Ο
Θεός, όταν δημιούργησε τον άνθρωπο, τον όρισε να εξουσιάζει τον κόσμο
αλλά και να τον προφυλάσσει από το κακό και την φθορά. Ο άνθρωπος ου
συνήκε. Έτσι επέλεξε να είναι μέρος αυτής της φθοράς αμαρτάνοντας,
ακολουθώντας δηλαδή τον δρόμο της αυτοθέωσης και αφήνοντας κατά μέρος
την σχέση με τον Θεό. Η εξουσία επί του κόσμου έγινε πάλη και αγώνας
επιβίωσης. Η αγάπη με την οποία ο Θεός μας προίκισε, έχοντας ως έκφραση
ζωής την σχέση του άνδρα με την γυναίκα, μετετράπη κι αυτή σε σχέση
εξουσίας, εφόσον άρσεν και θήλυ πλέον ανταγωνίζονται ποιος θα
επικρατήσει εις βάρος του άλλου και ο άνδρας γίνεται η αποστροφή της
γυναικός. Έπρεπε να γίνει άνθρωπος ο Θεός, για να ανα-νοηματοδοτηθεί η
ζωή. Ξανά καλούμαστε να ανατρέψουμε την εξουσιαστική προοπτική και να
εμπιστευθούμε τον Θεό και μεταξύ μας. Να διακονήσουμε ο ένας τον άλλον,
όσο μπορούμε. Να σηκώσουμε ο ένας τον σταυρό του άλλου και να πορευτούμε
προς την ανάστασή μας, δηλαδή προς την οριστική υπέρβαση της φθοράς
μας, η οποία έρχεται με το πάτημα του θανάτου και την οριστική του
κατάργηση στην Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Μέχρι τότε μία οδός
αυθεντική οδός θεμελιώθηκε και υπάρχει: αυτή του να θεωρούμε τους
εαυτούς μας «εσχάτους».
«Δοκώ
ότι ο Θεός ημάς τους αποστόλους εσχάτους απέδειξεν, ως επιθανατίους,
ότι θέατρον εγενήθημεν τω κόσμω, και αγγέλοις και ανθρώποις» (Α’ Κορ. 4,
9), γράφει ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους. «Μου φαίνεται πως ο
Θεός σ’ εμάς τους αποστόλους έδωσε την ελεεινότερη θέση, σαν να είμαστε
καταδικασμένοι να πεθάνουμε στην αρένα. Γιατί γίναμε θέαμα για τον
κόσμο, για αγγέλους και για ανθρώπους». Ο λόγος αυτός ισχύει για τον
κάθε χριστιανό, από την στιγμή που κι εμείς είμαστε μαθητές και
συνεχιστές των αποστόλων. « Έσχατοι» κληθήκαμε να είμαστε. Και «έσχατος»
σημαίνει πιστός, διάκονος, επιθανάτιος, κατά τον αποστολικό λόγο.
Πιστός
είναι αυτός ο οποίος εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Είναι αυτός ο
οποίος στην καρδιά Του δεν αφήνει τόπο για τα δικά του, χωρίς να
σημαίνει ότι δεν προσπαθεί στην ζωή του ή ότι δεν θέτει στόχους.
Σημαίνει ότι δεν απελπίζεται. Ότι δεν περιμένει να έρθουν τα πράγματα
κατά την κρίση και το θέλημά του, αλλά αφήνει τον Θεό να φανερώσει, στην
πρόνοιά Του, τι είναι καλό και τι όχι. Έτσι αναστέλλει την φθορά που
έγκειται στην επιθυμία απολύτου ελέγχου της ζωής μας, στην εξουσία της ,
στην ρύθμιση και των λεπτομερειών της ή στην ικανοποίηση κάθε
επιθυμίας, με άγνοια ή παραθεώρηση των νόμων και των εντολών του Θεού. Ο
πιστός αξιοποιεί όλα του τα χαρίσματα, κοπιάζει, αλλά δεν περιμένει να
γίνει η ζωή κατά το θέλημά του. Αφήνεται στον Θεό και την αγάπη Του.
Διάκονος
είναι αυτός ο οποίος δεν ζητά να τον υπηρετήσουν, αλλά αυτός που
σπεύδει να προσφέρει, να αγαπήσει, να δώσει. Διάκονος είναι ο ταπεινός.
Είναι ο πρόθυμος να μοιραστεί ό,τι έχει και ό,τι του έχει δοθεί.
Διάκονος είναι αυτός που δεν διακρίνει και δεν επιλέγει ποιους θα
διακονήσει, αλλά είναι διαθέσιμος σε όλους. Όχι τόσο σ’ αυτούς που συμφέρει, αλλά κυρίως σ’ αυτούς που δεν έχει όφελος, κάποτε και στους εχθρούς του. Η προθυμία για διακονία είναι η κατ’ εξοχήν
έκφραση της αγάπης και της ταπείνωσης, όπως επίσης και της
συγχωρητικότητας. Ο διάκονος αναλώνεται, στο μέτρο του εφικτού και της
αντοχής του, κάποτε και στην περίσσεια του, χωρίς να περιμένει
αναγνώριση. Γι’ αυτό και είναι
πρόθυμος να γίνει θέατρο και στους αγγέλους και στους ανθρώπους, διότι η
διακονία του δεν αποσκοπεί στην δόξα των ανθρώπων αλλά στην δόξα του
Θεού.
Επιθανάτιος
είναι αυτός που έχει μέσα του ένα αίσθημα ανάλωσης, ότι τίποτε δεν του
ανήκει, ούτε η ίδια η ζωή, αυτός που αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να
ευχαριστήσει τον κόσμο, καθώς δεν ανήκει στον κόσμο, αλλά κλήθηκε να
μεταμορφώσει τον κόσμο μέσα από την παρουσία του Θεού εντός του. Και η
μεταμόρφωση έρχεται μέσα από την υπέρβαση του αξιακού συστήματος του
κόσμου, όταν αυτό έρχεται σε ρήξη με τις αξίες του Θεού. Ο κόσμος το
ίδιο φιλεί. Ο κόσμος θέλει εξουσία. Θέλει δόξα. Θέλει ικανοποίηση
επιθυμιών. Θέλει τους άλλους να μας διακονούν. Θέλει την τεχνολογία
κέντρο του. Θέλει τον μηδενισμό. Θέλει μία δικαιοσύνη χωρίς αιώνια
προοπτική. Θέλει την αυτοθέωση και την εξ αυτής δικαιολόγηση κάθε
αμαρτίας. Δεν επιθυμεί την ασκητικότητα, αλλά τον κορεσμό. Απορρίπτει
την παιδεία της υπομονής, του κόπου, της προσφοράς, της θέσης των
χαρισμάτων στην διακονία του πλησίον και απαιτεί χρήμα, ανταμοιβή,
ευκολία. Κυρίως όμως είναι ένας κόσμος ο οποίος μας εντάσσει στην
προοπτική ότι θα ζούμε για πάντα, με αποτέλεσμα ο θάνατος να μην είναι
μόνο ο εχθρός που θα θέλαμε να καταργηθεί, αλλά ο ανύπαρκτος. Και όταν
έρχεται να είναι ακατανόητος.
Στην
ζωή της Εκκλησίας είναι ωραίο να είναι κάποιος «έσχατος». Έχει μία
μυστική, μεταμορφωτική χαρά ότι ο Θεός τον αγαπά, ότι μπορεί να
προσφέρει αγάπη, ότι ακόμη κι αν είναι επιθανάτιος, η αγάπη θα μείνει.
Και το βλέπει στα πρόσωπα όλων εκείνων που πιστεύουν, αλλά κάποτε και
στα πρόσωπα εκείνων που δεν θέλουν να αποδεχτούν ότι η φθορά δεν
νικιέται με την εξουσία, αλλά με την αγάπη. «Έσχατος» είναι ο κάθε
άγιος. «Έσχατος» είναι και ο τελευταίος ανώνυμος κάτοικος του
Παραδείσου. «Έσχατοι» μπορούμε να γίνουμε κι εμείς αν εμπιστευτούμε τον
Πρώτο «Έσχατο». Τον Θεό που έγινε άνθρωπος για να μας οδηγήσει στην
θέωση.