1. Από κάθε πνευματική θεωρία, αδελφοί, πρέπει να προηγείται η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη· προπάντων όμως η αγάπη.
Η πίστη και η ελπίδα διδάσκουν τον άνθρωπο να καταφρονεί τα ορατά υλικά αγαθά.
Ενώ η αγάπη ενώνει την ψυχή με τις αρετές του Θεού, αναζητώντας τον Αόρατο με την νοερή αίσθηση.
2. Κατά φύσιν αγαθός είναι μόνον ο Θεός.
Γίνεται και ο άνθρωπος αγαθός με την επιμέλεια της διαγωγής του μέσω του όντως αγαθού, δηλ. του Θεού.
Και αλλάζει ο άνθρωπος και γίνεται αυτό που δεν είναι, δηλ. αγαθός, όταν η ψυχή με το να επιμελείται το καλό πλησιάζει τόσο το Θεό, όσο ενεργοποιείται η δύναμή της στο αγαθό.
Γιατί λέει ο Κύριος: «Να γίνεστε αγαθοί και σπλαχνικοί, όπως ο Πατέρας σας στον ουρανό»(Λουκ. 6, 36).
3. Το κακό, ούτε φυσική ύπαρξη έχει, αλλ’ ούτε και κανένας είναι εκ φύσεως κακός.
Γιατί ο Θεός δεν έπλασε τίποτε κακό.
Όταν κανείς επιθυμήσει το κακό, τότε το ανύπαρκτο αρχίζει και γίνεται υπαρκτό, όπως το θέλει εκείνος που το κάνει.
Πρέπει λοιπόν με την επιμέλεια της μνήμης του Θεού, να αμελούμε τη συνήθεια του κακού.
Γιατί είναι πιο δυνατή η φύση του καλού από τη συνήθεια του κακού.
Και τούτο γιατί το καλό υπάρχει, ενώ το κακό δεν υπάρχει, παρά μόνο όταν το πράττομε.
4. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα του Θεού.
Το «καθ’ ομοίωσιν» όμως το έχουν μόνον εκείνοι οι οποίοι με πολλή αγάπη υποδούλωσαν την ελευθερία τους στο Θεό· γιατί όταν δεν ανήκομε στους εαυτούς μας, τότε είμαστε όμοιοι με Εκείνον που μας συμφιλίωσε με τον εαυτό Του μέσω της αγάπης.
Αυτό δεν μπορεί κανείς να το επιτύχει, αν δεν πείσει την ψυχή του να μην δελεάζεται από την εύκολη δόξα αυτού του κόσμου.
5. Αυτεξουσιότητα είναι η θέληση της λογικής ψυχής, η οποία στρέφεται αμέσως σε ό,τι θέλει.
Αυτή πρέπει να την παρακινούμε να είναι έτοιμη πάντοτε να στρέφεται μόνο προς το αγαθό, ώστε πάντοτε με τις αγαθές έννοιες να αφανίζομε τη μνήμη του κακού.