“Αστράφτοντας από σημάδια και θαυμαστά γεγονότα και δόγματα (λόγους αληθείας), έσβησες την λάμψη του συνεδρίου των παρανόμων Ιουδαίων. Και ενώ αυτοί σε σκότωναν και σου έριχναν πέτρες, εσύ προσευχόσουν για να λάβουν άφεση για τις αμαρτίες τους, μιμούμενος τον λόγο του Σωτήρα (πάνω στον Σταυρό). Στα χέρια του οποίου εναπόθεσες το ιερότατο πνεύμα σου, Στέφανε”.
Η μνήμη του πρωτομάρτυρος και πρωτοδιακόνου Στεφάνου, που εορτάζεται την τρίτη ημέρα των Χριστουγέννων, έχει για την Εκκλησία και την ζωή μας ξεχωριστούς συμβολισμούς.
Είναι μία υπόμνηση ότι η ζωή του χριστιανού χρειάζεται να διέπεται από τρεις κύριες συνιστώσες: την αγάπη, τον ζήλο της ομολογίας και την συγχωρητικότητα, όπως ήταν η πορεία του Αγίου Στεφάνου. Ο Στέφανος υπήρξε ένας από τους επτά διακόνους που οι πιστοί επέλεξαν και ζήτησαν από τους αποστόλους να χειροτονήσουν ως βοηθούς στην διανομή των τροφίμων στην πρώτη εκκλησιαστική κοινότητα, όταν το σαράκι της μιζέριας, του εθνικισμού και των διακρίσεων σταμάτησε την αγάπη, την ομόνοια και την ενότητα που διακατείχε τους χριστιανούς. Ο Στέφανος ήταν ηγετική προσωπικότητα και εξασφάλισε, με την βοήθεια και των άλλων διακόνων, ότι η σχέση των πιστών μεταξύ τους δεν θα διαταρασσόταν εξαιτίας των αναγκών της επιβίωσης. Αλλά και όταν η πίστη αμφισβητούνταν από τους Ιουδαίους, ο Στέφανος βγήκε μπροστά και έδωσε ζώσα μαρτυρία. Δεν ήταν αρκετή η διακονία της αγάπης και της φιλανθρωπίας (ας το σκεφτούμε αυτό και στο σήμερα). Η πίστη θέλει και μαρτυρία αλήθειας, αλλιώς η Εκκλησία θα μετατρεπόταν σε μία φιλανθρωπική κοινότητα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, χρήσιμη για την κοινωνία και για την επιβίωση των ανθρώπων, όχι όμως σωτήρια για την ανάγκη του ανθρώπου να βρει απάντηση στα μεγάλα “γιατί;” της ζωής, τον Θεό, τον άνθρωπο, την αγάπη, τον θάνατο. Και ο Στέφανος θα ολοκληρώσει αυτήν την πορεία προς την αγιότητα με το μαρτύριό του, το οποίο θα το επιστέψει με την συγχώρεση που θα παράσχει στους δολοφόνους του, κάνοντας αυτήν την σπουδαία προσευχή: “Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην” (Πράξ. 7, 60). Θα μιμηθεί τον Χριστό, ο Οποίος επάνω στον σταυρό ζήτησε από τον Πατέρα Του να συγχωρέσει τους σταυρωτές, διότι δεν γνώριζαν τι έκαναν.
Ο ερχομός του Χριστού στον κόσμο δεν είναι απλώς ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Δεν σηματοδοτεί την ίδρυση μιας ακόμη θρησκείας, ανάμεσα στις άλλες. Μπορεί η πίστη μας να εκφράζεται και με θρησκευτικά στοιχεία, να έχει δόγματα, τρόπο λατρείας προς τον Θεό, ηθικές διατάξεις, όμως αυτά τα στοιχεία δεν είναι κύριες αρχές μιας πίστης στο μεταφυσικό. Είναι τρόποι φανέρωσης μιας οντολογικά μοναδικής αποκάλυψης: ότι “ο Λόγος σάρξ εγένετο” (Ιωάν. 1, 14), όχι για να μαθαίνουμε γι’ Αυτόν ή να ζητάμε να είμαστε οπαδοί Του, αλλά για να Τον κοινωνούμε και αφήνοντάς Τον να είναι η αρχή και το τέλος της ζωής μας, να θέλουμε να είμαστε ένα μ’ Αυτόν. Δεν μας ζήτησε να εγκαταλείψουμε τα της ζωής μας, της επιβίωσής μας, των χαρισμάτων μας τις εκφάνσεις, την διακρίβωση και την κατάκτηση της όποιας γνώσης, την δημιουργικότητα που μας ανοίγει μονοπάτια μικρής ευτυχίας. Μας ζήτησε όμως αυτά να μην είναι το τέλος των επιλογών μας. Μας ζήτησε να τα ντύσουμε με την αγάπη προς Αυτόν, να Τον αφήσουμε να τα αγιάσει αφού τους δώσουμε το ήθος της αγάπης, να Τον αφήσουμε να τα πάρει και να τα κάνει δώρα στους συνανθρώπους μας, όπως γίνεται στην Εκκλησία. Μας ζήτησε σε κάθε στιγμή της ζωής μας η καρδιά μας να αφήνεται σ’ Αυτόν, ώστε είτε στην χαρά είτε στην λύπη Εκείνος να έχει τον τελευταίο λόγο, η Πρόνοιά Του να σώζει και να λυτρώνει, ακόμη κι αν αυτό φαίνεται επώδυνο πολλές φορές.
Η κοινωνία μας μαζί Του γίνεται κοινωνία υπαρξιακή, οντολογική. Γι’ αυτό και στα ανθρωπιστικά κηρύγματα που γίνονται κατά καιρούς, φαίνεται ότι είναι εύκολος ο λόγος να αγαπούμε, να συγχωρούμε και να υποχωρούμε, αλλά είναι αδύνατον να πραγματωθεί, διότι ο κάθε άνθρωπος έχει ως στοιχείο της πεπτωκυίας ύπαρξής του το εγώ, το συμφέρον, την επιβίωσή του. Στην καλύτερη περίπτωση θριαμβεύει η λογική της ανταμοιβής, όπως στον κεφαλαιοκρατικό-καπιταλιστικό πολιτισμό μας, ως κίνητρο για να δείξουμε στοιχεία ανθρωποκεντρισμού ή η ανάγκη να μη γίνεται η κοινωνία, η οποία θεωρείται ως άθροισμα ατόμων, άθροισμα συμφερόντων, άθροισμα χρόνων που πρέπει να περάσουμε μαζί, χωρίς να δαγκώσει ο ένας τον άλλον, ζούγκλα, στην οποία θα νικά ο πόλεμος και ο θάνατος. Τα ανθρωποκεντρικά κηρύγματα δεν έχουν νόημα όταν απουσιάζει ο Χριστός. Βοηθούν να προσπερνάμε τον καιρό, αλλά δεν λυτρώνουν και στα δύσκολα συνήθως επιλέγουμε το “εγώ” και όχι τον άλλον. Όταν όμως υπάρχει ο Χριστός, τότε ο άλλος γίνεται “εμείς”!
Αυτό μας διδάσκει ο άγιος Στέφανος. Ότι η αγάπη γίνεται κινητήριος δύναμη της ύπαρξής μας όταν υπάρχει ο Χριστός. Ότι η σχέση με τον Χριστό δεν είναι σιωπηλή, αλλά γίνεται μαρτυρία κάθε στιγμή της ζωής μας. Ότι αυτός που αγαπά τον Χριστό διαμαρτύρεται όταν αμφισβητείται η θεανθρώπινη φύση Του. Ότι, χωρίς να κάνει κακό στους άλλους, δέχεται την όποια κακία συγχωρώντας, όχι γιατί ο ίδιος είναι άτρωτος και ανέγγιχτος από το κακό ή δεν έχει λογισμούς να παλέψει, αλλά διότι και γνωρίζει και πιστεύει ότι μέσα από την δική του ταπείνωση, ήττα, μαρτυρία ή και μαρτύριο, ο Χριστός δοξάζεται, ο Χριστός φωτίζει, ο Χριστός διαδίδεται, κι αυτό γίνεται και πεποίθηση και στάση ζωής και καρδιά ευσπλαχνική και τρυφερή. Και όντως δοξάστηκε ο Χριστός μετά το μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου. Οι χριστιανοί σκόρπισαν σε άλλες περιοχές φεύγοντας από τα Ιεροσόλυμα και η πίστη διαδόθηκε, ενώ ένας από τους διώκτες του Στεφάνου, ο Σαύλος, θα μεταστραφεί εις Χριστόν και θα γίνει ο πρώτος μετά τον Ένα, ο απόστολος των εθνών Παύλος.
Ο χριστιανός, εορτάζοντας την Γέννηση του Χριστού, κρατά το παράδειγμα του Αγίου Στεφάνου: αγάπη, ομολογία και συγχώρεση. Και αφήνει τον Χριστό να γεννιέται στην καρδιά Του, γνωρίζοντας πως δεν είναι το “΄όλα θα είναι καλά στην ζωή μας”, το “δεν θα έχουμε κανένα πρόβλημα και δεν θα μας λείψει τίποτα από τα κοσμικά αγαθά”, “δεν θα αδικηθούμε, δεν θα στενοχωρηθούμε, αλλά ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα άκοπα, γιατί πιστεύουμε” που μας περιμένει. Η εναπόθεση της ζωής μας στα χέρια Του και η απόφασή μας να δοξάζεται και δι’ ημών των αναξίων, με την αγάπη που εκδιώκει κάθε φόβο, ακόμη και αυτόν του θανάτου, είναι το δώρο μας στον Γεννηθέντα!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός