Γράφει ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος
Κανείς δέν παραπονέθηκε ποτέ, γιατί: τά κάστανα, ἐξωτερικά, ἔχουν βελόνες πού τρυπᾶνε τά χέρια · τά φραγκόσυκα ἔχουν ἀγκάθια, πού μπαίνουν στό δέρμα · τά καρύδια ἔχουν πράσινη, χονδρή σάρκα, πού μαυρίζει τά χέρια · τά ἀμύγδαλα ἔχουν σκληρό περίβλημα, πού θέλει σπάσιμο.
Κανείς! Ποτέ! Καί κανείς δέν σταμάτησε νά τά τρώει, ἐπειδή τοῦ δημιουργοῦν μπελάδες στό καθάρισμα.
Ἤρεμα καί ἁπλᾶ, παραμερίζουμε τά ἐξωτερικά ἀγκάθια, ἀφαιροῦμε τήν ἐνοχλητική φλούδα καί ἀπολαμβάνουμε τόν νόστιμο καρπό!
Γιατί ἆραγε νά μή συμβαίνει τό ἴδιο καί στίς σχέσεις μας μέ τούς συνανθρώπους μας;
Γιατί νά μετρᾶμε τόσο: τήν κάποια ὀξύτητα στά λόγια τους· τήν κάποια περιφρόνηση στό βλέμμα τους· τήν κάποια παραξενιά στήν συμπεριφορά τους;
Γιατί
νά μήν φροντίζουμε, μέ τήν ἴδια γαλήνη καί ὑπομονή, μέ τήν ἴδια ἠρεμία
καί ἁπλότητα, νά παραμερίζουμε τήν ὅποια ἐξωτερική τους στριφνάδα καί
ἰδιοτροπία, γιά νά βροῦμε καί νά ἀπολαύσουμε τήν κρυμμένη ὀμορφιά τῆς
ψυχῆς τους, πού ΣΙΓΟΥΡΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΥΠΑΡΧΕΙ;
Ὑπάρχει ἄνθρωπος, πού νά μήν κρύβει μέσα του ἕνα διαμάντι;
Καί νά σκεφτοῦμε, ὅτι ὁ ἅγιος Ἀντώνιος λέει:
– Ἀπό τόν πλησίον μας, δέν ἐξαρτᾶται ἁπλῶς, τό ἄν θά κερδίσουμε κάποια διαμαντάκια ἤ ἄν θά γευθοῦμε κάποιους γλυκεῖς καρπούς.
Ἀπό τόν πλησίον μας δέν ἐξαρτᾶται ἁπλῶς μιά νοστιμιά τῆς ζωῆς μας. Ἀπό
τόν πλησίον μας ἐξαρτᾶται αὐτή ἡ ἴδια ἡ ζωή μας ἤ ὁ θάνατός μας!
Γιατί, ἄν κερδίσουμε τόν ἀδελφό μας, κερδίζουμε τόν Θεόν. Καί ἄν σκανδαλίσουμε τόν ἀδελφό μας, ἁμαρτάνουμε στόν Χριστό.
Εἶπε ὁ Χριστός: ἡ πρώτη καί μεγάλη ἐντολή εἶναι: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου».
Καί πρόσθεσε: Δεύτερη, ἐξ ἴσου μεγάλη: «Καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22, 37).
Καί ἐπεξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ἄν δέν ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, πού τόν βλέπεις, εἶναι ποτέ δυνατό νά ἀγαπᾶς τόν Θεό, πού δέν Τόν βλέπεις;» (Α ́ Ἰω. 4, 20).
Τά ἴδια, μέ διαφορετικά λόγια, λέει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κολοβός:
– Ἡ σχέση μας μέ τόν πλησίον μας, δέν εἶναι ἡ στέγη στό οἰκοδόμημα τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ.
Δέν
χτίζομε σπίτι ἀρχίζοντας ἀπό πάνω πρός τά κάτω. Ἀντίθετα. Πρῶτα βάζουμε
γερά θεμέλια. Καί μετά, πολύ μετά, φτάνουμε στή στέγη. Καί τό θεμέλιο
εἶναι ἡ ἀγάπη.
Ἕνα
ἁπλό παράδειγμα: Σοῦ λέει κάποιος μιά κουβέντα, πού σέ πικραίνει. Τί
πιό εὔκολο, νά τοῦ ἀπαντήσεις καί σύ καί μέ τόν ἴδιο τρόπο. Νά τόν
«πατήσεις στόν κάλο» του. Καί τί θά βγῆ;
Ὄχι
μόνο θά τρυπήσης χειρότερα τά χέρια σου ἀπό τά ἀγκάθια τοῦ ἀδελφοῦ σου,
ἀλλά καί θά κάνεις μιά «ὡραία ἐπίδειξη» καί τῶν δικῶν σου ἀγκαθιῶν!
Καί συνήθως συμβαίνει τά ἀγκάθια τοῦ ἀδελφοῦ σου νά εἶναι ἀγκαθάκια κάστανου, ἐνῶ τά δικά σου εἶναι… γαϊδουράγκαθα!
Ἄν ὅμως ἀγωνιστῆς νά μήν τοῦ πεῖς τίποτε, πού νά τόν πονέσει, τότε «κέρδισες» τόν ἀδελφό σου.