«Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον».
Την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού της αγάπης γιορτάζουμε. Με εκδηλώσεις δοξολογικές, ευφρόσυνες. Με ευχές εγκάρδιες· ή απλώς συμβατικά, για να τηρήσουμε το έθιμο. Για τους πιστούς ο ερχομός αυτός υπήρξε το καθοριστικό γεγονός της ζωής του κόσμου. Παράλληλα όμως με την ολόψυχη αποδοχή του Χριστού, άρχισε από την πρώτη στιγμή και η απόρριψή Του. Όταν γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, η Παναγία Μητέρα Του «ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». Δεν Του παραχωρήθηκε κάποιος κατάλληλος χώρος ούτε την κρίσιμη ώρα της γεννήσεώς Του. Αλλά και αργότερα, στη διάρκεια της δημόσιας δράσεώς Του, οι υπεύθυνοι του πολιτικού, κοινωνικού και θρησκευτικού κατεστημένου, Τον είδαν επίσης σαν ξένο. Και «μισούντες θανατούσιν ως ξένον». Αυτόν, «τον εκ βρέφους ως ξένον, ξενωθέντα εν κόσμω… όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους».
«Ήλθε στους δικούς Του, αλλά οι δικοί Του δεν Τον δέχθηκαν». Αυτή η φράση σχετίζεται κυρίως με τον εβραϊκό λαό, μέσα στον οποίο γεννήθηκε ο Ιησούς. Αλλά αναφέρεται ευρύτερα και σ’ ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, προς το όποιο ήλθε ο Χριστός. Για πολλούς ανθρώπους, ακόμα και στις κοινωνίες που φέρουν το όνομά Του, ο Χριστός παραμένει ο Ξένος. Η στάση απέναντι στον ξένο ποικίλλει. Άλλοτε καθορίζεται από περιέργεια, κάποτε από προσδοκία. Συνήθως όμως διεγείρει ανησυχία ή και φόβο. Μια σύντομη συνάντηση μαζί Του, αλλά για λίγο, μόνο στις γιορτές. Ενδεχομένως να αποδειχθεί χρήσιμος και εκμεταλλεύσιμος για διάφορα ιδιοτελή σχέδια.
Ο Χριστός, και κατ’ επέκταση οι απεσταλμένοι Του, οι συνεπείς μαθητές Του, η Εκκλησία Του, παραμένουν ξένοι για την καθιερωμένη λογική της σύγχρονης κοινωνίας, εφόσον επιμένουν να προσβλέπουν σε μια άλλη πραγματικότητα που υπερβαίνει την καθημερινότητα, στη «βασιλεία του Θεού», εφόσον ζουν με εντιμότητα, με ανιδιοτελή αγάπη και αυταπάρνηση ατενίζοντας το Σταυρό και την Ανάσταση. Πράγματα ξένα για κοινωνίες, που έχουν θεσμοθετήσει την υποκρισία, την πλεονεξία, τη βία, τη φιληδονία, την πολύμορφη εγωπάθεια. Ο Χριστός παραμένει ξένος στις άδικες επιλογές που καθορίζουν την πορεία του κόσμου βάσει των λεγομένων «δογμάτων» της διεθνούς οικονομίας, της πολιτικής σκοπιμότητος, των ιδιοτελών στόχων των εκάστοτε ισχυρών.
Κι όμως αυτός ο Ξένος είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει βάσεις και κριτήρια για λύσεις στα σύνθετα προβλήματα της οικουμένης. Αυτός ο Ξένος, που ακαθόριστα φοβούνται πολλοί, είναι ο μόνος που μπορεί να μας λυτρώσει από τις ποικίλες δουλικές εξαρτήσεις, από κάθε είδους παραισθησιογόνα, από τη μοναξιά, από τον φόβο της αρρώστιας, της αποτυχίας και τελικά του θανάτου, προσφέροντας την ελπίδα και το φως της Αναστάσεως. Είναι Εκείνος που μας προσήγαγε στον Πατέρα «εν ενί Πνεύματι», για να μην είμαστε πια «ξένοι και πάροικοι» στον κόσμο «αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού». Είναι ο μόνος ικανός να δώσει νόημα, δύναμη και ειρήνη στην ανθρώπινη ζωή.
«Όσοι δε έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού».
Συνήθως η φράση αυτή μεταφράζεται: σε όσους τον δέχθηκαν έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού. Αλλά η λέξη «εξουσία», που χρησιμοποιεί ο Ευαγγελιστής, αποκαλύπτει κάτι πολύ δυναμικότερο. Πρόκειται για προσφορά χάριτος, δυνάμεως, «εξουσίας», που συνδέεται άμεσα με την υιοθεσία από τον μόνο Δημιουργό και εξουσιαστή του σύμπαντος. Το να γίνεις τέκνο Θεού κατά χάρη δεν σημαίνει την αποξένωση από τον κόσμο αλλά την είσοδο στη καρδιά του νοήματος και του ρυθμού του κόσμου. Δεν οδηγεί σε φυγή ή αποκαρδίωση αλλά σε υπεύθυνη παρουσία και δράση μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, μέσα στην κτίση. Με την άνεση, τη σοβαρότητα, την υπευθυνότητα, τη διάθεση θυσίας των παιδιών του Θεού. Πρόκειται για εξουσία αλήθειας, δικαιοσύνης, ειρήνης, σταυρικής αγάπης.
Όσοι Τον δέχτηκαν έγιναν αναζητητές της αλήθειας σε όλες τις σφαίρες της ζωής, φορείς αλήθειας σε όλες τις εκφράσεις του κοινωνικού βίου. Όσοι Τον αποδέχθηκαν και έζησαν εν Αυτώ, έμαθαν και μπόρεσαν να καταλάβουν πως ό,τι υπάρχει, γη, ουρανός, όλα τα πλάσματα, η κτίση ολόκληρη, είναι δικά Του. Ο σεβασμός και η προσοχή για τη φύση εκφράζουν έμπρακτα ευγνωμοσύνη και δοξολογία στο Όνομά Του.
Όσοι Τον ακολούθησαν πιστά, αναδείχθηκαν ως παράγοντες ειρήνης σε όλες τις ώρες της ζωής τους. Προσφέροντας τροφή και στήριγμα στο πεινασμένο, νερό στο διψασμένο, επίσκεψη στον ασθενή και φυλακισμένο, αξιοπρέπεια και συμπαράσταση στο ξένο . Προσφέροντας λόγο συγγνώμης και καταλλαγής σε καιρούς κοινωνικών κρίσεων, αγωνιζόμενοι για τη συμφιλίωση ατόμων, κοινωνικών συνόλων, φυλετικών ομάδων και λαών. Όσοι συνδέθηκαν μαζί Του ακτινοβόλησαν όπως Εκείνος αγάπη ανυπόκριτη στους εγγύς και τους μακράν, ακόμη και σ’ αυτούς που τους κατεδίωξαν και τους μίσησαν.
Πώς όμως ουσιαστικά θα Τον δεχθούμε; Εδώ κορυφώνεται το μήνυμα και η πρόσκληση της γιορτής. Πριν από όλα, πρέπει να παραμερίσουμε τις προκαταλήψεις μας για το μεγάλο Ξένο, που μας δημιούργησαν ακατάστατα διαβάσματα και πλάνες θεωρίες. Ας μην Τον προσπερνούμε από μακριά. Καιρός να Τον πλησιάσουμε. Να εντείνουμε την προσοχή μας στα εκπληκτικά που αναγγέλλει για τον κόσμο και το νόημά του, για τη ζωή και το θάνατο. Να σιωπήσουμε ευλαβικά, με παρατεταμένη ενατένιση μπροστά στην ανεπανάληπτη μορφή Του, στο θεανδρικό μυστήριο του προσώπου Του. Ο τρόπος και ο όρος για να γίνουμε δικοί Του παραμένει σαφής «τοις πιστεύουσιν εις το Όνομα αυτού». Απαιτείται η προσωπική μας πίστη. Δεν αρκεί η καταγωγή από κάποια οικογένεια που κάποτε πίστευε. Προσωπική πίστη σημαίνει πλήρη εμπιστοσύνη στο Χριστό, «εις το όνομα αυτού», δηλαδή στην ιδιαιτερότητά Του, στην ταυτότητά Του, όπως η Εκκλησία την ομολογεί, πίστη στο σαρκωθέντα Λόγο, του Υιό του Θεού, τον Μεσσία και Λυτρωτή.
Αντίθετα, τίποτε δεν μας αποξενώνει από το Χριστό περισσότερο από την αλαζονεία μας, την οποιαδήποτε μορφή επάρσεως για τις γνώσεις, τον πλούτο, την κοινωνική θέση ή, το χειρότερο, για τη δήθεν ευσέβειά μας. Και τίποτε δεν μας φέρνει πιο κοντά Του από την απλότητα, την εσωτερική αγνότητα και την ειλικρινή μετάνοια. Μόνο οι ταπεινωμένοι στην καρδιά μπορούν να Τον πλησιάσουν αυτοί που νιώθουν «πτωχοί», τόσο από εξωτερικά ερείσματα όσο και από τη δική τους αυτάρκεια. Μόνον οι εσωτερικά απλοί και αυθόρμητοι σαν τα παιδιά μπορούν να πέσουν στην αγκαλιά Του και να νιώσουν τον πατρικό ασπασμό Του. Να γίνουν παιδιά Του.
Και πάλι αυτά τα Χριστούγεννα μας προσεγγίζει με ένα προσωπικό τρόπο ο Χριστός. Αυτός ο τόσο γνωστός, και ακόμη τόσο άγνωστός μας. Έρχεται να μας προσφέρει τη δυνατότητα, τη χάρη, κι ακόμη την «εξουσία» να γίνουμε τέκνα του Θεού της αγάπης. Μας πλησιάζει όμως πάντα με απόλυτο σεβασμό στην ελευθερία μας. Ας μην Τον αντιμετωπίσουμε σαν ξένο – έστω ευγενικά, αλλά σαν ξένο. Είναι δικός μας· είμαστε δικοί Του. Μόνο Αυτός μπορεί να μας ελευθερώσει από την αμαρτία, την υπαρξιακή αγωνία, την αποξένωση που νιώθουμε συχνά μέσα στον κόσμο, μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Ας Τον υποδεχθούμε με εμπιστοσύνη, ανοίγοντας διάπλατα τις θύρες του νου και της καρδιάς μας. Μόνον Αυτός, ο Υιός του Θεού της Αγάπης, μπορεί να μας χαρίσει την ειρήνη, την ελπίδα, την αντοχή, τη δύναμη να συγχωρούμε και ν’ αγαπάμε χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς οριοθετήσεις.
Ας χαρούμε όλοι μας, τις άγιες τούτες μέρες, αυτά τα ανεκτίμητα δώρα του Ιησού Χριστού, του ενανθρωπίσαντος Λόγου του Θεού. Χρόνια πολλά, ευλογημένα από την παρουσία Του.
(Αναστασίου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας