούτε υποχρέωσε τους άλλους ως ηγέτης τους να τον υπηρετήσουν. Στηρίχτηκε στην πίστη του στον Θεό και στον κόπο του. Προσέλκυσε ανθρώπους κοντά του, αλλά δεν κράτησε κανέναν με τη βία. Στήριξε σχέσεις και μοιράστηκε τον άρτο της επιβίωσης όχι όμως για να θεραπεύσει το εγώ του και τον εαυτό του, αλλά μέσα από την χαρά της κοινωνίας. Και προτίμησε να δίδει παρά να παίρνει.
Αυτό είναι και το πρότυπο του αληθινού ηγέτη. Δεν ξεχωρίζει ούτε για τα πλούτη του, ούτε για την ενδυμασία του, ούτε για τους ακολούθους του. Δεν είναι δηλαδή εξουσιαστής, αλλά διάκονος. Και γι’ αυτό όταν έφυγε από την Έφεσο, όπως και από κάθε τόπο «ικανός εγίγνετο κλαυθμός» (Πράξ. 20, 37). Διότι οι άνθρωποι έβλεπαν. Έκριναν. Εμπιστεύονταν. Δόξαζαν τον Θεό γι’ αυτόν που τους έστειλε. Και ήξεραν ότι στο δικό Του όνομα ήταν αυτός που ήταν. Κι εδώ είναι ένα ακόμη στοιχεί. Ο ηγέτης δεν ζητά αμοιβές, δόξα, πολυτέλεια, γιατί δεν ηγείται στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα του ταπεινού Θεού. Του Θεού της αγάπης. Αν ο Χριστός πορεύτηκε με ταπείνωση στον κόσμο αυτό, πόσο μάλλον οι ακόλουθοί Του.
Ζούμε σε μία εποχή στην οποία με δυσκολία συναντάμε αυτά τα στοιχεία. Συνήθως απαιτούμε το δεύτερο. Ο ηγέτης να μην προκαλεί με τον βίο του. Να μη λειτουργεί εξουσιαστικά, αλλά να είναι ταπεινός. Λησμονούμε όμως ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό όταν ο ηγέτης δεν έχει διάθεση να εργαστεί σε προσωπικό επίπεδο για την επιβίωσή του και, κυρίως, όταν έχει την αίσθηση ότι εργάζεται για τη δική του προσωπική δόξα, για το δικό του όφελος και όχι προς δόξαν Θεού. Και γι’ αυτό εύκολα υποκύπτει στον πειρασμό του χρυσού, του αργύρου, του ιματισμού. Όπως και όλοι μας, όταν μας δοθεί η ευκαιρία.
Η Εκκλησία μας εορτάζοντας τους αγίους Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, την 7η Κυριακή μετά το Πάσχα, έχει ορίσει να διαβάζεται αυτό το αποστολικό ανάγνωσμα προς κοινό προβληματισμό. Τόσο για τους ηγέτες κάθε εποχής, όσο και για τους πιστούς, οι οποίοι πρέπει να διαβλέπουν αυτά τα τρία κριτήρια, της εργατικότητας, της διακονίας και ανιδιοτέλειας και της πορείας στο όνομα του Θεού και προς δόξαν Του για όλους όσους ποικιλοτρόπως διακονούν την κοινωνία. Και να απορρίψουν πρόσωπα και συμπεριφορές που αρνούνται αυτό το ήθος. Αν θέλουμε βεβαίως να είμαστε το άλας της γης.