Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

ΛΕΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΟΧΙ;



Η φράσις ή το άκουσμα ακόμη ΟΧΙ από τον Θεό, είναι μια πρόκλησης όχι μόνο για τον σύγχρονο άνθρωπο, αλλά και για όλους τους ανθρώπους. Και η πρόκλησης αυτή μεταβάλλεται σε σκάνδαλο μετά τις αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις του Θεού για την εκπλήρωση και χορήγηση κάθε αιτήματος εκείνου, που προσεύχεται.
Ποια έννοια θα είχε η καθαρή δήλωση του Κυρίου «Πάντα όσα αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου λήψεσθε», «ότι θα ζητήσετε στο όνομα μου θα το λάβετε», ή το «αιτείται και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται…», αν υπήρχε πιθανότητα έστω κάποιας αρνητικής απαντήσεως εκ μέρους του Θεού στον αγωνιόντα και προσευχόμενο άνθρωπο;
Και πως θα μπορούσε να ερμηνευθούν αυτές οι κατηγορηματικές υποσχέσεις του Κυρίου, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν δεν είναι μοναδική η διαβεβαίωσις του Κυρίου για το θέμα αυτό;
Ακόμη και οι ίδιοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας αντιμετώπισαν το θέμα αυτό, το ΟΧΙ δηλαδή του Θεού ή το θέμα των αναπάντητων προσευχών.
Το πρώτο πρόβλημα, το οποίο προκύπτει, είναι αν πραγματικά ο Θεός απαντά ή όχι στις προσευχές μας. Αν υπάρχουν αναπάντητες προσευχές ή προσευχές με αρνητική απάντηση εκ μέρους του Θεού. Αν δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις που χριστιανοί ζήτησαν διάφορα πράγματα στην προσευχή τους από τον Θεό και δεν έλαβαν καμία απάντηση ή συνέβη το εντελώς αντίθετο από αυτό που περίμεναν. Δηλαδή η απάντησις του Θεού ήταν αρνητική.
Ο Μ. Βασίλειος διατυπώνει της εξής ερώτηση: «Γνωρίζει ο Θεός την καρδιά εκείνων που προσεύχονται. Ποιά ανάγκη έχει ο Θεός της διατυπώσεως των αιτημάτων από τους πιστούς, αφού γνωρίζει εκείνα που έχουμε ανάγκη και μας χορηγεί πλούσια αυτά που είναι απαραίτητα για την συντήρησή μας;»
Και απαντά ο ίδιος: «Ναι γνωρίζει ο Θεός τις ανάγκες των ανθρώπων και «πάντα τα σωματικά πλουσίως παρέχει ημίν, οίον την βροχήν επί δικαίους και αδίκους», αλλά συμπληρώνει «την πίστιν και τα κατορθώματα της αρετής και την βασιλείαν των ουρανών, εάν μη αιτήσης μετά καμάτου και παραμονής πολλής ου λαμβάνεις», «αν δεν τα ζητήσεις με κόπο και επιμονή, δεν τα παίρνεις». (Ασκητικαί διατάξεις).
Εδώ έχουμε μια πιθανή αναπάντητη προσευχή, επειδή δεν τηρήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Διότι λέγει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Άγιος: «Αεί γάρ πρότερον ποθήσαι, ποθήσοντα δε ζητήσαι εξ αληθείας εν πίστει και υπομονή τα παρ’ εαυτού εισφέροντα, εν μηδενί κρινόμενος υπό του ιδίου συνειδότος ως αμελώς ή ραθύμως αιτούντος, και τότε λαβείν, ότε θέλει ο Κύριος…».
«Πρέπει δηλαδή πρώτα να επιθυμήση κανείς κάτι, κατόπιν να το ζητήσει πραγματικά με πίστη και υπομονή κάνοντας και ο ίδιος ότι μπορεί, χωρίς να κατακρίνεται για τίποτε από την συνείδηση του ότι προσεύχεται με αμέλεια ή με ραθυμία, και τότε θα πάρει αυτό που ζήτησε, όταν θέλει ο Κύριος…».
Υπάρχει αίτησης και αίτησης. Υπάρχει αίτησης θεοφιλής και αίτησης που δεν εγκρίνεται από τον Θεό. Έτσι λέει και ο Ιερός Χρυσόστομος.
Πολλές φορές οι προσευχές που αναφέρονται στα υλικά παραμένουν αναπάντητες, ενώ εισακούονται όλες οι προσευχές που αναφέρονται στα πνευματικά θέματα. «Επί μεν των βιοτικών πολλάκις ζητήσαντες ουχ εύρομεν επί δε των πνευματικών ούκ ένι τι τοιούτον, αλλά ανάγκη πάσα τον ζητούντα ευρείν…».
Πάντως όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ομολογούν ότι όντως υφίσταται το πρόβλημα των αναπάντητων προσευχών ή της αρνητικής απαντήσεως στην προσευχή εκ μέρους του Θεού.
Για τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακας το ότι «ο Θεός ου παρέχει τοις αιτούσι τας χάριτας», δεν εκπληρώνει δηλαδή τα αιτήματα εκείνων που ζητούν κάτι, είναι καθαρά θέμα οικονομίας του Θεού. ΔΕΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙ στους αιτούντας να ικανοποιηθεί το αίτημά τους και για τον λόγο αυτό ο Θεός δεν το ικανοποιεί.
Υπάρχει όμως και άλλη εξήγησης στο θέμα μας: Τονίζει ο σοφός Ωριγένης: «Ει δε ο αιτών λαμβάνει» και τα εξής, ο μη λαμβάνων ουκ αιτεί ει και δοκεί τι αιτείν, και ο μη ευρίσκων ουκ εζήτησεν τω μη ορθώς, μωρώς δε ζητείν και λογομαχείν επ’ ουδενί χρήσιμον, ω τε ουκ ανοίγεται, ου κρούει καν τοίχους ή τα έξω της θύρας κρούη».
Δηλαδή «αν, αυτός που ζητεί, λαμβάνει σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, αυτός που δεν λαμβάνει δεν ζητεί, μολονότι φαίνεται ότι ζητεί, και αυτός που δεν ευρίσκει κάτι, δε ζήτησε κάτι το χρήσιμο, και εκείνος που χτυπούσε την πόρτα, δεν την χτυπούσε, αν και φαινόταν ότι καθόταν έξω από την πόρτα και δίπλα στους τοίχους και χτυπούσε για να του ανοίξουν».
Το επιχείρημα βασίζεται στην υπόσχεση και την αξιοπιστία του Θεού. Εφ’ όσον ο Θεός υποσχέθηκε ότι θα εκπληρώσει τα αιτήματα του προσευχομένου και εφ’ όσον ο Θεός είναι κατά πάντα αξιόπιστος, αυτό σημαίνει ότι, αν αυτός που προσευχήθηκε δεν έλαβε την απάντηση, στην πραγματικότητα δεν ζήτησε. Απλώς είχε την αυταπάτη ότι ζητεί ή κρούει την θύρα του ελέους, αλλά στην πραγματικότητα «ελογομάχει μωρώς επ’ ουδενί χρήσιμον».
Κατά τον Ωριγένη λοιπόν η αναπάντητη προσευχή δεν είναι καν προσευχή. Διότι κανένας από εκείνους που δεν έλαβαν, δεν προσευχήθηκε, μολονότι φαίνεται, ότι προσευχήθηκε. Διότι δεν είναι σωστό να ισχυρισθούμε, ότι ψεύδεται εκείνος που λέει «πας ο αιτών λαμβάνει». Δεν υπάρχει λοιπόν απάντηση στις προσευχές, που δεν είναι προσευχές, μολονότι φαίνεται, ότι είναι προσευχές.