Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ

 

του πατρός Δημητρίου Μπόκου

Έλεγε κάποιος στον π. Ιωήλ Γιαννακόπουλο τους λόγους, που τον εμπόδιζαν να συμφιλιωθεί με τον αδελφό του:

–  Δεν μπορώ, πάτερ μου, να μιλήσω εγώ πρώτος. Ο αδελφός μου πρέπει να μου μιλήσει πρώτος! Αυτός έφταιξε κι όχι εγώ! Κι έπειτα αυτός είναι μικρότερος κι εγώ μεγαλύτερος.

–  Δεν μου λες, ρώτησε ο πνευματικός, ποιός είναι μεγαλύτερος; Εμείς ή ο Θεός;

–  Μα θέλει και ρώτημα; Ο Θεός βέβαια!

–  Και ποιός έφταιξε στον άλλο; Ο Θεός σ’ εμάς ή εμείς στον Θεό;

–  Εμείς φταίξαμε στον Θεό.

–  Και ποιός έκανε την αρχή της συμφιλιώσεως; Εμείς πήγαμε στον Θεό ή ο Θεός ήρθε σ’ εμάς;

–  Ο Θεός ήρθε σ’ εμάς.

–  Λοιπόν;

–  Λοιπόν, …σας ευχαριστώ! Έχετε δίκιο. Εγώ θα πάω στον αδελφό μου!

Ώστε ο Θεός, που είναι απείρως μεγαλύτερος και δεν μας έφταιξε καθόλου, κάνει την πρώτη κίνηση και έρχεται για συμφιλίωση. Έρχεται με μόνο κίνητρο την αγάπη. Θέλει μόνο να μας δώσει την ευκαιρία ν’ αφήσουμε την έχθρα που, όχι αυτός, αλλά εμείς έχουμε γι’ αυτόν, να συμφιλιωθούμε μαζί του. Γι’ αυτό και κλίνει ουρανούς, αφήνει δηλαδή το μεγαλείο του και έρχεται κοντά μας ταπεινός. Σαν ένας από μας, ίσος με εμάς, ακόμα και παρακάτω από μας, αφού λαμβάνει «δούλου μορφήν» (Φιλ. 2, 7).

Η ενανθρώπηση του Χριστού, γι’ αυτόν είναι ταπείνωση. Κι όμως αυτός χαίρεται να είναι μικρός ανάμεσά μας, να τρέχει πίσω μας σαν υπηρέτης (Λουκ. 22, 27), να μας παρακαλεί σαν μικρότερος να γυρίσουμε κοντά Του. Κι εμείς; Θεωρούμε ταπεινωτικό να πλησιάσουμε έναν τέτοιο Θεό; Είναι μειωτικό για μας να ανταποκριθούμε στην τόση αγάπη Του;

Μα, θα ειπεί κανείς, εμείς αγαπάμε τον Θεό. Τον θέλουμε κοντά μας. Ξεχνάμε όμως ότι αυτό δεν γίνεται απλά με τα λόγια, αλλά είναι στάση και τρόπος ζωής. Δείχνουμε την  αγάπη μας προς τον Θεό, μόνο αν αγαπάμε την εικόνα του επί της γης, τον άνθρωπο. Πώς γίνεται να αγαπάμε τον Θεό και να ’χουμε έχθρα με την εικόνα Του, τον κάθε μας συνάνθρωπο; (Αʹ Ιω. 4, 20).

Αν θέλουμε το γεγονός της θείας Γέννησης να έχει κάποιο νόημα και για μας, ας ψάξουμε τον Θεό ενσαρκωμένο στα πρόσωπα των αδελφών μας και όχι στο εμπορικό εορταστικό κατεστημένο των ημερών μας. Κι αν μας χωρίζει κάτι από αυτούς, ας κάνουμε εμείς την πρώτη κίνηση, ακόμα κι αν δεν φταίμε. Ας κατεβούμε από το «ύψος» μας για να τους συναντήσουμε.

Αν ο Θεός κατέβηκε κοντά μας από απέραντη αγάπη για μας, οφείλουμε κι εμείς αγάπη μεταξύ μας. Μονάχα τότε γνωρίζουμε τον Θεό, γιατί «ο Θεός αγάπη εστί» (Αʹ Ιω. 4, 8 και 11). Τότε ο Χριστός όχι απλώς θα γεννηθεί μέσα μας, αλλά θα έλθει με τον Πατέρα Του και θα κάνει την καρδιά μας μόνιμο τόπο κατοικίας του (Ιω. 14, 23).

Μπροστά στην ένσαρκη εικόνα του Θεού μας, στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, ας σταθούμε λοιπόν ευλαβικά. Αλλιώς, Χριστούγεννα θα ’ρχονται και θα φεύγουν αδιάκοπα, μα δεν θα μας αφήνουν τίποτε. Το νόημά τους θα τελειώνει με το ξεκοκκάλισμα της γαλοπούλας (Olivier Clement).