Ὁ
ἄνθρωπος! Χῶμα τῆς γῆς, «ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ». Σὰν τὸ χορτάρι ἡ
ζωή του, σὰν τὸ λουλούδι τοῦ ἀγροῦ ἀνθίζει. Ἔπειτα, ἕνα ἁπλὸ φύσημα τοῦ
ἀνέμου… καὶ χάνεται, «καὶ οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ» (Ψαλ.
ΡΒ´ [102] 15, 16).
«Χθιζοὶ γάρ ἐσμεν» (Ἰὼβ η´9). Χθεσινοὶ εἴμαστε. Κάποια στιγμὴ ὁ κύκλος τῆς ζωῆς θὰ σβήσει.Ἕνα πετραδάκι στὸν ὠκεανὸ τῶν καιρῶν. Στὸν 21ο αἰώνα, στὸ ἔτος 2019. Καὶ περιμένουμε Χριστούγεννα. Περιμένουμε;
Ἂν εἶχαν τὰ βουνὰ φωνὴ καὶ τὰ ἄστρα ἂν μιλοῦσαν, θὰ φώναζαν:
–Ἀκοῦστε, ἄνθρωποι! Ποιοί εἶστε; Ποῦ εἶστε; Τί περιμένετε; Περιμένετε;
Γυρίστε πίσω!… Κοιτάξτε στὸ βάθος, στρέψτε τὸ βλέμμα σας ἐκεῖ καὶ τότε. Ἐκεῖ… Στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ! Τότε… Στὴν πρώτη αὐγὴ τοῦ κόσμου!
Τότε ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ δημιουργοῦ φλεγόμενο τὸ βέλος τῆς φλογερῆς Του ἀγάπης. Μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἔρθει κάποτε ὁ Λυτρωτής, θὰ τσακίσει τὸ κεφάλι τοῦ φιδιοῦ, θὰ δώσει τὴν χαρὰ στὸν κόσμο. Δεῖτε τὸ βέλος νὰ σκίζει σφυρίζοντας τὸν ἄνεμο, νὰ διασχίζει τὰ ἀτέλειωτα χρόνια, νὰ προσπερνάει αἰῶνες καὶ χιλιετίες, νὰ σημαδεύει τὴν ἱστορία μηνώντας: Ἔρχεται!
Κοιτάξτε πίσω! Μὴ σᾶς τρομάζουν ὑψωμένοι θρόνοι, οἱ προτομὲς τῶν αὐτοκρατόρων, οἱ ἐκθαμβωτικὲς φάλαγγες τῶν στρατευμάτων τους. Τὸ βέλος ἐκεῖνο ξέσχισε τὰ σπλάχνα τους, διαπέρασε τὰ πανύψηλα τείχη τους, θέρισε τὶς φάλαγγες, συνέτριψε τοὺς ἀγέρωχους θρόνους.
Σὲ κάθε κάστρο ποὺ ἔπεφτε, φώναζε: Ἔρχεται! Στὰ συντρίμμια κάθε θρόνου ἔγραφε: «Ἔρχεται»! Καὶ τότε κάθε σκληρὴ καὶ ἀλύγιστη προτομὴ ἔσκυβε ταπεινὰ καὶ ψιθύριζε κι αὐτή: «Ἔρχεται»!
Ὅμως δίπλα σὲ κάθε ἐρειπωμένο τεῖχος, κοντὰ σὲ κάθε συντετριμμένο θρόνο, πλάϊ σὲ κάθε ἐξαίσιο βασιλικὸ πτῶμα ἕνας ψίθυρος ἀκουγόταν: «Πότε,Κύριε;».
Τὰ χρόνια περνοῦσαν, οἱ αἰῶνες διαδέχονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, οἱ χιλιετίες σὰν παραλάμβαναν τὴν σκυτάλη ἄκουγαν: «Ἔρχεται»! Μὰ ὅταν τὴν παρέδιδαν προσεύχονταν τρεμουλιαστά: «Πότε Κύριε;».
Ἦταν ἡ περίοδος τῆς μεγάλης ἀναμονῆς. Τῶν Ἑβραίων μὰ καὶ ὅλων τῶν λαῶν. Διότι, ὅπως εἶχε προφητεύσει ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ὁ ἐρχόμενος θὰ ἦταν λιοντάρι· «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν» (Γεν. μθ΄[49]10). Λιοντάρι ποὺ τὸ περίμεναν ὅλοι οἱ λαοί.
Πόσες γενιές, πόσοι ἄνθρωποι, πόσα ἔθνη!… Ὅλοι ἀνάμεσα στὴν βεβαίωση τοῦ φλεγόμενου βέλους: «Ἔρχεται»! Καὶ στὸ πονεμένο ἐρώτημα: «Πότε, Κύριε;».
Μέχρι τὴν νύχτα ἐκείνη ποὺ τὸ βέλος σφηνώθηκε σὲ μία σπηλιά. Ὁ χρόνος τῆς ἀναμονῆς συμπυκνώθηκε. Λυγίζοντας τοὺς οὐρανοὺς μέσα ἀπὸ τὰ πανάγια σπλάχνα τῆς ὑπερευλογημένης Μαριάμ, κλαυθμύρισε ὁ Ἀναμενόμενος στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Αὐτός, ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων.
Πόθοι,προσδοκίες,ἀναμονὴ αἰώνων καὶ χιλιετιῶν,ἀναπαύθηκαν στὴν φάτνη!Τὴ μία καὶ μοναδική! Καὶ εἶπαν: Ἦρθες ἐπιτέλους! «Ἦλθες καὶ ἔσωσας ἡμᾶς»!
Δύο χιλιετίες μετά, στὸ κατώφλι δραματικῶν, καθὼς φαίνεται, ἐξελίξεων, στεκόμαστε οἱ ἄνθρωποι, οἱ πιστοὶ χριστιανοί, καὶ προσμένουμε Χριστούγεννα. Ἀπ᾽ τὴν μεγάλη τῶν χιλιετιῶν ὣς σὲ μία μικρή, λίγων μονάχα ἡμερῶν, ἀναμονή.
Προσμένουμε. Μέσα σὲ θόρυβο πολύ, σὲ ἐντυπώσεις φανταχτερές, μὲ τὰ τηλέφωνα στὰ χέρια, μὲ τὰ αὐτιά, τὴν ἀκοὴ νὰ εἶναι στραμμένη στοῦ κόσμου τούτου τὴν ὀχλοβοή. Καὶ ἡ γιορτὴ κάπου ἐκεῖ στὸ βάθος τῶν θορύβων ξεχασμένη, μέσα στὰ φῶτα τὰ πολύχρωμα χαμένη.
Χῶμα τῆς γῆς, «χθιζοί ἐσμεν», λουλούδια τοῦ ἀγοριοῦ, σκιά, μία πέτρα, λίγοι κύκλοι μὲς στὸν μεγάλο ὠκεανὸ τῶν ἀδυσώπητων καιρῶν. Τοῦ χρόνου, τέτοιον καιρὸ ποῦ θά ᾽μαστε; Ἂν εἴμαστε, ἂν θὰ προσμένουμε Χριστούγεννα καὶ πάλι, δὲν γνωρίζουμε. Σκιὰ ἡ ζωή μας, «ὡσεὶ χόρτος» οἱ ἡμέρες μας.
Ἂν εἶχαν τὰ βουνὰ φωνὴ καὶ τὰ ἄστρα ἂν μιλοῦσαν, τοῦτο ἴσως θὰ ἔλεγαν σὲ ἐμᾶς:
– Ἦρθε ὁ μεγάλος ἀναμενόμενος!
Ἦρθαν, ἔφτασαν γιὰ μία χρονιὰ ἀκόμη τὰ Χριστούγεννα. Λίγες ἡμέρες μεγάλης ἀναμονῆς. Μεγάλης ὄχι χρονικῶς, ἀλλὰ διότι μεγάλο εἶναι καὶ ἀσύλληπτο τὸ γεγονός: Ἦρθε ὁ Θεὸς κοντά μας! Εἶναι κοντά μας! Χριστούγεννα!
Ἑτοιμαστεῖτε λοιπὸν στὶς λίγες μέρες τῆς μεγάλης τούτης ἀναμονῆς. Γιὰ νὰ γιορτάσετε ἀληθινὰ Χριστούγεννα ἐφέτος.
Γιὰ νὰ γεμίσει μὲ χαρά, μὲ αἰώνια χαρὰ ἡ ζωή σας.Νὰ μὴν πεθάνετε ποτέ!
«Χθιζοὶ γάρ ἐσμεν» (Ἰὼβ η´9). Χθεσινοὶ εἴμαστε. Κάποια στιγμὴ ὁ κύκλος τῆς ζωῆς θὰ σβήσει.Ἕνα πετραδάκι στὸν ὠκεανὸ τῶν καιρῶν. Στὸν 21ο αἰώνα, στὸ ἔτος 2019. Καὶ περιμένουμε Χριστούγεννα. Περιμένουμε;
Ἂν εἶχαν τὰ βουνὰ φωνὴ καὶ τὰ ἄστρα ἂν μιλοῦσαν, θὰ φώναζαν:
–Ἀκοῦστε, ἄνθρωποι! Ποιοί εἶστε; Ποῦ εἶστε; Τί περιμένετε; Περιμένετε;
Γυρίστε πίσω!… Κοιτάξτε στὸ βάθος, στρέψτε τὸ βλέμμα σας ἐκεῖ καὶ τότε. Ἐκεῖ… Στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ! Τότε… Στὴν πρώτη αὐγὴ τοῦ κόσμου!
Τότε ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ δημιουργοῦ φλεγόμενο τὸ βέλος τῆς φλογερῆς Του ἀγάπης. Μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἔρθει κάποτε ὁ Λυτρωτής, θὰ τσακίσει τὸ κεφάλι τοῦ φιδιοῦ, θὰ δώσει τὴν χαρὰ στὸν κόσμο. Δεῖτε τὸ βέλος νὰ σκίζει σφυρίζοντας τὸν ἄνεμο, νὰ διασχίζει τὰ ἀτέλειωτα χρόνια, νὰ προσπερνάει αἰῶνες καὶ χιλιετίες, νὰ σημαδεύει τὴν ἱστορία μηνώντας: Ἔρχεται!
Κοιτάξτε πίσω! Μὴ σᾶς τρομάζουν ὑψωμένοι θρόνοι, οἱ προτομὲς τῶν αὐτοκρατόρων, οἱ ἐκθαμβωτικὲς φάλαγγες τῶν στρατευμάτων τους. Τὸ βέλος ἐκεῖνο ξέσχισε τὰ σπλάχνα τους, διαπέρασε τὰ πανύψηλα τείχη τους, θέρισε τὶς φάλαγγες, συνέτριψε τοὺς ἀγέρωχους θρόνους.
Σὲ κάθε κάστρο ποὺ ἔπεφτε, φώναζε: Ἔρχεται! Στὰ συντρίμμια κάθε θρόνου ἔγραφε: «Ἔρχεται»! Καὶ τότε κάθε σκληρὴ καὶ ἀλύγιστη προτομὴ ἔσκυβε ταπεινὰ καὶ ψιθύριζε κι αὐτή: «Ἔρχεται»!
Ὅμως δίπλα σὲ κάθε ἐρειπωμένο τεῖχος, κοντὰ σὲ κάθε συντετριμμένο θρόνο, πλάϊ σὲ κάθε ἐξαίσιο βασιλικὸ πτῶμα ἕνας ψίθυρος ἀκουγόταν: «Πότε,Κύριε;».
Τὰ χρόνια περνοῦσαν, οἱ αἰῶνες διαδέχονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, οἱ χιλιετίες σὰν παραλάμβαναν τὴν σκυτάλη ἄκουγαν: «Ἔρχεται»! Μὰ ὅταν τὴν παρέδιδαν προσεύχονταν τρεμουλιαστά: «Πότε Κύριε;».
Ἦταν ἡ περίοδος τῆς μεγάλης ἀναμονῆς. Τῶν Ἑβραίων μὰ καὶ ὅλων τῶν λαῶν. Διότι, ὅπως εἶχε προφητεύσει ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ὁ ἐρχόμενος θὰ ἦταν λιοντάρι· «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν» (Γεν. μθ΄[49]10). Λιοντάρι ποὺ τὸ περίμεναν ὅλοι οἱ λαοί.
Πόσες γενιές, πόσοι ἄνθρωποι, πόσα ἔθνη!… Ὅλοι ἀνάμεσα στὴν βεβαίωση τοῦ φλεγόμενου βέλους: «Ἔρχεται»! Καὶ στὸ πονεμένο ἐρώτημα: «Πότε, Κύριε;».
Μέχρι τὴν νύχτα ἐκείνη ποὺ τὸ βέλος σφηνώθηκε σὲ μία σπηλιά. Ὁ χρόνος τῆς ἀναμονῆς συμπυκνώθηκε. Λυγίζοντας τοὺς οὐρανοὺς μέσα ἀπὸ τὰ πανάγια σπλάχνα τῆς ὑπερευλογημένης Μαριάμ, κλαυθμύρισε ὁ Ἀναμενόμενος στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Αὐτός, ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων.
Πόθοι,προσδοκίες,ἀναμονὴ αἰώνων καὶ χιλιετιῶν,ἀναπαύθηκαν στὴν φάτνη!Τὴ μία καὶ μοναδική! Καὶ εἶπαν: Ἦρθες ἐπιτέλους! «Ἦλθες καὶ ἔσωσας ἡμᾶς»!
Δύο χιλιετίες μετά, στὸ κατώφλι δραματικῶν, καθὼς φαίνεται, ἐξελίξεων, στεκόμαστε οἱ ἄνθρωποι, οἱ πιστοὶ χριστιανοί, καὶ προσμένουμε Χριστούγεννα. Ἀπ᾽ τὴν μεγάλη τῶν χιλιετιῶν ὣς σὲ μία μικρή, λίγων μονάχα ἡμερῶν, ἀναμονή.
Προσμένουμε. Μέσα σὲ θόρυβο πολύ, σὲ ἐντυπώσεις φανταχτερές, μὲ τὰ τηλέφωνα στὰ χέρια, μὲ τὰ αὐτιά, τὴν ἀκοὴ νὰ εἶναι στραμμένη στοῦ κόσμου τούτου τὴν ὀχλοβοή. Καὶ ἡ γιορτὴ κάπου ἐκεῖ στὸ βάθος τῶν θορύβων ξεχασμένη, μέσα στὰ φῶτα τὰ πολύχρωμα χαμένη.
Χῶμα τῆς γῆς, «χθιζοί ἐσμεν», λουλούδια τοῦ ἀγοριοῦ, σκιά, μία πέτρα, λίγοι κύκλοι μὲς στὸν μεγάλο ὠκεανὸ τῶν ἀδυσώπητων καιρῶν. Τοῦ χρόνου, τέτοιον καιρὸ ποῦ θά ᾽μαστε; Ἂν εἴμαστε, ἂν θὰ προσμένουμε Χριστούγεννα καὶ πάλι, δὲν γνωρίζουμε. Σκιὰ ἡ ζωή μας, «ὡσεὶ χόρτος» οἱ ἡμέρες μας.
Ἂν εἶχαν τὰ βουνὰ φωνὴ καὶ τὰ ἄστρα ἂν μιλοῦσαν, τοῦτο ἴσως θὰ ἔλεγαν σὲ ἐμᾶς:
– Ἦρθε ὁ μεγάλος ἀναμενόμενος!
Ἦρθαν, ἔφτασαν γιὰ μία χρονιὰ ἀκόμη τὰ Χριστούγεννα. Λίγες ἡμέρες μεγάλης ἀναμονῆς. Μεγάλης ὄχι χρονικῶς, ἀλλὰ διότι μεγάλο εἶναι καὶ ἀσύλληπτο τὸ γεγονός: Ἦρθε ὁ Θεὸς κοντά μας! Εἶναι κοντά μας! Χριστούγεννα!
Ἑτοιμαστεῖτε λοιπὸν στὶς λίγες μέρες τῆς μεγάλης τούτης ἀναμονῆς. Γιὰ νὰ γιορτάσετε ἀληθινὰ Χριστούγεννα ἐφέτος.
Γιὰ νὰ γεμίσει μὲ χαρά, μὲ αἰώνια χαρὰ ἡ ζωή σας.Νὰ μὴν πεθάνετε ποτέ!