« Ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ. 6, 8-10)
«Σαν πλάνοι και όμως αληθινοί, σαν να μας αγνοούν και όμως μας γνωρίζουν καλά, σαν να πεθαίνουμε και ιδού ζούμε, σαν να παιδευόμαστε και όμως δε θανατωνόμαστε, σαν να λυπόμαστε, πάντα όμως χαιρόμαστε, σαν φτωχοί, πολλούς όμως πλουτίζουμε, σαν τίποτα να μην έχουμε και όμως τα πάντα κατέχουμε».
Η πίστη μας έχει έντονο μέσα της το στοιχείο της έκπληξης. Ο κόσμος, επειδή μας θεωρεί μία θρησκεία ανάμεσα στις άλλες, σημαντική, αλλά όχι αναγκαία για την ζωή, δεν μπορεί να ερμηνεύσει το γεγονός ότι οι χριστιανοί δεν βλέπουμε τις περιστάσεις της ζωής με τον ίδιο τρόπο που οι πολλοί τις βλέπουν, ιδίως τις δοκιμασίες.
Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του αποστόλου Παύλου στους Κορινθίους. Από την μία ο κόσμος βλέπει τους χριστιανούς ως πλάνους, διότι πιστεύουν σε έναν Θεό που έγινε άνθρωπος και αυτό υπονομεύει τις αντιλήψεις είτε ότι δεν υπάρχει Θεός είτε ότι ο Θεός είναι μία ανώτερη δύναμη, η οποία, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μας περιμένει στην άλλη ζωή. Στην εποχή των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, στην οποία ο καθένας μας διεκδικεί το λεπτό της δημοσιότητας που του αναλογεί, οι χριστιανοί δεν ξεχωρίζουμε για την ομορφιά μας, για τα αγαθά μας, για την ευφυΐα μας, για την δόξα μας, αλλά γιατί είμαστε έτοιμοι στα δύσκολα των ανθρώπων να αντιτάξουμε τον λόγο και την εμπειρία της αγάπης και γνωρίζουν όλοι ότι είμαστε αξιόπιστοι, παρότι δεν κάνουμε θόρυβο. Ο κόσμος παιδεύει τους πιστούς με την απόρριψη, την λοιδορία, την μισαλλοδοξία που πηγάζει από την προκατάληψη (χωρίς να αγνοούμε και τα δικά μας λάθη), ωστόσο δεν μπορεί να μας σβήσει από το προσκήνιο. Για τις δοκιμασίες οι χριστιανοί λυπόμαστε, όπως όλοι, έχουμε όμως και χαρά, διότι γνωρίζουμε ότι στην ζωή μας μάς δόθηκε ο σταυρός και η ανάσταση μαζί, όπως και το ότι ο Θεός δεν μας αφήνει ποτέ. Είμαστε στην πραγματικότητα φτωχοί από έπαρση, συχνά και από υλικά αγαθά, καθώς ο πλουτισμός δεν είναι σκοπός της ζωής μας, ωστόσο πλουτίζουμε με την αγάπη, την καλοσύνη, την βοήθεια από το περίσσευμα και το υστέρημά μας πολλούς. Μοιάζουμε σαν να μην έχουμε τίποτα, κατέχουμε όμως τα πάντα, από την στιγμή που ο Χριστός είναι στην καρδιά μας.
Ο απόστολος κάνει και μια άλλη παρατήρηση, η οποία ερμηνεύει γιατί ο χριστιανός είναι όλα αυτά που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει. «Ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν», «σαν να πεθαίνουμε και να που ζούμε», μας υπενθυμίζει. Ο χριστιανός δεν φοβάται τον θάνατο, όχι γιατί δεν είναι άνθρωπος, όχι γιατί δεν πονά, αλλά γιατί γνωρίζει μέσα από κάθε θάνατο, έρχεται η ανάσταση. Και ο θάνατος δεν είναι μόνο ο σωματικός, ο βιολογικός. Θάνατος είναι η ενηλικίωση, όταν θα πρέπει ο άνθρωπος να αναλάβει την ζωή του στα χέρια του. Θάνατος είναι να αφήσουμε πίσω τις κακές μας συνήθειες. Θάνατος είναι όταν παραιτηθούμε από το δίκιο και το δικαίωμά μας και επιλέξουμε την οδό της συγχώρησης. Θάνατος είναι όταν βλέπουμε ότι δεν είναι το εγώ μας το κέντρο του κόσμου, αλλά η συνάντηση με τον πλησίον. Θάνατος είναι να αποδεχόμαστε το θέλημα του Θεού στις περιστάσεις της ζωής. Θάνατος είναι να βλέπουμε το θέλημα του άλλου και να έχουμε την χαρά να τον αναπαύσουμε, αν είναι προς όφελός του, και όχι να θεωρούμε το δικό μας θέλημα ως το παν. Θάνατος είναι να παραιτούμαστε από την απόλαυση, την ευκολία, την χρήση του πλησίον μας, επειδή πιστεύουμε.
Και είναι θάνατος αυτά και άλλα, διότι εντάσσονται στην αγάπη. Στην αγάπη που πηγάζει από την σχέση με τον Χριστό. Διότι η αγάπη δεν είναι λόγια και ιδεολογίες, αλλά αυτό που ζούμε επειδή πιστεύουμε σ’ Αυτόν που πρώτος μας αγάπησε, έγινε άνθρωπος για μας, νίκησε τον θάνατο και μας περιμένει κάθε στιγμή στην εκκλησιαστική ζωή και πορεία για να συμπορευθούμε, κυρίως στα δύσκολα, μαζί και με τον πλησίον μας.
Γι’ αυτό και η πίστη θα παραμένει έκπληξη για όσους δεν βλέπουν ή δεν θέλουν να δούνε τον Χριστό!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός