Νιράκης Ἐμμανουήλ (Πρεσβύτερος)
Τοῦτες τὶς κρύες μέρες, ποὺ ὅλοι κλεινόμαστε στὸν ἑαυτό μας καὶ στὸ σπίτι μας, ἀναζητώντας ζεστασιὰ καὶ θαλπωρή, ποὺ ἀκόμα καὶ ἡ φύση βρίσκεται σὲ λήθαργο, ἀναμένοντας τὸ ἁπαλὸ χάδι τῆς Ἄνοιξης νὰ τὴν ζωντανέψει, ἡ ἐκκλησία μας διάλεξε νὰ ἑορτάζουμε τὴν πιὸ «θερμὴ» γιορτὴ τῆς Χριστιανοσύνης, τὰ Χριστούγεννα.
Ὅλοι αὐτὲς τὶς μέρες ἀναμοχλεύουμε εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, ἐνθυμούμενοι τὰ παιδικά μας χρόνια, στὸ χωριό, τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ λέμε τὰ κάλαντα σὲ φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ ἄνοιγαν τὰ σπίτια τους μὲ χαρά.
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων νωρὶς τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ ψάλλομε ὅλοι μαζὶ «Χριστὸς γεννᾶτε δοξάσατε…», νὰ ἀνταλλάξουμε εὐχὲς ἀγάπης μὲ ὅλους καὶ νὰ εὐχηθοῦμε Χρόνια Πολλὰ καὶ Εὐλογημένα.
Σήμερα ἔχει κανεὶς τὴν αἴσθηση ὅτι αὐτὴ ἡ «θέρμη» τῶν Χριστουγέννων ἔχει χαθεῖ.
Εἰδικὰ στὶς μεγαλουπόλεις βλέπει κανεὶς ἀνθρώπους, νὰ περπατοῦν βιαστικά, ἄλλοι νὰ μονολογοῦν, τὶς περισσότερες φορὲς μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο, νὰ ἀντικρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἀμίλητοι, ἀφοσιωμένοι σὲ καθημερινὲς βιοτικὲς μέριμνες καὶ φροντίδες, ποὺ ἀπορροφοῦν κάθε σκέψη γιὰ γιορτή, πανηγύρι, χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη, ὅ,τι δηλαδὴ ἔχει σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων.
Ἔτσι ὅμως χάνουμε τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ἑορτῆς ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ γεγονὸς τὴν ἐνσάρκωσης – ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν θεοποίησης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος Θεός.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος παρέσυρε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴ φθορά, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. Ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα ἔγινε φορέας τῆς ἁμαρτίας ποὺ μᾶς ὁδήγησε σὲ ἀδιέξοδο. Ἡ ἀνάληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ ἡ ἕνωσή της μὲ τὴ θεία, ἐλευθέρωσε καὶ λύτρωσε τῶν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ γέννησή Του ἔγινε ἡ αἰτία τῆς δικῆς μας σωτηρίας ἀφοῦ «πάνω του» ἀνάπλασε, ἀναμόρφωσε, ἁγίασε καὶ ἀπολύτρωσε τὴν ἀμαυρωμένη καὶ κατεστραμμένη ἀνθρώπινη φύση.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀναβιβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ καταστήσει τὸν μεγάλο μας ἐχθρό, τὸν διάβολο, ἀνίσχυρο καὶ νὰ καταργήσει τὸ κράτος ποὺ ἔχει ἐγκαταστήσει ἀνάμεσά μας.
Ἔλαβε σάρκα καὶ αἷμα διότι ὅλοι ἐμεῖς δὲν διαφυλάξαμε ὅπως πρέπει (λόγω τῆς παράβασης τοῦ πρώτου ἀνθρώπου) τὴν σάρκα καὶ τὸ πνεῦμα ποὺ μᾶς ἔδωσε. Ντύθηκε τὸν ἀνθρώπινο σῶμα γιὰ νὰ τὸ θυσιάσει χάριν ὅλων. Ἔτσι διαλύθηκε τὸ σκοτάδι ποὺ μέχρι τότε περιέβαλε τὸν κόσμο.
Ἀπαλλαχθήκαμε ἀπ’ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπ’ τὴν κακία, καὶ λυτρωθήκαμε ἀπ’ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ταυτόχρονα ἁγιασθήκαμε, ἀποκτήσαμε υἱοθεσία, καὶ δικαιωθήκαμε, γιατί γίναμε ἀδελφοί, συγκληρονόμοι καὶ σύσσωμοι Χριστοῦ.
Νὰ γιατί ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς ψάλλει στὸν ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων «ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον» ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅλα σ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶναι παράδοξα καὶ ἀντιφατικά, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος.
Ἕνα κορίτσι ποὺ δὲν γνώρισε ποτὲ ἄνδρα κυοφορεῖ στὰ σπλάχνα του τὸν υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Φεύγει ἀπ’ τὸν τόπο της γιὰ νὰ γεννήσει σ’ ἕνα μέρος ξένο καὶ μᾶλλον ἐχθρικό. Τὸ βρέφος ἀπ’ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς του εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο.
Ἄλλοι σπεύδουν νὰ προσκυνήσουν καὶ ἄλλοι μηχανεύονται καὶ ἐξυφαίνουν συνωμοσίες γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Τίποτε ὅμως γιὰ τὸ Θεὸ δὲν εἶναι παράδοξο καὶ ἀντιφατικό. Τὰ πάντα ἔγιναν, γιατί ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ εἶναι τέτοια ἡ ἀγάπη του ποὺ δὲν δίστασε νὰ «προσφέρει» τὸν Υἱό Του ὡς λύτρο σωτηρίας.
Ἂν λοιπὸν ἐπιζητοῦμε τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, μᾶλλον στὴν ἀγάπη θὰ τὸ βροῦμε. Στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπο. Ἂς ἀφήσουμε λοιπὸν τὰ περιττὰ ἔξοδα, τοὺς ξέφρενους χορούς, τὰ ἀνούσια στολίδια καὶ λαμπιόνια καὶ ἂς κοιτάξουμε γύρω μας.
Φέτος τὰ Χριστούγεννα ἂς εἶναι ἑορτὴ ἀγάπης, ἀλληλεγγύης καὶ ἀδελφοσύνης· γι’ αὐτὸ τοὺς γυμνοὺς ἂς ἐνδύσουμε, τοὺς πεινασμένους ἂς χορτάσουμε, τοὺς ἀσθενεῖς ἂς κοιτάξουμε, τοὺς φυλακισμένους ἂς ἐπισκεφθοῦμε, τοὺς ξένους ἂς φιλοξενήσουμε, τοὺς θλιβομένους ἂς παρηγορήσουμε καὶ τότε ναί, θὰ βροῦμε ξανὰ τὸ πραγματικὸ καὶ ἀληθινὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων.
Τὸ «ξένο καὶ παράδοξο» ποὺ ζοῦμε καὶ βιώνουμε σήμερα θὰ γίνει τόσο ζεστό, ἀνθρώπινο καὶ οἰκεῖο.