«Ἕτερον δέ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μή Ἰάκωβον τόν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου» (Γαλ. 1, 19)
«Άλλον απόστολο δεν είδα, παρά τον Ιάκωβο, τον αδερφό του Κυρίου»
Η
Καινή Διαθήκη, σε ορισμένα σημεία της αναφέρει στοιχεία που δείχνουν
ότι ο Χριστός υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. Δεν είναι μόνο οι χρονολογήσεις
που κάνει ο ευαγγελιστή Λουκάς, τόσο στην Γέννηση, όσο και στην Βάπτιση
του Κυρίου, οπότε αναφέρεται τόσο στον αυτοκράτορα της Ρώμης, τον
Αύγουστο και αργότερο τον Τιβέριο, όσο και σε πρόσωπα που ήταν ηγεμόνες,
όπως ο Κυρήνιος στην Συρία (Λουκ. 2, 1-2), ο Πόντιος Πιλάτος, οι τετράρχες Ηρώδης, Φίλιππος και Λυσάνιος (Λουκ. 3,
1). Είναι και αναφορές όπως αυτή που κάνει ο απόστολος Παύλος για τον
αδερφό του Κυρίου, τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο, τον οποίο η Εκκλησία μας
τιμά την Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση. Ο απόστολος των εθνών δε μιλά
για ένα πρόσωπο της φαντασίας, αλλά για τον πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων,
ο οποίος απελάμβανε κύρους ανάμεσα στους μαθητές και στους πρώτους
χριστιανούς και υπήρξε ο πρόεδρος της Αποστολικής Συνόδου του 49 μ. Χ.
Το
ότι ο Χριστός είχε αδέρφια από τον προηγούμενο γάμο του Ιωσήφ είναι
γνωστό από την παράδοση. Αυτό όμως που ουσιαστικά η Εκκλησία τονίζει
είναι ότι ο Χριστός δεν είναι ένας λογοτεχνικός ή ένας φαντασιακός
ήρωας, αλλά ο Θεός που έγινε άνθρωπος και ως άνθρωπος είναι ενταγμένος
σε μία συγκεκριμένη οικογένεια, έζησε σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο
και καταδικάστηκε σε θάνατο από τους ηγεμόνες του τόπου όπου έζησε και
έδρασε, με την σύμφωνη γνώμη της ρωμαϊκής διοίκησης, η οποία κυβερνούσε
τον τότε γνωστό κόσμο. Τα στοιχεία αυτά καταγράφονται και στους
ιστορικούς της εποχής, τον Φλάβιο Ιώσηπο και τον Τάκιτο.
Η καταγραφή αυτή μας δίνει την ευκαιρία να σταθούμε σε τρία σημεία.
Πρώτον,
ότι για όσους αρέσκονται να εξετάζουν τα γεγονότα με κριτήριο την
επιστήμη και τον ορθολογισμό ο Χριστός ως άνθρωπος υπήρξε. Δεν
είναι ένα γέννημα της φαντασίας, ούτε και ένα μυστηριώδες πρόσωπο που
δεν γνωρίζουμε την κατά άνθρωπον ταυτότητά του. Επομένως, το ερώτημα που
ανακύπτει είναι αν ο Χριστός είναι ένας από τους ξεχωριστούς ήρωες της
ανθρώπινης ιστορίας, που ανήκει στο χτες, όπως όλοι οι άλλοι ή πρόκειται
για ένα πρόσωπο το οποίο μας καλεί να λάβουμε θέση έναντί Του. Όχι για
το αν υπήρξε ή ποιος ήταν κατά άνθρωπον, αλλά αν είναι για μας Θεός ή
όχι.
Δεύτερον,
είναι απόδειξη του σεβασμού του Θεού στην ελευθερία του ανθρώπου, την
οποία Εκείνος μας δώρισε, δημιουργώντας μας κατ’ εικόνα Του, το ότι μας
παρέχει τα στοιχεία, αλλά ζητά από εμάς να λάβουμε θέση έναντί Του. Και
η θέση έχει να κάνει με την πίστη ή όχι. Αν για μας ο Χριστός είναι ο
Θεάνθρωπος λυτρωτής και σωτήρας του κόσμου από τον θάνατο και ο χορηγός
της ανάστασης και της ζωής ή ένα αδιάφορο πρόσωπο, το οποίο έγραψε
ιστορία αλλά δεν έχει να πει τίποτα προσωπικά στον καθέναν μας, από την
στιγμή που κινούμαστε ελεύθερα και δεν θέλουμε να έχουμε δέσμευση έναντί
Του, να αποφασίσομε αν αναζητήσουμε και γνωρίσουμε τις εντολές Του, τον
τρόπο με τον οποίο καλούμαστε να ζήσουμε με αυτές ή αν θα προχωρήσουμε
στην ζωή μας σαν να μην υπάρχει ή σαν είναι μία ευχάριστη ανάπαυλα στην
καθημερινότητά μας, μία παράδοση που ομορφαίνει, ξεκουράζει, αλλά δεν
αλλάζει την πορεία μας.
Τρίτον,
είναι ένα σημείο που μας δείχνει ότι έχουμε κληθεί στην Εκκλησία μας να
γίνουμε κι εμείς αδέρφια του Χριστού, όχι τώρα εκ της συγγενείας της
κατά άνθρωπον, αλλά εκ της συγγενείας εκ του βαπτίσματος και της
πίστεως. Κι
αυτό είναι το νόημα των εορτών που ζούμε στην Εκκλησία. Να υπερβούμε το
εξωτερικό κέλυφός τους και να ζήσουμε και την ουσία τους, δηλαδή την
δίψα για κοινωνία με τον Χριστό, την αδελφοποίησή μας μέσω του Σώματος
και του Αίματος του Θεανθρώπου και της ενότητάς μας στην αγάπη και στην
Θεία Ευχαριστία. Διότι όταν είμαστε αδελφοί του Χριστού, γινόμαστε και
αδελφοί μεταξύ μας!
Η
σχέση με τον Χριστό είναι σχέση που δεν είναι κλειστή, αλλά ανοιχτή.
Δεν μένει στην αποκλειστικότητα της συγγένειας ή της θρησκευτικότητας.
Είναι μία συνεχής πρόσκληση προς όλη την ανθρωπότητα να συμμετάσχει και
να ζήσει με τον Θεάνθρωπο στην Εκκλησία. Η ανοιχτότητα όμως προϋποθέτει
και το ΝΑΙ της ελευθερίας του καθενός μας. Μας δόθηκε και κληθήκαμε να
είμαστε αδέρφια, διότι όλοι είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού. Το
ερώτημα είναι αν θέλουμε να γίνουμε. Κι
αυτό δεν απαντιέται με τον ρομαντισμό των ημερών. Θέλει απόφαση για
ενεργή ένταξη στην Εκκλησία και αγώνα για συνάντηση με τον Χριστό.
Εκείνος μας δίδεται. Εμείς Τον δεχόμαστε;