Κάποτε ὁ Θεός, κάλεσε ἕναν ἄγγελό Του καί τόν ἔστειλε κάτω στήν γῆ, ζητώντας του νά φέρη ὅ,τι πολυτιμότερο ὑπάρχει ἐκεῖ.
Φτερούγισε ὁ ἄγγελος κάτω στήν γῆ καί ἐκεῖ πού περπατοῦσε βλέπει μιά ἀπέραντη πεδιάδα. Ἦταν ἄνθρωποι πληγωμένοι, τραυματισμένοι, νεκροί. Τό αἷμα εἶχε ποτίσει τήν πεδιάδα.
Καί ρώτησε:
– Ποιοί εἶναι αὐτοί; Γιατί τόσος πόνος; Γιατί τόση θλῖψι; Γιατί τόσο αἷμα; Γιατί τόσος ἐξολοθρεμός;
Καί πῆρε τήν ἀπάντησι:
– Ἐδῶ αὐτοί πέσανε ὑπερασπιζόμενοι τήν Πατρίδα τους καί τό αἷμα τους χύθηκε γιά τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος.
Καί εἶπε ὁ ἄγγελος:
– Τί ὡραιότερο πρᾶγμα, τί πολυτιμότερο πρᾶγμα; Νά χύνης τό αἷμα σου γιά τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος!
Φοβοῦνται μερικές μανούλες μήπως γίνη πόλεμος καί χάσουν τά παιδιά τους.
Πῆρε ὁ ἄγγελος μιά σταγόνα αἷμα ἀπό τήν αἱματοποτισμένη αὐτή πεδιάδα καί τήν μετέφερε στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Καί εἶπε ὁ Θεός:
–
Ναί, εἶναι πολύτιμο αὐτό πού ἔφερες. Τό νά χύνη κανείς τό αἷμα του γιά
τήν Πατρίδα εἶναι πολύτιμο, ἀλλά δέν εἶναι τό πολυτιμότερο πού ὑπάρχει
κάτω στήν γῆ.
Ξαναφτερουγίζει ὁ ἄγγελος στήν γῆ καί πάει κοντά σ’ ἕνα σπίτι. Ἀκούει χαρές καί τραγούδια, λές καί γίνεται γλέντι μέσα. Ἦταν ἕνα φτωχόσπιτο, ἦταν μιά χήρα καί εἶχε πέντε ὀρφανά.
Καί ἐκεῖ χαίρονταν τά παιδιά, γιατί κάποιο χέρι κρυφά, χωρίς νά τό ἀντιληφθοῦν, πῆγε καί βοήθησε, ἔδωσε δῶρα, ἔδωσε τρόφιμα, ἔδωσε ροῦχα, ἔδωσε χρήματα. Καί στό σπίτι εἶχαν πανηγύρι.
Καί εἶπε ὁ ἄγγελος:
– Τί ὡραιότερο πρᾶγμα, ἀπό τήν ἐλεημοσύνη;
Πῆρε ἕνα ἀπό τά δῶρα τῆς ἐλεημοσύνης καί τό μετέφερε στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Καί εἶπε ὁ Θεός:
– Εἶναι ὡραῖο πρᾶγμα νά κάνης ἐλεημοσύνη, ἀλλά δέν εἶναι τό ὡραιότερο πού ὑπάρχει κάτω στήν γῆ.
Καί ξανακατεβαίνει ὁ ἄγγελος καί ἐνῶ περνοῦσε ἀπό μιά κορυφή ἑνός βουνοῦ, πίσω ἀπό ἕναν βράχο βλέπει κουλουριασμένο ἕναν ἄνθρωπο νά κλαίη καί νά θρηνῆ μέ λυγμούς.
Τά δάκρυά του πότιζαν τά βράχια. Τόν πλησίασε, τόν χτύπησε μέ τήν φτερούγα του, τόν ξύπνησε μέσα ἀπό τόν πόνο καί τήν θλῖψι καί τόν ρώτησε:
– Γιατί κλαῖς;
–
Ἐγώ ἤμουν ἕνας ἁμαρτωλός καί τώρα βλέπω τό παρελθόν καί χύνω δάκρυα,
θρηνῶ γιά τίς ἁμαρτίες μου, γιά τά ἐγκλήματά μου, γιά τά ἀνομήματά μου.
Εἶμαι ἕνας μεγάλος ἁμαρτωλός!
Ἕνα τέτοιο δάκρυ πῆρε ὁ ἄγγελος καί τό μετέφερε στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Καί εἶπε ὁ Θεός:
– Ναί! Τό πολυτιμότερο πρᾶγμα ἐπάνω στήν γῆ εἶναι τό δάκρυ πού χύνεται γιά τίς ἁμαρτίες ἑνός ἀνθρώπου.
Καί ἐμεῖς κλαῖμε γιά τ’ ἀδέλφια μας, τ’ ἀγαπημένα μας καί προσφιλῆ πρόσωπα πού χάνουμε. Ἀλλά τά ὡραιότερα δάκρυα πού πρέπει νά χύσουμε εἶναι αὐτά, γιά τίς ἁμαρτίες μας, τῆς μετανοίας τά δάκρυα.
Γιά ὅ,τι κάναμε, γιά ὅσα ἁμαρτήματα διαπράξαμε στήν ζωή μας, θέλει ὁ Θεός ἕνα δάκρυ· ἕνα δάκρυ μετανοίας.
Λοιπόν, νά κλάψουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας, γιά τίς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν μας καί γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ μας. Καί αὐτό τό δάκρυ θά τό μεταφέρουν οἱ ἄγγελοι πάνω στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Θεός θά μᾶς δώση καί πάλι τήν εὐλογία Του.