Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ



Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Καλλιακμάνη, Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

α) Εάν είναι αληθές, ότι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος θα είναι η σιωπή, τότε ο Ιωσήφ, ο Μνήστωρ της Παρθένου, είναι τύπος του αν­θρώ­που του μέλ­λο­ντος αιώνος.

Στα ευαγγέλια δε διασώζεται κανένας λό­γος του, δεν αναφέρεται κα­μιά συνομιλία του. Περιγράφονται μό­νο οι σκέ­ψεις του και οι ενέργειές του. Προσεγ­γίζει το μυστή­ριο της άφατης κέ­νω­σης του Υιού και Λόγου του Θεού με δέος, πε­ρί­σκεψη και σιω­πή. Κι όταν λο­γισμοί αμφι­βο­λίας τον κατακλύζουν, κι όταν η τα­ραχή του προ­­ξενεί ανυ­πό­­φορο ψυχικό πό­νο, τότε μιλάει ο ουρανός.
β) Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Ιωσήφ επιλέχ­θη­κε στο κατώφλι του γήρατός του να γίνει προστάτης και φύ­λα­ξ της Παρθέ­νου. Όμως στη διάρκεια της μνηστείας, Εκείνη βρέθηκε έγκυος «εκ Πνεύ­­ματος Αγίου». Το γεγονός αυτό του προκάλεσε αμφιβολίες και την θεώ­­­­ρη­σε «κλεψίγαμο». Σύμφωνα με τον ποιητή του Ακαθίστου΄Υμνου: «Ζά­λην ένδο­θεν έχων λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ ετα­ράχ­θη».
γ) Η ταραχή αυτή «μεταφράζεται» με γλαφυρό και δραματικό τρό­πο από άλλο υμνωδό που ψάλλεται στην Α΄ Ώρα της εορτής των : «Τάδε λέγει Ἰω­σήφ πρός τήν Παρθένον· Μαρία, τί τό δράμα τοῦ­το, ὅ ἐν σοί τε­­θέαμαι; Ἀπορῶ καί ἐξί­στα­μαι,και τόν νοῦν κα­ταπλήτ­τομαι. Ἀ­ντί τιμῆς, αἰσχύνην·ἀντ’εὐφροσύνης,τήν λύπην· ἀντί τοῦ ἐπαινεῖσθαι,τόν ψόγον μοι προσήγαγες. Οὐκ ἔτι φέ­ρω λοιπόν,τό ὄ­νει­δος ἀνθρώπων· ὑ­πό γάρ ἱερέων ἐκ τοῦ ναοῦ ὡς ἄμεμπτον Κυρίου σέ πα­ρέ­λαβον· καί τί τό ὁ­ρώμενον;».
δ) Όμως παρά τους λογισμούς, επειδή ο Ιωσήφ ήταν ευ­σε­βής και δίκαιος, δεν θέ­­λησε να δια­πο­μπεύ­σει την Μαριάμ. Α­ποφά­σι­σε να διαλύ­σει τον αρ­­­ρα­βώνα, χω­ρίς επίσημη διαδικασία.Τότε ακρι­βώς εμφανίστηκε στον ύπνο του άγ­γε­λος Κυρίου και του είπε: «Ιωσήφ απόγονε του Δαβίδ, μη δι­στά­σεις να πάρεις στο σπίτι σου την Μαριάμ, γιατί το παιδί που πε­ρι­μένει, προέρχεται από το ΄Αγιο Πνεύ­­μα. Θα γεννήσει γιό, και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, γιατί αυ­τός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες του» (Ματθ. 1, 20-21).
ε) Ο Ιωσήφ είναι μοναδικό πρόσωπο, διότι ακολούθησε την οδό της καρδιάς κι όχι την αυστηρότητα του νόμου. Χαρακτηρίσθηκε δίκαιος, πα­ρότι δεν έμεινε προ­σκολ­λημένος στον παλαιό νόμο, τον οποίο υπερέβη συνεργώ­ντας στο έργο της χά­ρι­τος. ΄Εγινε διάκονος της νέας διαθήκης, όχι του γράμματος του νόμου αλλά του Πνεύ­­ματος του Θεού. «Το γαρ γράμ­­­­μα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (Β΄Κορ. 3,7). Εξάλλου, η χρι­στια­­νική δικαιοσύνη βρί­σκε­ται πέρακαι πάνω από τα όρια ο­ποιασ­δή­πο­τε προσκόλ­λησης στο γράμμα του νόμου.
στ) Ο ευαγγελικός λόγος είναι ζωντανός και δραστικός, πιο κοφτε­ρός κι από κάθε δίκοπο σπαθί· εισχωρεί βαθιά και κρίνει τους δια­λο­γι­σμούς και τις προθέσεις των ανθρώπων (βλ. Εβρ. 4,12). Εξίσου όμως σω­στι­κή μπορεί να αποβεί και η σιωπή. Όχι η ένοχη σιωπή, αλλά εκείνη που συνοδεύεται από απλότητα καρδιάς, διαύγεια, ευ­ρυχωρία και άνευ όρων υπακοή στο θείο θέλημα. Στην περίπτωση του Ιωσήφ η σιωπή υ­πουρ­γεί το θαύμα της Γεννήσεως του Χριστού.
ζ) Σε εποχή πολυλογίας,αργολογίας και πληθωρισμού ακόμη και του εκκλησιαστικού λόγου είναι σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθεί η αξία της σιωπής. Είναι ακόμη δύ­σκο­λο στη σύγχρονη ορθολογιστική εποχή να προ­σεγ­γίσει κάποιος τη θεία Γέννη­ση όπως ο Ιωσήφ. Εκείνος όμως, που θα υπερβεί το κέλυφος της αν­θρώ­πινης λο­γικής και θα λευ­κάνει την καρ­διά του, θα γευθεί έστω και αμυδρά την πα­ρου­σία του «πτωχεύσαντος δι’ η­μάς» Λυτρωτή «ένδον εν τη καρδία» του, στα πρό­­σω­πα των αγα­πη­τών αδελφών αλλά και των «άλλων», των ελαχίστων.