Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

O AΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ


«Απ’ τ’ άγιου Σπυρίδωνα σπυρί-σπυρί μεγαλώνει η μέρα» λέγαν οι παλιοί…

«Έπειτα απ’τη γιορτή τ’ Άη-Νικόλα, στις 12 του μήνα έρχεται ο , που ο μας πιστεύει πως θεραπεύει τα σπυριά και διώχνει την πανούκλα.

Κι ακόμα, οι ξωμάχοι μας πιστεύουν πως είναι ο βοηθός τ’ Άη-Νικόλα σε στεριές και θάλασσες και χαλάει τα παπούτσια του τρέχοντας εδώ κι εκεί να βοηθήσει αυτούς που κινδυνεύουν. Δεν σταματάνε κι οι δυο τούτοι Άγιοι, λέει ο λαός μας. Πάντοτε βρίσκονται κάπου και βοηθούν, βοηθούν αυτούς που κινδυνεύουν στ’ανοιχτά πέλαγα και δέρνονται στ’αρμυρονέρια της θάλασσας.» (Βασίλης Λαμνάτος, «Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας»)
«Ο άγιος Σπυρίδωνας πολλές φορές βγαίνει από την εκκλησιά του στην Κέρκυρα, που είναι το λείψανό του, και γυρίζει τη θάλασσα και τη στεριά, για να κάμει καλά και να βοηθήσει εκείνους που τον επικαλούνται. Γι’αυτό χαλάει τα υποδήματά του, και είναι αναγκασμένοι να του τ’αλλάζουν κάθε τόσο.» (Νικόλαος Πολίτης, «Παραδόσεις»)
«Η πανούκλα και ο άγιος Σπυρίδωνας: Όταν ήταν πανούκλα στην Κέρκυρα, στα 1825 και ’16, εφάνη μια φορά στον αέρα ένας καλογεράκος με τη σκούφια του να κυνηγά ένα θηρίο και να το χτυπά μ’ένα μεγάλο σταυρό. Ο καλογεράκος ήταν ο άγιος Σπυρίδωνας και το θηρίο η πανούκλα. Ήταν σα λιοντάρι και μαϊμού μαζί, κι είχε φτερά σαν της νυχτερίδας. Στο κάπο-Σίδερο την ανάγκασε ο άγιος, χτυπώντας την με το σταυρό, να κάμει σταυρό στο βράχο και να ορκιστεί να μην ξαναπατήσει στην Κέρκυρα. Και ο σταυρός είναι τος ακόμη.» (Νικόλαος Πολίτης, «Παραδόσεις»)
«[…] Σε μια κερκυραϊκή παράδοση ο άγιος παριστάνεται να καταδιώκει την πανώλη. Από παρετυμολογία του ονόματός του πιστεύεται ότι θεραπεύει τα σπυριά και την ευλογιά. Γι’αυτό και στη γιορτή του φέρνουν κόλλυβα στην εκκλησία. Ακόμη και τον πόνο των αυτιών θεραπεύει και είναι αξιοσημείωτες οι σχετικές θεραπευτικές συνήθειες. Έτσι στην Κίο: Όποιος πονούσε στ’αυτί έταζε στον άγιο Σπυρίδωνα να του πάει γλυκό, να γίνει τ’αυτί του καλά. «Άγιε Σπυρίδωνά μου, κάνε τ’αυτί μου καλά, να σε φέρω ένα γλυκό». Όποιος είχε τέτοιο τάσιμο, τον εσπερινό τ’αγίου Σπυρίδωνα έκανε λαλάγγια (τηγανίτες) ή χαλβά και τα πήγαινε στον άγιο Σπυρίδωνα’ ήτανε ένα «μάρμαρο» στο βουνό, στο εξωκλήσιν άγιον Γεώργιον, έβγαινε μέσα από το βουνό κι είχε μια τρύπα στη μέση. Το είχαν φραγμένο με τζάμια γύρω γύρω. Απάνω στο μάρμαρο ήτανε η εικόνα του αγίου Σπυρίδωνος και ένα καντήλι. Έπαιρνε ο παπάς τα λαλάγγια, τους έλεγε μια ευχή και τα μοίραζε στα παιδιά. Ύστερα πήγαινεν ο άρρωστος, άνοιγε τα τζάμια, έβανε τ’αυτί του επάνω στην τρύπα και παρακαλούσε τον άγιο Σπυρίδωνα να του το γιάνει.[…]» (Γ.Α.Μέγας, «Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας»)
«[…] Ήτανε προστάτης των φτωχών, πατέρας των ορφανών, δάσκαλος των αμαρτωλών. Kαι είχε τέτοια καθαρότητα και αγιότητα, που του δόθηκε η χάρη άνωθεν να κάνει πολλά θαύματα, για τούτο ονομάσθηκε θαυματουργός. Mε την προσευχή του μάζευε τα σύννεφα κ’ έβρεχε σε καιρό ξηρασίας, γιάτρευε τις αρρώστιες, τιμωρούσε τους πονηρούς ανθρώπους, όπως έκανε με κάποιους μαυραγορίτες που γκρέμνισε τις αποθήκες που φυλάγανε το σιτάρι, ενώ ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, και καταπλακωθήκανε μαζί με το σιτάρι: «και μελετώμενον λιμόν παρά των σιτοκαπήλων, έλυσε, συμπεσουσών αυτοίς, των αποθηκών αις τον σίτον συνέσχον».
Kαι μ’ όλα αυτά εζούσε με τόση φτώχεια, που σαν πήγε κάποτε ένας φτωχός να τον βοηθήσει για να πληρώσει κάποιο χρέος του, δεν είχε να του δώσει τίποτα, και με θαύμα έκανε μαλαματένιο ένα φίδι που βρέθηκε σ’ εκείνο το μέρος, και το έδωσε στον φτωχό, κ’ εκείνος το έλιωσε και πλήρωσε το χρέος του. Άλλη φορά πάλι έγινε κατακλυσμός, και τα ποτάμια ξεχειλίσανε και πλημμύρισε η χώρα, κι’ ο άγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε και τραβήξανε τα νερά και στέγνωσε ο νεροπατημένος τόπος.[…]» (Φώτης Κόντογλου, «Γίγαντες ταπεινοί»)